Παράξενο αλήθεια να ζεις δίπλα, στην ίδια πόλη με έναν σπουδαίο μουσικό, ένα αληθινά μεγάλο ταλέντο και μέχρι δυο – τρεις εβδομάδες πριν να μην γνωρίζεις ούτε το όνομα του. Συγκυριακά ακούς κάτι δικό του, σου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον και ψάχνεις το θέμα λίγο περισσότερο. Μαθαίνεις ότι πρόκειται για έναν κλασικό πιανίστα με λαμπρές σπουδές στην Ελλάδα και την Αγγλία και διακεκριμένο τόσο στην χώρα μας όσο και στο εξωτερικό, με πολλά ρεσιτάλ και συμπράξεις με σημαντικές ορχήστρες.

 

Κάποια στιγμή όμως αποφάσισε να αλλάξει εντελώς την μουσική διαδρομή του, εγκατέλειψε την κλασική μουσική όχι όμως και την μεθοδολογία και τις πρακτικές της που κατείχε τόσο καλά. Καταρχήν σχημάτισε μια μουσική κολεκτίβα την οποίο ονομάζει String Theory Ensemble (από την θεωρία των χορδών της θεωρητικής φυσικής) και περιλαμβάνει μια ορχήστρα δωματίου η οποία λειτουργεί και τμηματικά, σε μικρότερα σύνολα, μια χορωδία και επίσης μικρότερα φωνητικά σύνολα.

 

Αυτή η κολεκτίβα είναι το μέσο του για να ηχογραφεί και να παρουσιάζει ζωντανά τα τραγούδια που άρχισε να γράφει τότε σε δικούς του πάντα στίχους με τα οποία έχει ήδη κυκλοφορήσει δύο CD δικής του παραγωγής και τώρα ετοιμάζει το τρίτο. Ακόμα και έτσι όμως είναι κυρίως η περιέργεια που σε σπρώχνει να παρακολουθήσεις μία από έναν κύκλο τεσσάρων συναυλιών που θα πραγματοποιήσει ο Γιώργος Πατεράκης, όπως είναι το όνομα αυτού του ολοφάνερα αρκετά παράξενου τύπου. Πρώτον διότι ο χρόνος σου είναι όπως πάντα περιορισμένος και δεύτερο και κυριότερο γιατί στο πίσω μέρος του μυαλού σου δεν μπορεί να μην υπάρχει η σκέψη «αν είναι τόσο καλός γιατί δεν εμφανίζεται πιο συχνά και αυτή είναι η πρώτη μόλις φορά που μαθαίνω ότι παίζει κάπου;».

 

Τα τραγούδια του Γιώργου Πατεράκη μοιάζουν με ελάχιστα άλλα που έχετε ακούσει, όχι λόγω περιεχομένου αλλά εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο τα γράφει. Δεν είναι ένας ακόμα τραγουδοποιός, κάποιος που γράφει τραγούδια αλλά ένας αληθινός συνθέτης ο οποίος κάποια στιγμή επέλεξε να γράφει τέτοια και ως συνθέτης τα προσεγγίζει, Η μέθοδος του είναι να βασίζεται (δηλαδή σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό να διασκευάζει αλλά με τρόπο που να τα κάνει αγνώριστα!) ή να εκκινεί από ένα απίστευτο εύρος ακουσμάτων, από άριες ορατορίων του Μπαχ, μεσαιωνική φωνητική μουσική και ragtime μέχρι την παραδοσιακή μουσική μας, το ρεμπέτικο, καντάδες αλλά ακόμα και τουρκικά (!) τραγούδια. Υπάρχουν βέβαια και πολλές εντελώς πρωτότυπες δικές του συνθέσεις αλά και οι περισσότερες από αυτές αποτίουν, άμεσα ή έμμεσα, φόρο τιμής σε κάποιο ιδίωμα ή και συγκεκριμένο δημιουργό. Με αυτή την τόσο πολυσυλλεκτική γραφή του επενδύει τους στίχους του, ευφυέστατους, ουσιώδεις αν όχι καίριους, γεμάτους με αμέτρητες, εσωτερικές και μη, ανατροπές και πάρα πολύ, σχεδόν αστείρευτο, χιούμορ.

