Η πρώτη από τις εφετινές Ημέρες Λατρευτικής Μουσικής της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ ήταν και η μόνη που παρουσιάστηκε ένα σύγχρονο και πρωτότυπο έργο, πιθανότατα μάλιστα για αυτό είναι και η μοναδική παράσταση των ΗΛΜ που επαναλήφθηκε.
Το έργο αυτό, με τίτλο «Επιστροφή», είναι η προσέγγιση του νέου συνθέτη Νίκου Γαλενιανού στην «Κόλαση», ένα από τα τρία μέρη ενός ποιητικού έπους που δεν είναι απλά μια από τις κορυφαίες στιγμές της ιταλικής γλώσσας ή ακόμα και της μεσαιωνικής λογοτεχνίας αλλά ένα από τα εμβληματικότερα κείμενα διαχρονικά και διεθνώς, της «Θείας Κωμωδίας» του Ντάντε (Δάντη) Αλιγκέρι. Μια προσέγγιση που δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο καινοτόμα και το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιούσε την μετάφραση σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα ή έστω στα σημερινά ιταλικά αλλά το αυθεντικό κείμενο, στην διάλεκτο δηλαδή της εποχής του Δάντη, ήταν ένα μόνον από τα στοιχεία τα οποία την καθιστούσαν τέτοια και όχι το κυριότερο.
Η «Επιστροφή» είναι κατά βάση φωνητική σύνθεση αλλά, μια και μόνη ματιά στα βιογραφικά των μελών του φωνητικού συνόλου που το απέδωσε φτάνει για να δείξει ότι το τελευταίο δεν είχε τίποτα το κοινό με οποιοδήποτε ανάλογο. Αντί δηλαδή για μονωδούς ή ερμηνευτές οποιουδήποτε ιδιώματος το πενταμελές (τέσσερις ερμηνευτές και μια ερμηνεύτρια) σύνολο αποτελούσαν μουσικοί που στη πλειοψηφία τους όχι μόνον είναι σολίστ ενός οργάνου αλλά και έχουν κάνει σπουδές σύνθεσης και είναι πλήρως ενεργοί σε αυτόν το τομέα. Συγκεκριμένα οι τρεις από αυτούς συνδέονται με τον Νίκο Γαλενιανό μέσω κοινών σπουδών στην Ολλανδία (όπου ολοκλήρωσε τις λαμπρές δικές του μετά την Αθήνα) με τον έναν μάλιστα να είναι Ολλανδός ενώ ο συνθέτης και άλλοι δύο από τους συντελεστές σχετίζονται με έναν ακόμα τρόπο καθώς αποτελούν μέλη του συνόλου σύγχρονης μουσικής ΤΕΤΤΙΞ.
Απομένουν δύο, ο γνωστός ερμηνευτής μα και ηθοποιός Αποστόλης Ψυχράμης και η ερμηνεύτρια που έρχεται στο μυαλό αυθόρμητα κάθε φορά που έχουμε να κάνουμε με «προωθημένες» μουσικές φόρμες, ειδικά φωνητικές και ικανές δόσεις αυτοσχεδιασμού. Είναι φυσικά η Σαβίνα Γιαννάτου, αναμφίβολα η πλέον ευέλικτη ανάμεσα σε διάφορα ιδιώματα και με μεγαλύτερη εμπειρία σε πρωτοποριακά και πειραματικά έργα, Ελληνίδα ερμηνεύτρια.
Φαινομενικά η μόνη οργανική συνοδεία ήταν το ακορντεόν του μοναδικού συμμετέχοντα εκτελεστή. Τρία όμως από τα ανδρικά μέλη του συνόλου έπαιζαν ή ζίθερ - το δυτικό ανάλογο του βυζαντινού ψαλτηρίου - ή synthesizer ή αμφότερα και τα οποία πρέπει μάλλον να ακούστηκαν σε μεγάλο βαθμό προηχογρσφημένα, ανεξάρτητα από το ότι αυτό δεν αναφερόταν. Αντίθετα απολύτως ζωντανό ήταν το παίξιμο του αυλού του Πανός από τον τέταρτο ο οποίος δεν είναι απλά βιρτουόζος του αρχαιοελληνικού οργάνου αλλά και θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ανανεωτές της χρήσης του διεθνώς. Ο δημιουργός, εκτός από το να διευθύνει το σύνολο, σε κάποιες στιγμές έπαιζε υδρόφωνο, ένα ιδιόφωνο κρουστό με ατμοσφαιρικό ηχόχρωμα που μπορεί μεν ενίοτε μέσα στους κοίλους σωλήνες του να περιέχει λίγο νερό αλλά το όνομα του (waterphone) το πήρε απλά επειδή αυτός που το επινόησε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ονομαζόταν...Waters!
