Η  νέα δισκογραφική εργασία του Χρήστου Λεοντή, «Η φλόγα που καίει» [κατά το Βαρναλικό «Το φως που καίει»] σε στίχους του Δημήτρη Λέντζου νοτισμένη από την αύρα τριών νέων φωνών, του Θοδωρή Βουτσικάκη, του Αλέξανδρου Τσιωνά και της Ιωάννας Φόρτη παρουσιάζει ένα σοφό πλην παροπλισμένο δόγμα: «ο πιο σύντομος δρόμος είναι η ευθεία». Με ξεκάθαρο μήνυμα την αισιοδοξία όχι ως στεγνή ρητορική αλλά ως αποτέλεσμα εναγώνιου πείσματος. 
 
Συνεπέστατος στην καλλιτεχνική του πράξη ο 77χρονος Χρήστος Λεοντής, προσθέτει μιαν ακόμα ψηφίδα στο συνολικό του έργο, έργο αλληλοσυμπληρωμένο και ανατροφοδοτούμενο υποστηρίζοντας με αυτή την εργασία τα ίδια ακριβώς που είχε σημειώσει στο οπισθόφυλλο ενός όχι και τόσο γνωστού του δίσκου, του τρίτου του κατά σειράν το 1971, με τον τίτλο «Δώδεκα παρά πέντε»
Ο δίσκος μου αυτός, ύστερα από την τετράχρονη καλλιτεχνική μου απουσία, έρχεται σαν μια συνέχεια της παλιότερης δουλειάς μου. Εξακολουθώ να πιστεύω στη ζωή και στη χαρά της ζωής, την περηφάνια και την ηρωική αντιμετώπιση της ύπαρξης της ζωής του ανθρώπου. Χωρίς συμβιβασμούς στο τρεχάμενο πνεύμα του «ζούμε και ψευτοζούμε» θέλησα να τραγουδήσω και σ’ αυτό μου το δίσκο όπως εγώ νιώθω κι όπως αισθάνομαι να νιώθει κι ο συγκαιρινός μου συνάνθρωπος. Με τη βαθύτερη πίστη πως «η ζωή είναι ωραία, οποιαδήποτε κι αν είναι» (Τολστόι) τραγουδώ τη διαρκή και ασίγαστη κατάφαση μου στη ζωή, αρνούμενος τον θάνατο. «Δεν υπάρχει ο θάνατος όσο υπάρχουμε». 
 
Ακούγοντας λοιπόν σήμερα τη νέα του δισκογραφική εργασία, είμαι σίγουρος πως ο ακροατής δεν θα άλλαζε ούτε γράμμα από τα όσα πρέσβευε ο Λεοντής πριν 45 και πλέον χρόνια.  Οι μελωδίες του πιάνουν το νήμα από τις παλαιότερες δουλειές του και τις εργασίες του στο θέατρο. Για αυτό και κάλλιστα τα διονυσιακού τύπου τραγούδια του δίσκου θα μπορούσαν να έχουν λειτουργήσει και σε μια αριστοφανική κωμωδία (με τη λαμπρή και παραγωγικότατη πορεία του σε αυτόν τον χώρο] και τα λυρικά και δυτικότροπα τραγούδια όπως και τα καλομετρημένα λαϊκά, ως μια συνέχεια και όχι επανάληψη αυτής Λεόντειας γραφής. Μια μουσική γραφή που εδώ και πολλά πλέον χρόνια του έχει προσκομίσει δικαίως τον χαρακτηρισμό Λεοντής ο Μελωδός κατά το  Ρωμανός ο Μελωδός.
 
