Η προτελευταία από τις φετινές Ημέρες Εναλλακτικής Μουσικής ήταν μια από εκείνες τις συναυλίες που σε κάνουν να παραδέχεσαι ότι, όσο και αν αγαπάς για παράδειγμα το πιάνο και το θεωρείς τον βασιλιά των οργάνων, είναι τα τοξωτά (με δοξάρι) έγχορδα η οργανική κατηγορία που αποτελεί την βάση του μεγαλύτερου ή μικρότερου ορχηστρκού συνόλου και άρα, κατά προέκταση, συνετέλεσε όσο καμία άλλη στην διαμόρφωση της λόγιας ευρωπαϊκής οργανικής μουσικής, της αποκαλουμένης και κλασικής.
Δύο τέτοια όργανα, εννέα συνολικά χορδές, δύο δοξάρια και ισάριθμοι Θεσσαλονικείς εκτελεστές, συνεργάτες και φίλοι, αμφότεροι όχι μονον κορυφαίοι σολίστ αλλά και βαθείς γνωστες του μπαρόκ όπως και της ιστορικά τεκμηριωμένης εκτέλεσης μας ξεκλείδωσαν για περίπου δύο ώρες έναν μουσικό κόσμο με τον οποίο σπάνια έχουμε την ευκαιρία να έρρθουμε σε επαφή, όχι τουλάχιστον με την τόσο αυθεντική μορφή του και την αληθινή ομορφιά της.
Το εναρκτήριο έργο, η Σονάτα για βιολί σε σολ ελάσσονα του Τζουζέπε Ταρτίνι, είνα πιο γνωστό με τον τίτλο «η τρίλια του διαβόλου». Αυτός αναφέρεται τόσο σε μια παράδοση που λέει ότι ο διάβολος το υπαγόρευσε στον συνθέτη σε ένα όνειρο του όσο και στις σχεδόν υπεράνθρωπες, επιπέδου των συνθέσεων του «δαιμονισμένου βιολιστή» Νικολό Παγκανίνι, δεξιοτεχνικές απαιτήσεις τις οποίες θέτει στον εκτελεστή του. Υπό μιαν έννοια όμως περιγράφει όχι τόσο το περιεχόμενο του όσο την φύση του.
Χωρίς δηλαδή αυτό να στερείται μουσικότητας και αξίας στο συγκεκριμένο έργο η δεξιοτεχνία είναι επί της ουσίας αυτοσκοπός, είναι σαν η σύνθεση να...αυτοθαυμάζεται λέγοντας στον εκτελεστή της «συγχαρητήρια για το ότι κατάφερες να με παίξεις»!
Ο Σίμος Παπάνας, βιρτουόζος με όλες τις έννοιες και την σημασία της λέξης, ανταποκρίθηκε πλήρως σε αυτή την φύση του, αποδίδοντας το απλά τέλεια. Είμαι σίγουρος λοιπόν ότι οι σπουδαστές του βιολιού αλλά και οι βιολιστές που βρίσκονταν στο ακροατήριο όχι μόνον το απόλαυσαν αλλά κυρίως το εκτίμησαν δεόντως, όπως αλλωστε – και απολύτως δικαιολογημένα, πρέπει να το υπογραμμίσω! – τον ίδιο. Αποστολή εξετελέσθη...
Ο μέγας Κάντορας όχι μόνον της σχολής του Αγίου Θωμά στη Λειψία αλλά κα συνολικά της γερμανικής μουσικής και όλης της περιόδου του μπαρόκ, ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ήταν φυσικό να προτιμούσε, να τον εξέφραζε περισσότερο κα τελικά να είχε μεγαλύτερες ικανότητες στο εκκλησιαστικό όργανο και, κατά προέκταση, στο κλειδοκύμβαλο (τον πρόγονο του πιάνου) και τα υπόλοιπα πληκτροφόρα της εποχής. Το ταλέντο και η ιδοφυία του όμως όχι μόνον ως συνθέτη αλλά και σαν εκτελεστή ήταν τέτοια ώστε ήταν και επαρκέσττος όχι μόνον βιολιστής αλλά κα εκτελεστής του πλέον «καταφρονεμένυυ», τότε αλλά και τώρα, οργάνου της οικογενείας των τοξωτών εγχόρδων, της βιόλας. Δεν μπορούσε λοιπόν να αφήσει...παραπονεμένο και το τελευταίο όργανο της ιδίας οικογένειας, το βιολοντσέλο. Ετσι, μαζί με τα πολλά περισσότερα έργα του για βιολί, σόλο ή ως βασικό όργανο ενός συνόλου, έγραψε και έξι σουίτες για αυτό.
