Πολλάκις φαντάζομαι έχουν εντρυφήσει οι μουσικόφιλοι στις αρκετές είναι η αλήθεια βιογραφίες μουσικών της ημεδαπής που κυκλοφορούν τα τελευταία 15 χρόνια. Και λέω τα τελευταία δεκαπέντε αυτά χρόνια διότι πια υπάρχει και η ιστορική απόσταση για να κριθούν μερικά ζητήματα και θέματα αλλά και η πανεπιστημιακή και ακαδημαϊκή μεθοδολογία που μπορεί να αποτιμήσει δυναμικές και συντεταγμένες πεδίων που ανήκουν σε μια γλώσσα που εννίοτε οι καταγραφές της είναι αποκλειστικά λεκτικές και όχι αρχείου. Και είναι ευτύχημα που το βιβλίο της Σόνιας Κοζιού, η οποία είναι διδάκτορας στην Ανθρωπολογία της Μουσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών έρχεται να προστεθεί στη βιβλιογραφία που αφορά την αρμολόγηση γνωσιολογικού ιστού γύρω από την παραδοσιακή μουσική της πατρίδας μας.
Ακόμα κι αν ο υπότιτλος του βιβλίου «Από το χοροστάσι στην πίστα» (εκδόσεις Πεδίο) είναι το φαινομενικά περιοριστικό «Φύλο και παραδοσιακή μουσική στην περιοχή της Καρδίτσας» εντούτοις να είστε σίγουροι ότι θα βρείτε τις αποτυπώσεις που μπορούν να ιχνηλατηθούν σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης (ειδικότερα της ηπειρωτικής) όπου στήθηκε ένα πατάρι και ανέβηκαν μουσικοί με σκοπό την αναπαραγωγή κλασσικών δημωδών και δημοτικών τραγουδιών στα πλαίσια ενός πανηγυριού.
Οι αφορμές ήταν πάντα πολλές στην Ελλάδα για πανηγύρια και όχι πάντα άρρηκτα δεμένες με κάποια θρησκευτική εορτή και άλλο τόσο αναπόδραστη διαγράφεται η πορεία πολλών γυναικών μέσα στο χώρο αυτό δεδομένων των κοινωνικών συνθηκών που καλούπωναν με πύρινη ρομφαία όχι μόνο τη θέση αλλά και το μελλούμενο βήμα της έκαστης αοιδού.
Η Κοζιού ενώ επιμένει σε προσωπικές καταγραφές/μαρτυρίες πολλών γυναικών που είχε τη δυνατότητα να συνομιλήσει μαζί τους, πρωταγωνίστριες σε αυτή την επώδυνη για αυτές πολλές φορές παλαίστρα, καταφέρνει (ακόμα και όταν είναι φανερή η υπέρβαση του ρόλου της ως συλλέκτη και αναλυτή) να συγκρατήσει τη σχεδόν αυτονόητη συναισθηματικότητα που και ως άνθρωπος αλλά και ως γυναίκα ανέπτυξε στην επαφή της με αυτές. Καταφέρνει επίσης σε καμία περίπτωση να μη γλιστρήσει σε κάποια κοινότυπη καταγγελτική γραμμή άτοπου φεμινισμού, κάνοντας ακόμα και φανερή ανά σημεία την προσπάθεια της να παραμείνει ως επιστήμων και όχι ως εμπλεκόμενη συναισθηματικά (μιας και η Καρδίτσα αποτελεί και γενέθλιο τόπο της) με το αντικείμενο μελέτης.
Να σημειώσουμε το καλό εξώφυλλο, το κουραστικό στα μάτια λευκό χαρτί που είναι πεπερασμένης αισθητικής και τη λάθος τοποθέτηση των φωτογραφιών στο τέλος μιας και θα ήταν πολύ καλύτερα να βρίσκονταν στη μέση ώστε να συνδέει πιο άμεσα ο αναγνώστης την πληροφορία λόγου και εικόνας.
Η εξαιρετική βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος της έκδοσης μπορώ να πω επίσης ότι με ώθησε προσωπικά να ψάξω και άλλους τίτλους μουσικής ανθρωπολογίας που όντας στα στενά πλαίσια της ακαδημαϊκής και πανεπιστημιακής κοινότητας υπάρχουν φορές που δε φτάνουν παρά μόνο επιλεκτικά στα ράφια των βιβλιοπωλείων, πόσο μάλλον σε δημοσιεύσεις και πεδία κριτικών, κάτι που είναι πραγματικά άδικο μιας και χρειαζόμαστε άμεσα ανάλογες σοβαρές αρχειοθετήσεις στην παραδοσιακή μουσική της χώρας, μια από τις οποίες σαφώς και με τις όποιες αντιρρήσεις αποτελεί και το βιβλίο της Σόνιας Κοζιού.