Οι Polis Ensemble είναι ένα σεξτέτο που αποτελείται από σολίστ οι μισοί εκ των οποίων είναι διακεκριμένοι στο ευρύτερο φάσμα της ελληνικής μουσικής δίχως αυτό να σημαίνει βέβαια ότι υστερούν καθόλου οι υπόλοιποι. Μοιάζουν αρκετά, πριν από όλα από ενεορχηστρωτικής πλευράς, με τους Takim με την πολύ βασική διαφορά ότι ενώ αυτοί εστιάζουν κυρίως στον αυτοσχεδιασμό και στο (ξεσηκωτικό!) ομαδικό παίξιμο οι Polis Ensemble αντίθετα επενδύουν στα σολιστικά μέρη και ιδιαίτερα στην αυτοσχεδιαστική διάσταση τους. Οι περισσότερες συνθέσεις τους έχουν τη δομή ενός θέματος που εκτίθεται από το σύνολο των οργάνων αλλά με ένα να πρωταγωνιστεί κάθε φορά που στη συνέχεια αυτοσχεδιάζει για περισσότερο ή λιγότερο διάστημα πριν γίνει η επιστροφή στο θέμα από όλο το ensemble και το φινάλε.

Ολοφάνερα την πρώτη θέση έχει το πολίτικο λαούτο του (βιρτουόζου των περισσοτέρων νυκτών οργάνων) Αλέξανδρου Καψοκαβάδη και αμέσως μετά η λύρα του Γιώργου  Κοντογιάννη. Αντίθετα σαφώς πιο περιορισμένα είναι όχι μόνο το σαντούρι του Στέφανου Δορμπαράκη αλλά και το νέι του – γνωστού και με τεράστια εμπειρία –Νίκου Παραουλάκη με το χαρακτηριστικό και σαγηνευτικό ηχόχρωμα του. Το παίξιμο του Θεόδωρου Κουέλη στο κοντραμπάσο (κατά ένα μεγάλο μέρος της συναυλίας με δοξάρι, πράγμα αρκούντως ασυνήθιστο για το ιδίωμα) είναι αυτό που, μαζί με την συνολική έμφαση στον αυτοσχεδιασμό, υπογραμμίζει το jazz στοιχείο το οποίο προφανώς έχει σημαντικό ρόλο στην προσέγγιση των P. E. Ξεχωριστή μνεία τέλος αξίζει σίγουρα στον Μανούσο Κλαπάκη, έναν όχι απλά δεξιοτέχνη αλλά και ευφυέστατο μουσικό ο οποίος κατορθώνει να ισορροπεί ακριβώς ανάμεσα στην ιδιότητα του ντράμερ και του εκτελεστή παραδοσιακών (και μη) κρουστών χωρίς να γίνεται ούτε το ένα ούτε το άλλο μα με έναν καθαρά προσωπικό του και κάποιες στιγμές συναρπαστικό τρόπο.

 

 

Ολοι τους εξαίρετοι μουσικοί, η παραμικρή αμφιβολία για αυτό, ως σύνολο όμως, για εμένα τουλάχιστον, είναι ελαφρώς «υποτονικοί» και, ακόμα σημαντικότερο, μερικές φορές μου άφησαν την αίσθηση ότι, υποσυνείδητα πιθανότατα, έπαιζαν για τον εαυτό τους, ίσως και για μερικούς ομοτέχνους τους που παρακολουθούσαν τη συναυλία αλλά όχι και για τον απλό ακροατή ο οποίος χρειάζεται ένα τουλάχιστον στοιχείο το οποίο θα του τραβήξει την προσοχή και βέβαια θα την διατηρήσει.

 

 

Περισσότερο από σχήμα Dretta είναι ένα project του ντράμερ Βασίλη Γιασλακιώτη που, κατά τη γνώμη μου, πριν και πάνω από όλα ενδιαφέρεται να εξερευνήσει την ambient διάσταση του ήχου. Αυτό το κάνει με όχημα κατά πρώτον το rock και πολύ λιγότερο την jazz. Την κεντρική θέση στο ηχητικό οικοδόμημα τους έχει η ηλεκτρική κιθάρα του – αδελφού του εμπνευστή του project - Αποστόλη Γιασλακιώτη ο οποίος είναι φανερό ότι έχει μελετήσει περισσότερο και από επισταμένως το ύφος του… David Gilmour των Pink Floyd! Οχι μόνο και τόσο το πως παίζει αλλά κυρίως το πως χρησιμοποιεί τα εφέ, επηρεάζοντας ή και αλλάζοντας δραστικά το ηχόχρωμα της κιθάρας αλλά διατηρώντας πάντα τον διαυγέστατο, σχεδόν «κρυστάλλινο» ήχο – σήμα κατατεθέν του.

 

 

Dretta

 

 

Ο Α. Γιασλακιώτης έχει κατορθώσει όχι να κοπιάρει αυτόν τον ήχο αλλά να τον προσαρμόσει στα δικά του δεδομένα ώστε να τον χρησιμοποιεί όπως θέλει εκείνος. Με αιχμή του δόρατος λοιπόν την κιθάρα του και το ευρηματικό παίξιμο αλλά και τα ουκ ολίγα εντυπωσιακά αυτοσχεδιαστικά σόλο του Β. Γιασλακιώτη στα ντραμς οι Dretta παραθέτουν τις μερικές φορές γοητευτικότατες ατμόσφαιρες τους οι οποίες, όταν ο Γιάννης Βουτσινάς αφήνει το μπάσο για να πιάσει το κοντραμπάσο με τα ντραμς να ακολουθούν ανάλογα, γίνονται περισσότερο jazz παρά rock.

 

Θα είχα την ίδια ακριβώς αίσθηση και θα έγραφα τα ίδια για τους Dretta αν ήταν τρίο ή αν υπήρχε ένα οποιοδήποτε τέταρτο όργανο, για παράδειγμα βιολί. Φοβάμαι ότι αυτό ακριβώς ισχύει και για την κρητική λύρα του θαυμάσιου δεξιοτέχνη Πάρι Περυσνάκη η οποία περιοριζόταν στο να «χρωματίζει» και όχι συνεχώς και η μοναδική φορά που έκανε όντως αισθητή την παρουσία της και ανέδειξε το ηχόχρωμα της ήταν παίζοντας την μελωδία σε μιαν εκτέλεση του «Αγάπη Μέσα Στην Καρδιά» του Μάνου Χατζιδάκι ενώ οι υπόλοιποι αυτοσχεδίαζαν! Οφείλω να ομολογήσω πάντως ότι, καθώς η σχέση μου με την παραδοσιακή μουσική δεν ήταν ποτέ βιωματική αλλά μάλλον «εγκυκλοπαιδική» και από ένα σημείο της ζωής μου και μετά, η εμφάνιση των Dretta παρουσίασε προσωπικά για εμένα αρκετά περισσότερο ενδιαφέρον από εκείνη των Polis Ensemble.

 

Συνολικά άριστοι ως μονάδες μουσικοί, δύο σαφέστατα αξιόλογα σύνολα, μια συναυλία με πολλές όμορφες στιγμές αλλά το ερώτημα που με απασχολεί πολλά χρόνια τώρα έμεινε για μιαν ακόμα φορά αναπάντητο. Η παραδοσιακή μουσική, η ελληνική όπως και οποιαδήποτε άλλη, μπορεί τελικά να ανανεωθεί με προσμίξεις της με άλλα ιδιώματα ή αυτό είναι εφικτό μόνο με την συνειδητή και συστηματική εξέλιξη των δομικών στοιχείων της;