Έχω αναφερθεί και άλλες φορές στο ότι αρκετές από τις πρόσφατες παραγωγές της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ εκκινούν από κείμενα τα οποία είναι από πολύ δύσκολο ως αδύνατο να μετατραπούν σε απλό σκηνικό θέαμα, πόσο μάλλον σε όπερα. Ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος δηλώνει ο ίδιος ότι αυτό το δυσνόητο, σχεδόν παραληρηματικό κείμενο του Στρατηγού Μακρυγιάννη είναι κατεξοχήν τέτοια περίπτωση.

 

Αυτό δεν εμπόδισε όμως, ήδη από όταν το πρωτοδιάβασε στην πρώτη ολοκληρωμένη σύγχρονη έκδοση του, λίγο μετά τις αρχές της δεκαετίας του ΄80, το να του δημιουργηθεί η ιδέα ότι έπρεπε με κάποιο τρόπο να το προσεγγίσει μουσικά. Η ιδέα αυτή παρέμεινε στο μυαλό του και σχεδόν σαράντα χρόνια μετά μετατράπηκε στην πέμπτη κατά σειρά όπερα του. Το ρίσκο λοιπόν που αναλάμβανε ήταν πολύ μεγάλο και το στοίχημα το οποίο έβαζε, πρώτα από όλα με τον ίδιο τον εαυτό του, ακόμα μεγαλύτερο. Το πρώτο λοιπόν που έχω να πω είναι ότι, στον μεγαλύτερο βαθμό τουλάχιστον, το στοίχημα αυτό αναμφίβολα το κέρδισε.

 

Ο Ιωάννης Τριανταφύλλου όπως ήταν το αληθινό όνομα του Ιωάννη Μακρυγιάννη μπορεί να είναι μια εμβληματική φιγούρα των ελληνικών γραμμάτων χάρη στο συγγραφικό ταλέντο που εκδήλωσε (αν και έμαθε γραφή και ανάγνωση σε μεγάλη ηλικία) στα «Απομνημονεύματά» του που επίσης είναι ένα από τα πλέον πολύτιμα – και μάλιστα από «πρώτο χέρι» - ιστορικά ντοκουμέντα για την επανάσταση του ’21 αλλά αυτή κάθε άλλο παρά ήταν η πλήρης προσωπικότητα του. Αντίθετα πίσω από τον προικισμένο συγγραφέα κρυβόταν ένα μέτριος στρατιωτικός όσο και αν προσπάθησε να ηρωοποιήσει τον εαυτό του, ένας άνθρωπος με πάρα πολλές εμμονές, φιλοχρήματος, πονηρός και δίχως έλεος για τους άλλους και ένας πραγματικός πολιτικάντης όπως θα λέγαμε σήμερα, συμφεροντολόγος και ραδιούργος.

 

Αν τα «Απομνημονεύματα» έχουν τουλάχιστον την λογοτεχνική και ιστορική αξία τους να τα διασώζει το δεύτερο και τελευταίο κείμενο του, το «Οράματα Και Θάματα», είναι ένα χαοτικό κατασκεύασμα που κάποιοι μπορεί να αποκαλούσαν μυστικιστικό ή έστω θρησκευτικό αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα θρησκόληπτο ντελίριο. Ομως, υπό μιαν έννοια, δείχνει πολύ περισσότερο ποιος ήταν στα αλήθεια ο Μακρυγιάννης από όσο τα «Απομνημονεύματα» που έγιναν αιτία να γίνει ο Στρατηγός πολλές φορές «σημαία» της εθνοπατριωτικοορθόδοξης δεξιάς.

 

     

Ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος υπερέβη πολύ σωστά και έξυπνα τις τεράστιες πρακτικές δυσκολίες  που παρουσιάζει το κείμενο με το να μην το μεταφέρει αυτούσιο και έκανε την απολύτως κατάλληλη επιλογή αυτού που θα το μετέτρεπε σε λιμπρέτο. Ο ολιγογράφος μεν αλλά και διακεκριμένος ποιητής Αλέκος Λούντζης  κατάφερε όχι μόνο να διασώσει αλλά και να αναδείξει τα χαρίσματα της γραφής του Μακρυγιάννη και ταυτόχρονα να καταδείξει, ίσως και να αποκαλύψει, τις αντιφάσεις που τον χαρακτήριζαν και τα καθόλου λίγα αρνητικά του.

