Ποιος θα σκεφτόταν να μετατρέψει ένα από τα πλέον εμβληματικά έργα του κορυφαίου Νορβηγού δραματουργού του δεκάτου ενάτου αιώνα Ερίκου Ίψεν, το «Εντα Γκάμπλερ», σε όπερα; Μα φυσικά μια ομάδα μουσικού θεάτρου όπως η The Medium Project! Oι συντελεστές της είχαν την ιδέα, την πρότειναν στην καλλιτεχνική διεύθυνση της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ που την αποδέχθηκε πρόθυμα και έτσι, με συμπαραγωγή των δύο φορέων, προχώρησε η υλοποίηση του project.
Η επιτυχία ή μη του συγκεκριμένου έργου (όπως και οποιασδήποτε μετατροπής κλασικού στο είδος του θεατρικού σε όπερα) δεν θα μπορούσε παρά να κριθεί καταρχήν από το λιμπρέτο του και, χωρίς περιστροφές, η Έρι Κύργια έχει κάνει άριστη δουλειά. Θεατρολόγος με στέρεες διεπιστημονικές σπουδές πάνω στο αντικείμενο της και στη συνέχεια με πληθώρα ποικίλων δραστηριοτήτων που αφορούν στο σύνολο της θεατρικής πράξης και όχι μια απλή μεταφράστρια είχε ήδη μεταφράσει το «Έντα Γκάμπλερ» και μάλιστα από την αυθεντική γλώσσα του, τη νορβηγική, για παράσταση στην Αθήνα. Όταν της ζητήθηκε από το The Medium Project να γράψει το λιμπρέτο και μάλιστα στην αγγλική γλώσσα (υποθέτω για λόγους κυρίως μετρικής αλλά και προσωδίας που εξυπηρετούσαν την σύνθεση της μουσικής) επανήλθε στο αυθεντικό νορβηγικό κείμενο και εργάστηκε με βάση αυτό. Η φροντίδα της τέλος όχι απλά για το λιμπρέτο αλλά για το συνολικό αποτέλεσμα φαίνεται και από το γεγονός ότι έκανε η ίδια την μετάφραση στα ελληνικά για τους υπέρτιτλους και όχι ένας/μία από τους υποτιτλιστές της ΕΛΣ όπως κατά κανόνα συμβαίνει.
Με βάση το λιμπρέτο της ο Γιώργος Δούσης συνέθεσε ένα μουσικό έργο απλά εξαιρετικό και, πριν από όλα, με εντυπωσιακή αρτιότητα σε κάθε παράμετρο του. Η γραφή του είναι καίρια και αποφασιστικά σύγχρονη, με αναφορές σε ποικίλα ρεύματα και δημιουργούς του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα και των αρχών του εικοστού πρώτου. Ενσωματώνει δημιουργικά και δεν χρησιμοποιεί απλά στοιχεία από αρκετά ιδιώματα πλην της παράδοσης της κλασικής μουσικής από την οποία προέρχεται η όπερα, καταρχήν από την jazz (απολύτως φυσιολογικό καθώς είναι το...άλλο μουσικό πρόσωπο του αφού, με την ιδιότητα του ως πιανίστας, είναι επίσης η ηγετική φυσιογνωμία των Momo Trio) και το musical αλλά και από τον μινιμαλισμό, την new simplicity, ακόμα και μετρημένα αλλά καθοριστικά ατονικά περάσματα.
Ακόμα και τα κλασικά δομικά στοιχεία της όπερας όπως για παράδειγμα τις άριες δεν τα χρησιμοποιεί με τον τυπικό τρόπο τους αλλά τα εντάσσει στο σύγχρονο πλαίσιο της γραφής του και στο προσωπικό ύφος του. Χαρακτηριστικό της τόλμης με την οποία αντιμετώπισε το ιδίωμα είναι ότι ενώ φυσικά είχε στην διάθεση του την χορωδία της ΕΛΣ επέλεξε να μην υπάρχει τέτοια στο έργο και αυτοπεριορίστηκε σε δύο γυναίκες και τρεις άνδρες μονωδούς. Δεν δίστασε επίσης να περιλάβει αρκετά περισσότερα από όσο είθισται στην παραδοσιακή όπερα μέρη ρετσιτατίβο, δηλαδή πρόζας και όχι τραγουδιού.
