Σε μιαν εποχή που τραγουδοποιοί θεωρούν αυτονόητο ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα μόνοι τους δίχως να είναι καθόλου δεδομένο ότι ισχύει αυτό ή συνθετών που πελαγοδρομούν δοκιμάζοντας τον έναν στιχουργό μετά τον άλλο, είναι πραγματικά πολύ ευχάριστο να βλέπει κανείς δύο νέους ανθρώπους να συνεργάζονται με απολύτως διακριτούς ρόλους αλλά και ισότιμα και με προοπτική αυτό να συνεχίσει να συμβαίνει σε βάθος χρόνου. Φέρνει στο νου άλλες, πολύ πιο ευτυχισμένες περιόδους του ελληνικού τραγουδιού με ανάλογα - και πολύ ισχυρά - καλλιτεχνικά δίδυμα ή τριάδες.
Ο Γιάννης Μαθές είναι ιδιαίτερη περίπτωση καταρχήν ερμηνευτή αφού με αυτή την ιδιότητα του τον γνωρίσαμε. Με σπουδές ακόμα και λυρικού τραγουδιού, κάτι που ελάχιστοι ερμηνευτές του είδους του θα σκέφτονταν καν να κάνουν, σπούδασε επίσης θεωρητικά και πιάνο, δείχνοντας ότι πρόκειται για κάποιον ο οποίος προσεγγίζει την μουσική πολύ σοβαρά, ολοκληρωμένα και σε βάθος. Ως τραγουδιστή τον ανακάλυψε η Δήμητρα Γαλάνη το ’98, το γεγονός ότι μετά από αυτό παρακολούθησε μαθήματα χορού, κινησιολογίας, ακόμα και υποκριτικής φανερώνει πόσο συνειδητά προσπαθεί να εξελίσσει και να τελειοποιεί αυτή την πλευρά του. Μετά από όλα αυτά πιστεύω ότι η σύνθεση πρέπει να του προέκυψε αυθόρμητα, ως ένας ακόμα τρόπος να εκφραστεί μουσικά με δικές του δημιουργίες και όχι μόνον ερμηνεύοντας τραγούδια άλλων.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο μπαίνει στο κάδρο ο Μάνος Σαγκρής καθώς όλα τα μέχρι στιγμής τραγούδια του Γιάννη Μαθέ είναι σε δικούς του στίχους ενώ αντίστοιχα και για εκείνον είναι ο πρώτος και μοναδικός ως τώρα συνθέτης με τον οποίο έχει συνεργαστεί. Πρώτο δείγμα της συνεργασίας τους ήταν το «Οι Αιρετικοί» που απέσπασε το δεύτερο βραβείο στους 4ους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού τους οποίους διοργάνωνε επί μία πενταετία το Ελληνικό Σχέδιο του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Ακολούθησε το «Παιδί» που επίσης διακρίθηκε με την πρώτη θέση στον διαγωνισμό νέων δημιουργών του 39ου River Party. Αμφότερα υπάρχουν στο «Ανήλικο», το δεύτερο μάλιστα λειτούργησε και ως το single – προπομπός του.
Δεν είναι τυπικό, ούτε και προφανώς συνηθισμένο, το ότι αυτά τα δύο τραγούδια υπάρχουν στο album. Αντίθετα θεωρώ ότι υπογραμμίζει το δεύτερο πολύ σημαντικό στοιχείο του, μετά από το ότι σηματοδοτεί την εμφάνιση ενός νέου και συγκροτημένου δημιουργικού διδύμου, το ότι πρόκειται για το είδος του ξεχασμένου και πολύ σπάνιου πλέον στον καιρό μας concept δίσκου. To concept αυτό δεν είναι άλλο από εκείνο που υποδηλώνει σαφέστατα ο τίτλος «Ανήλικο», οι μνήμες δηλαδή από την παιδική ηλικία, το πώς διαμορφώνουν τον ενήλικο εαυτό μας αλλά και την ανάγκη να διατηρούμε πάντα ζωντανό μέσα μας το παιδί που ήμασταν κάποτε, τουλάχιστον την αθωότητα του και την πρόθεση/επιθυμία του να προσεγγίζει τους άλλους την οποία οι δυσκολίες της ενήλικης ζωής τείνουν να μειώνουν ή και να εξαφανίζουν.
Στο σημείο αυτό είναι αδύνατον να μην θυμηθείς ότι όχι πολλούς μήνες πριν είχε κυκλοφόρησε, από την Μικρή Άρκτο του Παρασκευά Καρασούλου και πάλι, ένας άλλος δίσκος με πάρα πολύ κοντινό, αν όχι ακριβώς το ίδιο concept. Εννοώ το «Τρίτη Έξοδος» σε μουσική Σπύρου Παρασκευάκου, στίχους Γιάννη Βασιλόπουλου και ερμηνεία Δήμητρας Σελεμίδου και αυτή η τόσο κοντινή συγκυρία σε ωθεί, ακόμα και αν δεν το θέλεις, σε συγκρίσεις.
Ο Γιάννης Μαθές δείχνει ακόμα να ανιχνεύει το τρόπο γραφής του... Οι στίχοι του Μάνου Σαγκρή όχι μόνον αποτυπώνουν πολύ πιο... ώριμα, ολοκληρωμένα αλλά και ρεαλιστικά, με λιγότερο συναισθηματισμό δηλαδή, τα βιώματα της παιδικής μα και της εφηβικής ηλικίας αλλά επιπλέον ιχνογραφούν με αδρές γραμμές τουλάχιστον το περίγραμμα της - έσωθεν και έξωθεν, με άλλα λόγια στις συμπεριφορές - επίδρασης τους στον ενήλικο.
Οι ενδιαφέρουσες και όμορφες ενορχηστρώσεις, εξίσου πολυσυλλεκτικές με το ύφος ή ακόμα και το ιδίωμα κάθε τραγουδιού, που έχει κάνει ο ίδιος ο Γιάννης Μαθές συμπληρώνουν αυτό το όμορφο «Ανήλικο» που τελικά μάλλον μεγάλωσε, με την καλύτερη έννοια της λέξης, αρκετά πριν της ώρας του. Μοναδική μου σοβαρή ένσταση και σημείο που θα έλεγα στον Γιάννη Μαθέ να προσέξει είναι όχι γενικά τα ελληνικών καταβολών, αλλά συγκεκριμένα τα πιο λαϊκότροπα τραγούδια του, πριν από όλα γιατί θεωρώ ότι δεν ταιριάζουν το ηχόχρωμα της φωνής του.
Κατά τα άλλα έχουμε να κάνουμε με έναν σημαντικό και ουσιώδη δίσκο που δίνει ακόμα περισσότερες υποσχέσεις για το μέλλον και για αυτό ελπίζω οι δύο δημιουργοί του να συνεχίσουν μαζί, με την ίδια έμπνευση μα και, εξίσου απαραίτητη, σύμπνοια.