Η Πηγή Λυκούδη αποτελεί σήμερα μια από τις πιο ενεργητικές συνθέτριες στο χώρο της ελληνικής μουσικής. Το βασικό corpus του έργου της βασίζεται στον ποιητικό λόγο (Παλαμάς, Ρίτσος, Βρεττάκο, Μόντης κ.ά) και η δραστηριότητά της έντονη εντός και εκτός της Ελλάδας. Παράλληλα είναι καλλιτεχνική υπεύθυνη του πολιτιστικού χώρου Galerie Δημιουργών, στα βόρεια προάστια, όπου διοργανώνονται αφιερωματικές βραδιές και συναυλίες σε μια σύζευξη των τεχνών. Βασικό χαρακτηριστικό της τέχνης της ο μελωδικός άξονας μιας ελληνοκεντρικής παράδοσης σε μια προσπάθεια συγκερασμού της λόγιας κατεύθυνσης με την τραγουδοποιητική φόρμα βαδίζοντας στα χνάρια μελωδών συνθετών περασμένων γενεών προσθέτοντας όμως και μια, ας μου επιτραπεί το αδόκιμο του όρου, «γυναικεία» ευαισθησία και λυρισμό.
Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε η καινούρια της δισκογραφική εργασία «Ο πόνος όλου του κόσμου» όπου περιλαμβάνονται εννέα μελοποιημένα ποιήματα του άγνωστου στο ευρύ κοινό Ρωμανιώτη ποιητή Γιωσέφ Ελιγιά (1901-1931) καθώς και η μουσική προσέγγισή της σε ένα από τα ποιήματα ορόσημα του εικοστού αιώνα, τη «Φούγκα του θανάτου» του γερμανόφωνου Ρουμάνου Πάουλ Τσέλαν (1920-1950). Οι ερμηνείες ανήκουν στη Νένα Βενετσάνου ενώ συμμετέχει στην αφήγηση της «Φούγκας» ο Γρηγόρης Βαλτινός. Στην καλαίσθητη και πληθωρική έκδοση (120 σελίδες) βιβλίο -cd περιλαμβάνονται σε τρεις γλώσσες, Ελληνικά Αγγλικά και Γαλλικά, εκτός από τα κείμενα της Πηγής Λυκούδη και της Νένας Βενετσάνου, σχετικά με τη μουσική, τη ζωή και το έργο των ποιητών, κείμενα των Γιώργου Μονεμβασίτη, Λεόν Νάρ, Ελένης Κουρμαντζή, και Ιωάννας Αβραμίδου. Θα πρέπει τέλος να σημειωθεί οτι όλη η έκδοση είναι μια ευγενική χορηγία του Νώε Γιουσουρούμ.
Η μουσική προσέγγιση της Λυκούδη στο έργο του Ελιγιά είναι μια τρυφερή μουσική ελεγεία στην ποιητική τού ριζοσπάστη σοσιαλιστή ποιητή και διανοούμενου με αφομοιωμένους τους ρυθμούς του λαϊκό-δημοτικού τραγουδιού και της λυρικής μπαλάντας. Όπως σημειώνει στο σχετικό του κείμενο ο Μονεμβασίτης: «Η ελληνικότητα της μουσικής που έπλασε είναι φανερή, αν και ενίοτε είναι αντιληπτό το μπόλιασμα με «ευρωπαϊκά» στοιχεία- που ωστόσο έχουν αφομοιωθεί από το ελληνικό τραγούδι. Διαφορετικοί ρυθμοί συνυπάρχουν συχνά ανά δύο στο ίδιο τραγούδι!». Έτσι συναντάμε το αργό τσιφτετέλι, τον συρτό, το ζεϊμπέκικο, τη μπαλάντα, το βαλς κ.ά. Η φωνή της Βενετσάνου όπως πάντα εξισορροπεί τον λυρισμό και τον επικό τόνο κρατώντας αποστάσεις από το μελοδραματισμό και την στομφώδη έκφραση.
Η κορωνίδα όμως της μέχρι τώρα εργογραφίας της Λυκούδη και ένα από τα σημαντικότερα μουσικά έργα άμα τη εμφανίσει του στο χώρο της μελοποιημένης ποίησης, είναι κατά τη γνώμη μου τα 9.53 λεπτά της μουσικής σύνθεσής της στη «Φούγκα του θανάτου» καθώς και το πρελούδιο των έξι λεπτών που τη συνοδεύει. Σε αυτή τη μελοποίηση- μουσική ανάγνωση η Λυκούδη απελευθερώνεται από τις ανάγκες της τραγουδοποιητικής σύνθεσης, αλλά και από τον ίδιο τον μελωδικό συναισθηματισμό έως θα έλεγα και συντηρητισμό, που συναντάμε σε άλλα έργα της και μας παρουσιάζει ένα έργο που αισθάνεσαι ότι αναβλύζει από τους στίχους του ποιήματος, που αναδεικνύει εκτός από τον λόγο, τη σύνθεση ως ένα μουσικό μονόπρακτο όχι εγκεφαλικής ή ακαδημαϊκής αισθητικής, αλλά υψηλής ευαισθησίας και πνευματικότητας.