Με δεδομένο από την αρχή ότι επρόκειτο για όπερα δωματίου ενορχήστρωσε το έργο για ένα μικρό, επταμελές συγκεκριμένα (πιάνο, βιολί, βιολοντσέλο, φλάουτο, κλαρινέτο, τρομπόνι και κρουστά) σύνολο το οποίο αξιοποίησε περισσότερο και από στο έπακρο, όχι μόνον ως ensemble αλλά και κάθε μεμονωμένο όργανο, τόσο το ηχόχρωμα του όσο και τα εφέ του. Το πιάνο και τα δύο έγχορδα προσδίδουν το δραματικό υπόβαθρο αλλά και περίγραμμα της δράσης, τα πνευστά προσθέτουν αναρίθμητες κατά περίσταση επιθετικές, ειρωνικές ή ακόμα και απροκάλυπτα χιουμοριστικές λεπτομέρειες ενώ τέλος σημαντικότατος είναι ο ρόλος των κρουστών (τα οποία περιλαμβάνουν σχεδόν ολόκληρη την γκάμα τόσο των ρυθμικών όσο και των μελωδικών) που δεν είναι απλά το βασικό ρυθμικό όργανο αλλά κυριολεκτικά σχολιάζουν την δράση, άλλοτε υπαινικτικά με έναν μόνον ήχο και άλλοτε δυναμικά με σύντομες φράσεις. Ο Ανδρέας Τσελίκας, μέλος του The Medium Project και όχι προσκεκλημένος μαέστρος, έχοντας μελετήσει πληρέστατα την τόσο απαιτητική παρτιτούρα διευθύνει υποδειγματικά το ενόργανο αλλά και το φωνητικό σύνολο.
Το τελευταίο στέκεται επίσης σε πολύ υψηλά επίπεδα, τόσο καθένας και καθεμία ερμηνευτής/α όσο και σαν ensemble καθώς υπάρχουν αρκετά ντούο, τρίο ή και μέρη που συμμετέχουν και οι πέντε. Η Γιούλια Ρουτιλιάνο στον δύσκολο και πολύ μεγάλων απαιτήσεων ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο με κέρδισε ανεπιφύλακτα, περισσότερο σημειωτέον για τα υποκριτικά παρά για τα ερμηνευτικά χαρίσματα της. Χωρίς να υποτιμώ καθόλου τους υπόλοιπους θα ξεχώριζα ακόμα τον έμπειρο Χάρη Ανδριανό στον ρόλο του Άιλερ, επίσης κυρίως για τα υποκριτικά προσόντα του που υπερβαίνουν δεόντως εκείνα του μέσου λυρικού ερμηνευτή.
Πρόκειται λοιπόν για τέλεια παράσταση; Αν υπήρχαν μόνο τα παραπάνω θα έλεγα αδίστακτα ναι αλλά, έστω και μουσικό, η όπερα δεν πάει να είναι θέατρο και θέατρο, πριν από όλα, σημαίνει δραματουργία και σκηνοθεσία. Είναι πολλά αυτά που μπορούν να ειπωθούν για την σκηνοθεσία της Ράιας Τσακηρίδη και μπορεί βέβαια να μην είμαι κριτικός θεάτρου αλλά δεν μπορώ και να μην κάνω τις παρατηρήσεις μυ ως θεατής και να μην έχω τιε αντιρρήσεις μου που μόνο λίγες δεν είναι. Ταυτόχρονα όμως αυτό που έκανα ήταν να φροντίσω να ξεχάσω λίγο μετά το φινάλε ότι αυτό που είδα ήταν η εκδοχή σε όπερα ενός έργου του Ιψεν και να μείνω σε ένα θαυμάσιο έργο σύγχρονου μουσικού θεάτρου που απλά εκκινεί από ένα ιψενικό θεατρικό (ενώ θα μπορούσε πολύ ωραία να είναι πρωτότυπο).
Δεν μπορώ λοιπόν παρά, αν βέβαια αγαπάτε το μουσικό θέατρο, να σας προτείνω ανεπιφύλακτα να παρακολουθήσετε μιαν από τις τρεις τελευταίες παραστάσεις του στις 1, 2 και 3 Φεβρουαρίου με μόνη διαφορά από τις τρεις πρώτες ότι τον πρωταγωνιστικό ρόλο αντί για την Γιούλια Ρουτιλιάνο θα υποδύεται η Ιρένα Αθανασίου.