Η τελευταία φετινή Ημέρα Λατρευτικής Μουσικής εστίαζε σε φωνητικά έργα που – όπως φαίνεται και από τον τίτλο – εμπνέονται από θαυματουργά γεγονότα τα οποία αναφέρονται στην Βίβλο. Έφερε την σφραγίδα του αρχιμουσικού της ΕΛΣ Νίκου Βασιλείου που προφανώς είχε επιλέξει τα έργα αλλά και τους/τις ερμηνευτές/ιες από το σύνολο των μονωδών της ΕΛΣ, τους/τις είχε προετοιμάσει και διηύθυνε και επιπλέον συνόδευσε ο ίδιος όλα τα έργα παίζοντας πιάνο αλλά και κλαβινόβα.
Ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν (1913 – 1976) ήταν από τους πιο χαρακτηριστικούς Βρετανούς συνθέτες του εικοστού αιώνα. Σοβαρότατος δημιουργός, κάτι που αποτυπώθηκε και στην αυστηρότητα των έργων του τα οποία συχνά εμπνέονται από θρησκευτικά θέματα και σχεδόν πάντα διαπνέονται από μια σχεδόν τελετουργική διάθεση η οποία τους προσδίδει μιαν ανάλογη υποβλητική ατμόσφαιρα. Ειδικευόταν κυρίως σε χορωδιακά/φωνητικά έργα που βασίζονταν στο μουσικό παρελθόν της χώρας του και πιο συγκεκριμένα στο πρώιμο μπαρόκ αλλά και με αρκετά στοιχεία σύγχρονης μουσικής με τον συνδυασμό αυτών των δύο να καταλήγει σε έναν ιδιότυπο νεοκλασικισμό, απολύτως ταιριαστό με την ψυχοσύνθεση του ενώ διακρίθηκε επίσης ως μαέστρος και ήταν προικισμένος πιανίστας.
Τέτοια περίπτωση έργου του είναι και το – γραμμένο το 1952 – «Άσμα ΙΙ: Αβραάμ Και Ισαάκ» για τενόρο, μέτζο και πιάνο. Τα φωνητικά μέρη, σόλο ή ντουέτα, είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα και κάποιες στιγμές πολύ όμορφα. Παράδοξα όμως για ένα βιρτουόζο του οργάνου όπως ο Μπρίτεν τα πιανιστικά μέρη είναι μάλλον απλοϊκά και κυρίως σε ένα εντελώς διαφορετικό ύφος γραφής το οποίο μερικές φορές δεν συνάδει καθόλου με το φωνητικό σκέλος. Αυτό έγινε ακόμα πιο έντονο από το παίξιμο του Νίκου Βασιλείου που στο συγκεκριμένο έργο απείχε πάρα πολύ από το να χαρακτηριστεί ιδανικό, με τη υπερβολική μάλιστα ένταση του σε ορισμένα σημεία να καλύπτει τις φωνές. Αναπόφευκτα λοιπόν το σύνολο μου άφησε ανάμεικτες εντυπώσεις.
Η φωτογραφία του ογδονταπεντάχρονου πλέον Εσθονού Αρβο Περτ θα μπορούσε να υπάρχει στο λήμμα της Wikipedia «συνθετική ανισότητα», για τον υπερθετικό μάλιστα βαθμό της! Ο δημιουργός που εμπνέεται πάρα πολύ συχνά από την θρησκεία και το σύνολο σχεδόν του έργου του – του οποίου μεγάλο ποσοστό κυκλοφορεί από την New Series της ECM - διαθέτει μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα είναι κυριολεκτικά ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο. Φοβάμαι ότι το «Η Σάρα Ηταν Ενενήντα Ετών» (1976 και, κατά σύμπτωση, σχετικό με τα ίδια πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης με το έργο του Μπρίτεν) ανήκε στην δεύτερη κατηγορία. Αν η εισαγωγή με τα κρουστά (ειλικρινά κατά πολύ κατώτερη του επιπέδου του Μανούσου Κλαπάκη που έπαιζε τα τελευταία) είναι σχεδόν παιδαριώδης και παρατραβηγμένη χρονικά η συνολική διάρκεια του έργου αποδεικνύεται σχεδόν εξοντωτική για τον ακροατή!
