Στο Push the Sky Away κυριαρχεί ένας μυστικισμός και μία κατάνυξη που εκ του αποτελέσματος της ακρόασης, η άλλη σκέψη της Sony για τον χώρο της παρουσίασης του δίσκου που ήταν το εσωτερικό ευαγγελικής εκκλησίας, θα ήταν επίσης εύστοχη. Ο Nick Cave τόσο στους στίχους όσο και στο κομμάτι της σύνθεσης σε αυτόν τον δίσκο έρχεται αντιμέτωπος με τους προσωπικούς του Θεούς και Δαίμονες.
Παρά την συμμετοχή των Bad Seeds, το άλμπουμ φαίνεται τελείως προσωπικό, εσωστρεφές και ενδοσκοπικό. Μία προσωπική αναμέτρηση με το ανώτερο, το Θείο αλλά και το γυναικείο στοιχείο. Ίσως μακριά απ’ ότι θα περίμενε κανείς μετά από πέντε χρόνια μουσικής απουσίας, αλλά και μετά το Dig, Lazarus, Dig!!! (2008), ο Nick Cave και οι Bad Seeds, επέστρεψαν στον ήχο της αναγνωρίσιμης μπαλάντας τους του 1997 (The Boatman’s Call) και του 2003 (Nocturama), χωρίς όμως τη συμμετοχή του Mick Harvey στις κιθάρες, που είναι εμφανής, ειδικά σε κάποια κομμάτια που μοιάζουν ανολοκλήρωτα χωρίς τον ήχο του.
Το πρώτο κομμάτι από τα εννέα του δίσκου είναι το We No Who U R, που ήταν και το πρώτο single του άλμπουμ που δημοσιοποιήθηκε και κινηματογραφήθηκε σε βίντεο κλίπ. Είναι το πιο chill out κομμάτι του δίσκου, από τα λίγα που θα μπορούσε να σιγοτραγουδήσει κανείς ακόμη κι απ’ την πρώτη φορά που το άκουσε, με ενδεικτικό για την συνέχεια των τραγουδιών τον στίχο «There’s no need to forgive».
Το Wide Lovely Eyes είναι μια τυπική μπαλάντα του συγκροτήματος, για τους λυπηρούς αποχαιρετισμούς («You wave, I’m saying goodbye»), με μόνη ηχητική πινελιά ένα διαρκές κι επίμονο ήχο σαν γρατζούνισμα ηλεκτρικής κιθάρας, κοντά στον ήχο του μετρονόμου που υπνωτίζει ή του χρονομέτρου, που μετρά αντίστροφα, και όπως και να ’χει εντείνει μία συνθήκη ή υπογραμμίζει μια εμμονή.
Το επόμενο, Water’s Edge είναι εκείνο το κομμάτι που αναμετράται ίσως καλύτερα με το παρελθόν του συγκροτήματος. Περιέχει μία εσωτερική δύναμη που δεν φωνάζει, αλλά κάνει αισθητή την παρουσία της, με μία κλιμάκωση συναισθήματος, ρυθμού και έντασης, που μόνο σε αυτό το κομμάτι και στο επόμενο κατάφερε να μεταδοθεί στο ακέραιο.
Το επόμενο κομμάτι είναι το Jubilee Street (Δείτε το εδώ). Σκοτεινό, όπως ταιριάζει στις ιστορίες που διηγούνται ο Nick Cave και οι The Bad Seeds και πιο ολοκληρωμένο από άποψη ενορχήστρωσης, με αισθητή πλέον (μουσικά κι όχι εν είδει εφέ) την παρουσία της κιθάρας.