Ο Δημήτρης Λέντζος τώρα, είναι ένας σύγχρονος πολυγραφότατος στιχουργός ο οποίος άνοιξε το δρόμο της στιχουργικής του κυριολεκτικά με τα χέρια του αγαπώντας και μελετώντας  τους προπάτορές. του βιωματικά και όχι ακαδημαϊκά. Αδιαφορώντας για οποιεσδήποτε σύγχρονες σειρήνες γραφής και οπλισμένος με την ποιητική του υπόσταση καταφέρνει και σε αυτή τη δουλειά να ισορροπεί ανάμεσα στο στίχο και την ποίηση. Θα έλεγα μάλιστα ότι σε αυτή του την εργασία γίνεται σε πολλά σημεία ακόμα πιο άμεσος μετριάζοντας τις εικονοποιητικές τεχνικές και συνεχίζει να αναζητά τις ρίμες ενδοκειμενικά και όχι εν είδει εντυπωσιασμού.
 
Έτσι, ψάχνει για τις όχι πάντα προφανείς ρίμες ομοιοκαταληκτώντας για παράδειγμα το «Περάσαμε απέναντι» με το «Πήρα τα ναύλα έναντι» ή «Ποιά ποινή πληρώνω εγώ τώρα αρχαία/ με φιλί στο στόμα, στο χέρι μου ρομφαία» και «Της ζωής η σιταρήθρα/ στου καημού τις θημωνιές/ οι χαρές μια δαχτυλήθρα / και οι λύπες μας βροχές»  χωρίς δηλαδή να φείδεται και των λέξεων που εκ πρώτης όψεως ηχούν αντιτραγουδιστικές, έχουν όμως τη θέση και τη σημασία τους.
 
Ο αγαπημένος του χορός ως βίωμα αλλά και ως σημαίνον και σημαινόμενο για ακόμα μια φορά βρίσκει την πολλαπλή θέση του μέσα στους στίχους του, όπως και η αγωνία του ως πολίτης δίνοντας μεταξύ των άλλων αναφορών ένα  στιχουργικό κομψοτέχνημα. Αναφέρομαι στο τραγούδι «Κάτασπρο γιασεμί» ένας φόρος τιμής στους πρόσφυγες δοσμένο με μια ποιητική ευαισθησία μέσα στην αγριότητα της πραγματικότητας. Εν πλήρη γνώση της κατάστασης, δεν μεμψιμοιρεί, αλλά αναζητά ένα αρχέγονο  αίσθημα. Αυτό της αξιοπρεπούς επιβίωσης το οποίο θα το χαρακτήριζα «ελπίδα» αν ως όρος δεν είχε υποστεί τόσο βάναυση κατάχρηση.  
 
Ως προς τους ερμηνευτές του έργου και οι τρεις είναι νέοι, αλλά όχι νεότατοι... Τόσο ο Θοδωρής Βουτσικάκης όσο και ο Αλέξανδρος Τσιωνάς διαθέτουν μια ταυτότητα- προσωπικότητα στη φωνή τους.  Και αυτό είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα, να μπορεί κανείς να αναγνωρίσει αμέσως μια φωνή και παράλληλα να διακρίνει το βάθος της. Και αν αναλογιστεί κανείς ότι στο ελληνικό τραγούδι μάλλον υπάρχει χρεία νέων αντρικών φωνών -και δη σκηνικών φωνών- και όχι τόσο γυναικείων, τότε αντιλαμβάνεται την σημασία τού να αναδεικνύονται νέοι τραγουδιστές και να ζυμώνονται από τις συνεργασίες με συνθέτες. Η Ιωάννα Φόρτη, τέλος,  αισθαντικά και όχι αισθησιακά, λυρικά και όχι μελοδραματικά αναμετριέται με δυο έμπλεα συναισθήματος τραγούδια και κερδίζει . 
 
Συνοπτικά πρόκειται για μια δισκογραφική δουλειά που τρεις νέοι αγωγοί μεταφέρουν ένα παλαιάς κοπής υλικό που ανανεώνει τα κύτταρά του λειτουργώντας έξω από το τον παρόντα καλλιτεχνικό χωροχρόνο κλείνοντας παράλληλα δημιουργικά και με αξιοπρέπεια το μάτι του σε αυτόν.