Πόσο μάλλον όταν σε αυτήν συμβαίνουν ελάχιστα πράγματα, πιο συγκεκριμένα εντός ενός σχεδόν σχηματικού, απελπιστικά φτωχού μελωδικού πλαισίου υπάρχουν ατέρμονες μονότονες – και άσκοπες - επαναλήψεις των φωνητικών μερών δύο τενόρων με μόνη διακοπή ένα, εξίσου κουραστικό με την εισαγωγή, σολιστικό μέρος των κρουστών. Ενα κάποιο ενδιαφέρον εμφανίζεται προς το τέλος, με το μέρος για σοπράνο που την συνοδεύει κλαβινόβα η οποία υποκαθιστά υπό μιαν έννοια το εκκλησιαστικό έργο (και αποδόθηκε πολύ καλά από αντίστοιχα την Μαριλένα Στριφτόμπολα και τον Ν. Βασιλείου) αλλά είναι πλέον αργά. Το έργο είναι επιτομή του πως η new simplicity που με τόση συνέπεια υπηρέτησε ο Περτ μετατρέπεται σε new simplification και δεν μπορείς να βγάλεις από το μυαλό σου την σκέψη ότι η αληθινή σχέση του με τον τίτλο του είναι ότι αναμφίβολα το να περίμενε μια γυναίκα σχεδόν έναν αιώνα για να γίνει μητέρα αναμφίβολα θα ήταν μια εξαιρετικά μεγάλη ταλαιπωρία!
Ο Μιχάλης Αδάμης (1929 – 2013) ήταν από τους λαμπρότερους αλλά και αυθεντικότερους εκπροσώπους της μουσικής πρωτοπορίας, ακουστικής, ηλεκτρονικής και ηλεκτρακουστικής στη χώρα μας. Καθώς είχε επίσης σπουδάσει και θεολογία μα και βυζαντινή μουσική το σύνολο του έργου του χαρακτηρίζεται από μια γνήσια πνευματικότητα ή και αληθινή θρησκευτικότητα. Γραμμένο το 1995, δηλαδή στη τελευταία δημιουργική περίοδο του κατά την οποία απομακρυνόταν συνειδητά από την ανατολική modal τεχνοτροπία που τον διέκρινε ως τότε, το «Γυνή περιβεβλημένη τον ήλιον!» είναι ένα, σύντομο σε διάρκεια, αληθινό κομψοτέχνημα, υπόδειγμα πραγματικά ενός απόλυτα σύγχρονου lieder. Με επαρκή αυτή τη φορά πιανιστική συνοδεία αποδόθηκε άψογα από την μεσόφωνο Μαργαρίτα Συγγενιώτου, μιαν από τις όχι μόνον καλύτερες αλλά και πλέον έμπειρες στο σύγχρονο ρεπερτόριο (και όχι μόνο το κλασικό οπερετικό) Ελληνίδες λυρικές ερμηνεύτριες η οποία μάλιστα έπαιζε και το - προαιρετικό κατά τον συνθέτη - γκονγκ.
Το εκτός προγράμματος encore ήταν μια μικρή έκπληξη, μερικά αποσπάσματα από το ορατόριο του Φρντς Λιστ «Χριστός» το οποίο φυσικά διαθέτει όλα τα χαρίσματα του Ούγγρου κορυφαίου σολίστ του πιάνου και μεγίστου εκπροσώπου του ρομαντισμού, ειδικά (μαζί με τον Πολωνό Φρεντερίκ Σοπέν) της πιανιστικής πλευράς του αλλά και ευσεβέστατου συνθέτη ο οποίος προς το τέλος της ζωής του έγινε και κληρικός. Αποδόθηκαν θαυμάσια από όλους τους/τις μονωδούς, εκτός δηλαδή των προαναφερθέντων των τενόρων Χρήστου Κεχρή και Γιάννη Φίλια και της μέτζο Ελένης Βουδουράκη.
Καλή Ανάσταση, ανάμεσα στα άλλα και για την αληθινή σύγχρονη μουσική στη χώρα μας!