Έτρεφα ανέκαθεν βαθιά εκτίμηση για τους καλλιτέχνες εκείνους που ψάχνουν και ψάχνονται, δοκιμάζουν, ερευνούν αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες και βαρύγδουπες δηλώσεις. Για τους καλλιτέχνες εκείνους που είναι αφοσιωμένοι στο αντικείμενό τους προσπαθώντας να το αναδείξουν όσο γίνεται περισσότερο και όχι να προβληθούν εκείνοι μέσα από αυτό. Για τους καλλιτέχνες εκείνους που δεν είναι αποκομμένοι από το περιβάλλον τους, αλλά αφουγκράζονται, ζυμώνονται με τις τρέχουσες συνθήκες ώστε να μην αποξενωθούν από το σήμερα, αλλά ούτε και να χάσουν την ταυτότητά τους.

Για τους καλλιτέχνες τέλος που βαδίζουν στους δρόμους των δασκάλων τους, όντας πλέον και οι ίδιοι δάσκαλοι για τους επόμενους, αλλά και μαθητές μαζί. Ο Βαγγέλης Μπουντούνης ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία των καλλιτεχνών. Αρκεί να ψάξει και ν’ ακούσει κανείς την εργασία του, μαζί με τη Μάρω Ραζή, πάνω στη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και των Beatles, αλλά και τις «100 κιθάρες», για να καταλάβει πολλά από τα παραπάνω.

 

Ήταν το 2004 όταν κυκλοφόρησε σε cd η συναυλία με τις 100 κιθάρες (που τελικά ήταν 150) από το Ηρώδειο. Αλλά επειδή τα όρια τα θέτουμε τις περισσότερες φορές για να τα ξεπερνάμε, ο Βαγγέλης Μπουντούνης δεν αρκέστηκε σ’ αυτό. Στις 9 Δεκεμβρίου 2012 το εγχείρημα επαναλαμβάνεται εμπλουτισμένο. Η αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών γεμίζει από κιθαριστές σχεδόν κάθε ηλικίας. Ήταν μία συναυλία με μεγάλο εύρος ακουσμάτων : από κλασσικές μελωδίες μέχρι ελληνικά και ξένα παραδοσιακά τραγούδια, από Μάνο Χατζιδάκι και συνθέσεις του ίδιου του Βαγγέλη Μπουντούνη μέχρι Nino Rota, Astor Piazzolla και Yann Tiersen.

 

Οι εναλλαγές των κομματιών,  η ποικιλία των επιλογών, οι τραγουδιστικές ερμηνείες της Βασιλικής Καρακώστα και της Ελπινίκης Ζερβού συνέβαλαν στη σωστή ροή της συναυλίας που, λόγω και του ρεπερτορίου της, συγκέντρωνε στο ακροατήριό της κοινό διαφορετικών μουσικών καταβολών. Φυσικά συνοδοιπόροι του Βαγγέλη Μπουντούνη και σε αυτή την προσπάθεια ήταν η οικογένειά του. Η σολίστ της κιθάρας Μάρω Ραζή και τα παιδιά τους Λυδία και Κωνσταντίνος Μπουντούνης, σολίστ επίσης στο βιολί και το βιολοντσέλο αντίστοιχα (μας έδωσαν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διασκευή στο «Περασμένες μου αγάπες» του Μανώλη Χιώτη και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου). Άλλωστε, λίγο καιρό μετά τη συναυλία κυκλοφόρησε ο δίσκος «Τα επικίνδυνα» που προέκυψε από τη συνεργασία της Λυδίας και του Κωνσταντίνου Μπουντούνη με τη Βασιλική Καρακώστα. Ένας δίσκος που περιείχε μελοποίηση στίχων του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Ντίνου Χριστιανόπουλου, διασκευές παλιών ρεμπέτικων τραγουδιών και δικά τους κομμάτια, ενορχηστρωμένα όλα στη βάση των εγχόρδων.

 


Ας γυρίσουμε όμως στη συναυλία του Μεγάρου. Ευτυχώς η βραδιά εκείνη ηχογραφήθηκε και μαγνητοσκοπήθηκε και η έκδοση αυτή με το cd και το dvd παρουσιάστηκε πριν από λίγο καιρό στον Ιανό. To cd περιέχει τα περισσότερα κομμάτια της βραδιάς, ενώ στο dvd υπάρχει ολόκληρη η συναυλία.

 

Θα ήθελα να κλείσω το κείμενο αυτό παραθέτοντας κάποια αριθμητικά στοιχεία που έδωσε ο ίδιος ο Βαγγέλης Μπουντούνης τη βραδιά της παρουσίασης της έκδοσης που δείχνουν ακριβώς τη δυσκολία του εγχειρήματος και τον κόπο που κρύβεται πίσω από αυτό:


-Έπαιξαν 198 κιθαριστές που μαζί με τους σολίστ έφτασαν του 204.
-Ο πιο μικρός κιθαριστής ήταν 8 ετών και ο μεγαλύτερος 64.
-Χρειάστηκε όλη η σκηνή του Μεγάρου χωρίς να μείνει ούτε ένα τετραγωνικό που να μην καλυφθεί.

-Οι φωτοτυπίες με τη μουσική που μοιράστηκαν στους κιθαριστές ξεπέρασαν τις 5.500.
-Όταν έπαιζαν όλοι μαζί συχορδίες, οι χορδές που ακούγονταν ήταν 1.210.

-Δεν έγινε ποτέ πρόβα με όλους μαζί. Για πρώτη φορά έπαιξαν όλοι μαζί 2 ώρες πριν από τη συναυλία.

-Οι πρόβες είχαν ξεκινήσει ένα χρόνο πριν, ανά 2 ή ανά 4, μέχρι που έφτασαν να κάνουν πρόβες 50 κιθαριστές μαζί.

 

Ο Βαγγέλης Μπουντούνης γράφει στο σημείωμα της έκδοσης: «Ήθελα, με όση φωνή διαθέτω, να βροντοφωνάξω ότι η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει γιατί μπορεί να δημιουργεί». Κι εγώ με τη σειρά μου νομίζω ότι πίσω από αυτούς τους αριθμούς και τις στατιστικές υπάρχει, αλλά δεν κρύβεται, αυτό που λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος: «...η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει...»