Το Mermaids είναι το πιο λυρικό κομμάτι του άλμπουμ, που παρά τον αισθησιασμό και τον λυρισμό του έχει μία εσωτερική δύναμη και καταφέρνει παρά την υποτονική, σχεδόν ambient μουσική του να ξεχωρίζει και να αφήνει το αίσθημα της εγκατάλειψης και της απόστασης «Mermaids on themselves sat on the rocks, heavy on their touch I watch and watch. Waving me, waving me, they wave and sleep back into the sea». Ωστόσο, αυτή η εγκατάλειψη που διατρέχει πολλά από τα κομμάτια του tracklist δεν αφήνει το συναίσθημα της λύπης αλλά επικοινωνείται σαν αποτέλεσμα δυνατής συνείδησης, που πλέον έχει συμφιλιώσει την πίστη της ακόμη και με τα ανεπιθύμητα ή τα ανεξήγητα «I believe in God, I believe in Mermaids, too».
Το We Real Cool, είναι πραγματικά ένα cool κομμάτι. Μοιάζει περισσότερο σαν demo, ένα κομμάτι σε στάδιο εργασίας που θα μπορούσε να παίζει στο background κι απλώς να εναρμονίζεται με το περιβάλλον που θέλει να περάσει ο δίσκος.
Finishing Jubilee Street είναι ο τίτλος του έβδομου κομματιού και μιλά για το όνειρο στο οποίο βυθίστηκε ο Nick Cave αφότου έγραψε το Jubilee Street. «I just finished writing jubilee street, I lay down on my bed and fall into a tipsy». Προσωπικός ο στίχος, η αναμέτρηση με τους δαίμονες και η μουσική, υπνωτική, βγαλμένη από όνειρο.
Higgs Boson Blues, ένα μπλουζ για ένα ταξίδι στο σωματίδιο Higgs, ή αλλιώς το «σωματίδιο Θεός». Καθόλου τυχαία διαδρομή που δίνει βάρος περισσότερο στην εξιστόρηση του ταξιδιού παρά στη μουσική της υπόκρουση.
Το τελευταίο κομμάτι του δίσκου είναι το ομώνυμο Push the Sky Away. Όπως στο μεγαλύτερο κομμάτι του δίσκου έτσι και σ’ αυτό το τραγούδι δεν υπάρχει αισθητή κορύφωση αλλά μία κλιμάκωση της έντασης που προδίδει την εσωτερική πάλη και την εσωστρέφεια που διαπερνά το άλμπουμ. Σύμφωνα με το τραγούδι, σα να μιλά η φωνή της συνείδησης (σε ελεύθερη μετάφραση) αν κάποιος νιώθει ότι έχει καταφέρει όλα όσα ονειρεύτηκε απλώς… μεταφέρει τον ουρανό λίγο πιο πάνω. Οι ίδιοι οι στίχοι του τραγουδιού λοιπόν είναι που προκαλούν τον Nick Cave και τους Bad Seeds να μας δείξουν τα όριά τους, γιατί προς το παρόν μας έδειξαν ότι είναι ζωντανοί, όμως σίγουρα δεν έπαιξαν με τα όριά τους. «Το πρωταρχικό μέλημα είναι να παραμείνουν οι Bad Seeds δυνατοί και ζωντανοί» δήλωσε ο Nick Cave σχετικά με την κυκλοφορία του δίσκου και το κατάφερε με το παραπάνω. Τώρα μένει να αποδείξει όμως ότι μπορεί κι εκείνος όπως και οι Bad Seeds, να σπρώξουν τον ουρανό λίγο πιο ψηλά.. ελπίζουμε σε λιγότερο από πέντε χρόνια.
* Το Push the Sky Away κυκλοφορεί 18 Φεβρουαρίου από τη Sony Music
Push the Sky Away - Περιεχόμενα:
We No Who U R | Wide Lovely Eyes | Water’s Edge | Jubilee Street | Mermaids | We Real Cool | Finishing Jubilee Street | Higgs Boson Blues | Push The Sky Away
Nick Cave – φωνητικά, πιάνο | Warren Ellis - βιολί, βιόλα, κιθάρες, πλήκτρα, λούπες, φωνητικά | Thomas Wydler - Ντραμς | Martyn Casey - Μπάσο | Jim Sclavunos - Κρουστά | Conway Savage - Φωνητικά
*Ευχαριστούμε τη Sony Music και τον Χρήστο Καρυώτη για την πρόσκληση στην προακρόαση του Push the Sky Away