Με βάση το ακορντεόν όλες αυτές οι ηχητικές πηγές δημιουργούσαν ένα ιδιότυπο σύγχρονο ανάλογο του συνεχούς βασίμου της Παλαιάς Μουσικής που υποστήριζε ιδανικά τις φωνές. Τέλος στα ουκ ολίγα αυτοσχεδιαστικά μέρη χρησιμοποιήθηκαν και άλλα όργανα όπως σε ένα εντυπωσιακό σημείο όπου όλα τα αντρικά μέλη του φωνητικού συνόλου έπαιξαν κουδούνια (bells) διαφόρων μεγεθών και τονικοτήτων.
Όπως προανέφερα όμως πρόκειται για φωνητικό έργο. Μια φωνητική σύνθεση στην οποία οι τέσσερις ερμηνευτές – αν και έχουν επίσης σολιστικά μέρη – λειτουργούν τουλάχιστον κατά το ήμισυ της διάρκειας ως χορωδία και αντίστοιχα η σχεδόν πάντα σόλο φωνή της Σ. Γιαννάτου αντιστικτικά ή και κόντρα ακόμα στην τελευταία. Το πολύ μεγάλο ενδιαφέρον έγκειται στην ίδια την φωνητική γραφή του Ν. Γαλενιανού που συνδυάζει τρία σε πρώτο επίπεδο εντελώς ετερόκλητα ιδιώματα, την μεσαιωνική φωνητική θρησκευτική μουσική, την πλούσια παράδοση του ιταλικού τραγουδιού του δεκάτου ενάτου μέχρι και τις αρχές του εικοστού αιώνα και την σύγχρονη πρωτοπορία, από τα μέσα του εικοστού αιώνα και ένθεν και όλα αυτά σε ένα απολύτως ατονικό μουσικό πλαίσιο.
Τα ίδια ακριβώς «συστατικά» σε διαφορετικές αναλογίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε καταστροφή. Όμως ο συνθέτης έχει τόση γνώση, έμπνευση μα και αισθητική ώστε το αποτέλεσμα να μην είναι μόνον πρωτότυπο αλλά και συχνά εξαιρετικά όμορφο. Ενα έργο απολύτως καινοφανές, πρωτοποριακό θα μπορούσα να πω αλλά ταυτόχρονα και ακαθόριστα οικείο καθώς βασίζεται σε στοιχεία του αρκετά μακρινού μουσικού παρελθόντος και άρα εγγεγραμμένα στο συλλογικό υποσυνείδητο, ανανεωτικό στο έπακρο αλλά δίχως να απωθεί τον αμύητο, ίσως ακόμα και τον μέσο ακροατή.
Ενστάσεις σαφώς και υπάρχουν, η σκηνοθεσία της Σοφίας Πάσχου – την οποία δεν είμαι καν σίγουρος αν χρειαζόταν το συγκεκριμένο έργο – ήταν υπερβολικά στατική και κουραστική σε ορισμένα σημεία, τα αυτοσχεδιαστικά μέρη ήταν σαφώς κατώτερα των καταγεγραμμένων και το τεράστιο ερμηνευτικό και όχι μόνον «ατού» που λέγεται Σαβίνα Γιάννατου αξιοποιήθηκε πολύ λιγότερο από όσο θα μπορούσε, ίσως και θα έπρεπε. Έστω και έτσι όμως ο Νίκος Γαλενιανός κατέθεσε μια νέα πρόταση φωνητικής γραφής η οποία μπορεί να σταθεί και εντελώς αυτόνομα – εκτός του πλαισίου των ΗΛΜ – και σίγουρα αξίζει και πρέπει να συνεχίσει να εργάζεται πάνω σε αυτήν και την εξέλιξη της.