Μεγαλύτερη σε διάρκεια και κορυφαία από πάσης πλευράς εξ αυτών είναι η τελευταία, η Σουίτα αριθμός 6 σε ρε μείζονα. Δεν είναι καθόλου κατώτερων ή μικρότερων απαιτήσεων από τον εκτελεστή από την «τρίλια του διαβόλου», είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι ο Μπαχ ορίζει ότι πρέπει να παίζεται με ένα πεντάχορδο βιολοντσέλο και όχι τετράχορδο όπως βέβαια είναι κανονικά (κάτι που, αξίζει να σημειωθεί, για τα μουσικά δεδομένα της εποχής μπορεί να θεωρηθεί ακόμα και...avant garde!).
Στην περίπτωση όμως αυτή είναι μια άλλου τύπου δεξιοτεχνία, διόλου κραυγαλέα αλλά ήπια και εσωτερική. Τίθεται απολύτως στην υπηρεσία της σύνθεσης, είνα το μέσο γα να αναδειχθεί η στοχαστικότητα, η υποβλητική πνευματικότητα των μελωδικών θεμάτων και των αναπτύξεων τους μέσα στην υποδειγματική λιτότητα και οικονομία τους, η - και στις πιο έντονες στιγμές - σχεδόν μεταφυσική γαλήνη και η κατανυκτικότητα ακόμα που χαρακτηρίζουν το σύνολο του έργου του Αρχιτέκτονα της κλασικής μουσικής, ακόμα και όταν η θεματολογία του δεν είναι διόλου θρησκευτική. Παίζοντας με ένα όργανο που κατασκευάστηκε μεν πρόσφατα αλλά είναι ακριβές αντίγγραφο ενός αυθεντικού της εποχής, ένα πίκολο βιολοντσέλο με εντέρινες χορδές (όπως φυσικά και αυτές του βιολιού του Σίμου Παπάνα) ο Δήμος Γκουνταρούλης απέδωσε αυτές ακριβώς τις ιδιότητες του έργου ισορροπώντας ιδανικά ανάμεσα στην άψογη τεχνική και την πλήρη αλλά ούτε στιγμή υπερβολική συναισθηματική φόρτιση και προσφέροντας γενναιόδωρα στο κοινό μια κυριολεκτικά μυσταγωγική μουσική εμπειρία.
Η Σονάτα για δύο βιολιά σε σολ ελάσσονα του Αντόνιο Βιβάλντι (με την δεόντως ανανεωτική παρέμβαση του ότι το μέρος του δεύτερου βιολιού παίχτηκε από το προαναφερθέν πίκολο βιολοντσέλο του Δήμου Γκουνταρούλη) έχει όλα τα γνωρίσματα του έργου του Ιταλού μετρ του μπαρόκ, χαρωπή ή και πανηγυρική διάθεση - πρώτο και τελευταίο μέρος σε αλάγκρο - που εορτάζει την εσωτερική χαρά η οποία πηγάζει από την ίδια την αίσθηση της ζωής αλλά με μια γήινη, ρεαλιστική θεμελίωση (το ενδιάμεσο μέρος σε λαργκέτο). Αλλη μία εννοείται άριστη εκτέλεση από τους δύο θαυμάσιους μουσικούς αλλά ήταν το encore που μας επέστρεψε στην θεματικό πυρήνα της συναυλίας. Ακόμα ένα έργο του Κάντορα, για δύο βιολιά και μπάσο κοντίνουο (δίχως το τελευταίο και με το βιολοντσέλο να υποκαθιστά και πάλι το δεύτερο βιολί) πλημμυρισμένο από την γνήσια - με την καλύτερη έννοια της λέξης - υψιπέτεια που οδηγεί κατευθείαν από την γη στον ουρανό και αποτελούσε το κεντρικό φιλοσοφικό υπόβαθρο αυτού του Μύστη της μουσικής ο οποίος άκουγε στο όνομα Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ. Αμήν!