 

Το λιτό ενόργανο σύνολο που χρησιμοποίησε σε αυτή την περίπτωση περιλάμβανε φυσικά το πιάνο του, σε ορισμένα σημεία μάλιστα που απαιτούσαν τέσσερα χέρια με τη συνδρομή μιας ακόμα εκτελέστριας συν ένα τρίο εγχόρδων (βιολί, βιόλα και βιολοντσέλο) και έναν κιθαρίστα ο οποίος έπαιζε και μαντολίνο. Του ήταν όμως υπεραρκετό για να αποδώσει με πληρότητα την τόσο μεγάλη υφολογική και στιλιστική γκάμα των τραγουδιών του συνοδεύοντας ένα μεικτό φωνητικό κουαρτέτο (τρεις ερμηνεύτριες και ένας ερμηνευτής) και μία επίσης μεικτή εξαμελή χορωδία η οποία ενίσχυε το προηγούμενο σε κάποια σημεία.

 

Το τι ήταν σε θέση να κάνει με αυτές τις δέκα φωνές και τα πέντε όργανα ήταν πραγματικά εκπληκτικό. Αναφέρω μόνον ενδεικτικά ότι δεν απαιτείται απλό ενορχηστρωτικό ταλέντο αλλά και εξαντλητικά λεπτομερειακή γραφή για να αναθέσεις σε κλασικά έγχορδα, διατηρώντας απόλυτα το ηχόχρωμα και τον χαρακτήρα τους, τον ρόλο που έχουν στην jazz τα ensembles των πνευστών δίχως το αποτέλεσμα να είναι ατελές ή ακόμα και γελοίο. Ή τη φωνητική γραφή του (με γαλλικούς στίχους προφανώς) «Ca Sent La Rose», περισσότερο σύνθετη και περίτεχνη στα λίγα λεπτά της από όσο καταφέρνουν άλλοι με ένα φωνητικό σύνολο σε όλη την διαδρομή τους και την μελοποίηση ενός σονέτου από τον «Δον Κιχώτη» με τόσο αυθόρμητο και άμεσο τρόπο σα να πρόκειται για σημερινούς στίχους. Όσο για το «Βορονώφ», βασισμένο σε άρθρο του 1934 (!) της εφημερίδας Ριζοσπάστης, αν είναι αξιοθαύμαστο το πώς εντόπισε αυτό το άρθρο το ότι το μετέτρεψε σε τραγούδι αποτελεί αληθινό άθλο!

 

Υπέρ του δέοντος ίσως σεμνός ο ίδιος δηλώνει ότι «δεν κάνω τίποτα άλλο από το να επαναλαμβάνω πράγματα που έχουν ήδη πει άλλοι και μου αρέσουν, απλά προσπαθώ να το κάνω όσο το δυνατόν πιο σωστά και όμορφα». Θα προσέθετα μόνον ότι ο τρόπος αυτός είναι και προσωπικός στον μέγιστο δυνατό βαθμό, κάτι πάρα πολύ σημαντικό που ελάχιστοι/ες διαθέτουν στους πληκτικούς καιρούς μας.

 

Σε έναν δίκαιο κόσμο ο Γιώργος Πατεράκης θα έκανε κάθε σεζόν την «γύρα» των μουσικών σκηνών της Αθήνας όπως τόσοι άλλοι. Επειδή όμως ο κόσμος μας δεν είναι δίκαιος κάνετε τον κόπο να ακούσετε τουλάχιστον τα CD του και, αν μάθετε ότι εμφανίζεται κάπου, φροντίστε να τον παρακολουθήσετε. Δεν θα χάσετε απολύτως τίποτα αλλά αντίθετα θα αποκομίσετε πάρα πολλά...