Η πολυρυθμική μουσική ανάγνωση των λεκτικών μοτίβων του ποιήματος, ο τρόπος που επιλέγει, αναπτύσσει και επαναλαμβάνει μουσικά τις φράσεις, η ενδογενής μουσική θεατρικότητα μέσα από το επιλεγμένο ηχητικό περιβάλλον (εξωτερικοί ήχοι -π.χ. βηματισμοί, κλάματα μωρού, χτυπήματα-, λειτουργική χρήση των μουσικών οργάνων και παύσεών τους -π.χ. η κορύφωση του βιολιού στο στίχο «φωνάζει σκουρύνετε τους ήχους των βιολιών»- απόληξη των ήχων -π.χ. μετά το στίχο «σε πετυχαίνει η μολυβένια του σφαίρα σε πετυχαίνει στο ψαχνό»-) συνθέτουν μια μουσική παρτιτούρα που κάλλιστα αντί για νότες θα μπορούσε να έχει τους στίχους της «Φούγκας». Κι αυτό είναι το σημαντικότερο επίτευγμα οποιουδήποτε συνθέτη καταπιάνεται παντοιοτρόπως με ένα ποιητικό έργο.
Η Πηγή Λυκούδη σε αυτό το μουσικό της ορόσημο είχε την τύχη να συνοδεύεται από την φωνή της Βενετσάνου στα τραγουδιστικά εμβόλιμα μέρη της σύνθεσης, κυρίως όμως από ένα συγκλονιστικό Γρηγόρη Βαλτινό στην αφήγηση ο οποίος ζωντανεύει με τη φωνή του το ποιητικό λόγο. Είχε την τύχη να συνεργαστεί με σημαντικούς σολίστες μουσικούς (Καραντίνης, Κοκκίνου. Κοντονής, Κουσάκης. Μαμμάς, Mehilli, Παργινός, Χατζόπουλος). Κυρίως όμως είχε το ταλέντο, όπως ήδη ανέφερα, να αναδημιουργήσει μουσικά και όχι απλώς να υποστηρίξει ένα μνημείο της παγκόσμιας λογοτεχνίας και συνάμα της ανθρώπινης τραγωδίας, Να κρατήσει για δεκαέξι λεπτά τον ακροατή μέσα στο πνεύμα του ποιήματος ως εσωτερικό νόημα και εξωτερική μορφή, επιτυγχάνοντας και η ίδια μουσικά την τεχνοτροπία του ποιητή: μουσικές αντιστίξεις, κατάργηση της αναμενόμενης μουσικής αφηγηματικής δομής. επιλεκτικές μουσικές ομοιοκαταληξίες και μουσικές παραλλαγές θεμάτων.
Αυτό όμως το έργο της Λυκούδη, δεν ήταν καθόλου εύκολο όχι μόνο γιατί το εμβληματικό ποίημα «Η φούγκα του θανάτου», το «ποίημα του αιώνα» σύμφωνα με τον Βόλφγκανγκ Έμμεριχ, ή «η Γκουέρνικα της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής λογοτεχνίας» κατά τον Τζον Φέλστινερ, είναι γεμάτο συμβολισμούς, παραθέματα και ποιητικές ανατροπές. Δεν ήταν εύκολο γιατί πρόκειται για ένα ποίημα με μνήμη. Η φρικαλέα μνήμη και εμπειρία του εικοσιτετράχρονου τότε Τσέλαν από το ρουμάνικο στρατόπεδο συγκέντρωσης και ο χαμός των γονιών του σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Παρ’ όλα αυτά ο ποιητής δεν ανασυνθέτει τις τραγικές του εικόνες, αλλά πλάθει ένα οικουμενικό ποίημα κρυπτογραφικό και συνάμα κραυγαλέο προσπαθώντας να απαντήσει στο τυραννικό ερώτημα του πώς ένας προοδευτικός πολιτισμός γίνεται ταυτόχρονα ο ίδιος εκφραστής των πιο σκληρών και βάναυσων ενστίκτων του. Το πώς ο πολιτισμός που γέννησε τον Μπαχ, «ο θάνατος είναι μάστορας από την Γερμανία» όπως λέει το ποίημα, γίνεται ο ίδιος ένας απάνθρωπος Ναζιστής που συνοδεύει, όπως είναι ιστορικά γνωστό, τους μελλοθάνατους στα στρατόπεδα με τους ήχους των έργων του Μπαχ, τις φούγκες, δηλαδή, που έπαιζαν οι ορχήστρες των κρατουμένων. Η απάντηση ωστόσο κοιτώντας την ιστορία, δεν ήρθε ποτέ. Ή τουλάχιστον, δεν ήρθε ακόμα.