Ο Benjamin Clementine ήρθε κυριολεκτικά από το πουθενά στις αρχές του ’15 με το πρώτο album του «At Least For Now» και έκανε δικαιολογημένα πολλούς να μιλούν για την εμφάνιση ενός από τα μεγαλύτερα ταλέντα της τελευταίας εικοσαετίας. Την άφιξη αυτή βέβαια την είχε προετοιμάσει μια σύντομη ακόμα ζωή που όμως έμοιαζε αρκετά με παραμύθι. Ένα ντροπαλό, μοναχικό παιδί που μέχρι μια ηλικία μεγάλωσε με την γιαγιά του, με έντονο ενδιαφέρον για την θρησκεία και ακόμα μεγαλύτερο για την πεζογραφία, την ποίηση αλλά και την ίδια τη γλώσσα. Ήρθε συμπτωματικά σε επαφή με την μουσική όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του αγόρασε ένα πιάνο, έμαθε να παίζει μόνος του και όταν τον κούρασε η ποπ στράφηκε στην κλασική μουσική και αυτό σημαίνει ότι άρχισε να παίζει έργα συνθετών όπως οι Σατί και Ντεμπισί ακούγοντας τα!

 

 

Κάκιστος μαθητής αφού ήταν τόσο απορροφημένος στον δικό του κόσμο απέτυχε στις εξετάσεις οι οποίες για την Αγγλία επιτρέπουν να συνεχίσει ένα παιδί από το αντίστοιχο δικό μας γυμνάσιο στο λύκειο. Αυτό τον έφερε σε σύγκρουση με την οικογένεια του και τον οδήγησε στο να φύγει από το σπίτι του σε ηλικία 15 ετών και να ζήσει σαν άστεγος. Αρχικά στο Λονδίνο και στη συνέχεια, από τα 19 μέχρι τα 24, στο Παρίσι (ήταν ίσως η αγάπη του για την μουσική των Γάλλων ιμπρεσιονιστών που τον έκανε να επιλέξει αυτή την πόλη). Το ταλέντο αλλά και η συνεχής εξέλιξη του ήταν τόσο θεαματικά ώστε εντέλει κάποιος τον πρόσεξε, υπέγραψε δισκογραφικό συμβόλαιο και επέστρεψε στην Αγγλία όπου κυκλοφόρησε το εκπληκτικό ντεμπούτο του. Προς το τέλος του ’17 ήρθε το δεύτερο album του «I Tell A Fly».

 

Αυτή ήταν η δεύτερη εμφάνιση του στην Αθήνα. Την πρώτη φορά, αν και μόλις είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός, κατάφερε να γεμίσει έναν μεσαίου μεγέθους κλειστό χώρο και σίγουρα το ίδιο θα συνέβαινε και τη δεύτερη στην κατά πολύ μεγαλύτερη πλατεία της Τεχνόπολης, αν δεν ήταν η προηγουμένη των εκλογών. Γράφοντας για το ντεμπούτο του τον είχα αποκαλέσει «κάτι σαν σημερινή εκδοχή αυτού  που ήταν στην χρυσή εποχή του ο αείμνηστος Prince» αλλά παρακολουθώντας τον στη σκηνή διαπίστωσα ότι τελικά είχα κάνει λάθος. Ο Benjamin Clementine δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι αυτό, πριν από όλα γιατί δεν είναι Αμερικανός, αλλά Άγγλος, οι καταβολές του δηλαδή βρίσκονται σε μια πολύ διαφορετική και, κακά τα ψέματα, πολύ ευρύτερη και πλουσιότερη μουσική κουλτούρα.

 

 

Ο κυριότερος όμως λόγος για τον οποίο εκείνη η άποψη μου ήταν λανθασμένη είναι ότι απλά είναι πάρα πολύ καλός, ασύγκριτα καλύτερος από το να είναι η «συνέχεια» ακόμα και ενός κορυφαίου όπως ο Prince. Είναι μόνο ο εξαίρετος, μοναδικός εαυτός του και με τον πλέον προσωπικό τρόπο που αυτό είναι δυνατόν! Αρχίζοντας με το στιλ του, το κομψότατο design λευκό κουστούμι του αλλά με το σακάκι φορεμένο κατάσαρκα – όμως δίχως να το ξεκουμπώσει ούτε για μια στιγμή σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας – και...ξυπόλυτος! Με την ευφυέστατη και τόσο πρωτότυπη για κάποιον σαν και αυτόν ενορχηστρωτική επιλογή του για αυτήν την περιοδεία, τον συνοδεύει μόνο ένα κουαρτέτο εγχόρδων ενισχυμένο με κοντραμπάσο, το Parisian String Quintet. Εξάρχουσα του η βιρτουόζος του βιολοντσέλου Barbara Le LiePvre, η μόνη που δεν ήταν όρθια μαζί με τους υπόλοιπους μουσικούς στο πίσω μέρος της σκηνής αλλά καθόταν αντικριστά στο πιάνο του και επίσης είχε και ουκ ολίγα όχι απλά σολιστικά αλλά ακόμα και αυτοσχεδιαστικά μέρη.

 

Με τους στίχους των τραγουδιών του που τολμούν να είναι αληθινή, επώδυνη δημόσια ψυχοθεραπεία. Φυσικά με την μουσική τους που κινείται συνεχώς και με απίστευτη άνεση στο τρίπτυχο soul – gospel – jazz σα να πρόκειται για ένα και το αυτό πράγμα, επιστρέφοντας διαρκώς στην μία από τς δύο «γιαγιάδες» αυτών των ιδιωμάτων, την κλασική μουσική. Ακόμα περισσότερο σε αυτή την περίπτωση που κατάφερνε να έχει έναν απόλυτα «μαύρο» και μάλιστα...«ηλεκτρισμένο» ήχο δίχως ούτε ίχνος μπάσου, ντραμς ή πνευστών αλλά μόνον αυτούς τους πέντε άριστους σολίστ, τόσο όταν έπαιζαν κανονικά όσο όμως και με τα εφέ των οργάνων τους. Με αυτή τη φωνή – φαινόμενο, τόσο ως έκταση όσο και σαν εκφραστικότητα. Με το ότι, παρά τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έχει το παίξιμο του στο πιάνο σε όλα τα τραγούδια του, τραγουδάει όρθιος όσο το δυνατόν περισσότερο για να αποδίδει από κάθε πλευράς στο μάξιμουμ και κάθεται στο πιάνο όταν και όσο παίζει παράλληλα με την ερμηνεία του.

 

Με ίσως το καλύτερο αλλά και περισσότερο γεμάτο χιούμορ  sing – a - long που έχω παρακολουθήσει ποτέ σε εγχώρια σκηνή, όταν καθοδήγησε το κοινό για να τον συνοδεύσει στο «Condolence». Με το συγκινητικό ή συγκλονιστικό – εξαρτάται από την οπτική γωνία καθενός – φινάλε του κανονικού μέρους της συναυλίας που την θεατρικότητα του θα ζήλευε και έμπειρος επαγγελματίας δραματικός ηθοποιός.

 

Ο αλλόκοτος και πανύψηλος αυτός τύπος τον Δεκέμβριο έκλεισε μόλις τα τριάντα. Το μέλλον είναι όλο δικό του και προβλέπεται πολύ μακρύ!