 

Πάνω στο λιμπρέτο του ο συνθέτης έγραψε μιαν όπερα η οποία ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στο βυζαντινό μέλος των φωνητικών μερών της  (περισσότερο και πάνω από όλα φυσικά αυτό του ίδιου του Μακρυγιάννη) και στην μουσική της η οποία κινείται από την ύστερη περίοδο της κλασικής μέχρι την σύγχρονη φτάνοντας ως την ατονικότητα κάποιες στιγμές. Δεν δίστασε μάλιστα να δώσει και κάποιες πολύ τολμηρές λύσεις όπως, για παράδειγμα, όταν δίπλα στις άριες, τα ντουέτα, τα τρίο και τα χορωδιακά ένας πολύ χαρακτηριστικός μονόλογος του Μακρυγιάννη είναι κανονικότατο...rap!   

 

Αυτή η άκρως πολυσυλλεκτική προσέγγιση του δημιουργού αποτυπώθηκε ακόμα περισσότερο και καλύτερα στην όχι απλά ευφάνταστη αλλά εξαιρετικά πρωτότυπη ενορχήστρωση του. Το οκταμελές σύνολο περιλάμβανε κλασικά όργανα (κλαρινέτο, κόρνο σε φα και βιολοντσέλο) σε συνδυασμό με παραδοσιακά (ούτι/κεμανές/νέι, τσίμπαλουμ – μια παραλλαγή σαντουριού – και κρουστά) τα οποία όμως χρησιμοποίησε εντελώς εκτός του μελωδικού και αρμονικού πλαισίου τους αλλά και δύο εκτελεστές synthesizer ενώ, πριν και μετά το rap, ακούστηκε μέχρι και...ηλεκτρονικό beat!

 

Ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος, από τους μεγαλύτερους ειδήμονες του μπαρόκ και γενικότερα της Παλαιάς Μουσικής και κορυφαίος εκτελεστής του τσέμπαλου στη χώρα μας και άρα βαθύς γνώστης του στοιχείου του αυτοσχεδιασμού το οποία περιλάμβανε η οργανική γραφή σε αρκετά σημεία, το διηύθυνε υποδειγματικά αξιοποιώντας και αναδεικνύοντας όλο τον ηχοχρωματικό πλούτο και τις δυνατότητες του.

 

Οφείλω να πω ότι δεν εξεπλάγην απλά αλλά πραγματικά θαύμασα τον Ζαχαρία Καρούνη στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Γνώριζα πόσο καλός ερμηνευτής είναι αλλά σε αυτή την περίπτωση, στηριγμένος και στην βυζαντινή μουσική παιδεία του, υπερέβη εαυτόν κατά πολύ. Ηταν άριστος όχι μόνον ερμηνευτικά αλλά και υποκριτικά, σε βαθμό σχεδόν ταύτισης με τον χαρακτήρα του Μακρυγιάννη τον οποίο ενσάρκωνε! Ισάξια δίπλα του, στον ρόλο της συζύγου του Στρατηγού, η Ιωάννα Φόρτη απλά μου απέδειξε για άλλη μια φορά ότι είναι η πλέον ευέλικτη μονωδός που διαθέτουμε αυτή την στιγμή, άψογη τόσο στο κλασικό όσο και στο σύγχρονο λυρικό ρεπερτόριο αλλά και στα ουκ ολίγα διαφορετικά ύφη τραγουδιού που ερμηνεύει κατά καιρούς.

 

Επαρκέστατο το υπόλοιπο καστ (ιδιαίτερα η Μυρτώ Μποκολίνη στον ρόλο της ονειροκρίτριας) αλλά φυσικά δεν μπορούσε να συγκριθεί με την εκθαμβωτική κυριολεκτικά παρουσία του πρωταγωνιστικού ζεύγους.

 

Ενστάσεις φυσικά και έχω, οι δύο οκταμελείς χοροί δεν με έπεισαν για την αναγκαιότητα της ύπαρξης τους, η μηδαμινή πλοκή του έργου επιζητούσε μια μικρότερη διάρκεια και τέλος θα ήθελα την σκηνοθεσία της Μαρίας Γυπαράκη με περισσότερη προσωπικότητα, ίσως και πιο πολύ «νεύρο» στις σκηνές δραματικής κορύφωσης. Θα επαναλάβω όμως ότι ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος κέρδισε και με το παραπάνω ένα στοίχημα στο οποίο οι πιθανότητες φαίνονταν να είναι εναντίον του. Και αν τρεις μόλις παραστάσεις ήταν πολύ λίγες για να παρακολουθήσουν την όπερα του όσοι/εςι θα ενδιαφέρονταν για αυτήν υπάρχει ανοιχτό το ενδεχόμενο της επιστροφής της σε δύο χρόνια, με αφορμή την επέτειο των διακοσίων ετών από την επανάσταση του ’21.