Ο Γιώργος Καλκάνης είναι μουσικός, πριν και πάνω από όλα, όχι απλά «σολίστ» αλλά ένας εξαίρετος από κάθε πλευρά βιρτουόζος του πιάνου, συνθέτης και ενορχηστρωτής. Συνδυάζοντας όμως όλες αυτές τις μουσικές του ιδιότητες υπήρξε και κάτι άλλο από μουσικός, παράλληλα και εξίσου, δηλαδή εκπαιδευτικός.
Ο Γιώργος Καλκάνης ήταν ένας από την πρώτη ομάδα των καθηγητών που στελέχωσαν το Μουσικό Σχολείο Παλλήνης, το πρώτο και κατά γενική ομολογία το καλύτερο από όλα τα ανάλογά του.
Στους απόφοιτους του Μουσικού της Παλλήνης και οι δύο γιοι του, ο θαυμάσιος κοντραμπασίστας Μιχάλης που κινείται στον χώρο της jazz και γενικότερα της αυτοσχεδιαζόμενης, ακόμα και πειραματικής μουσικής και ο Χρήστος, ένας από τους καλύτερους κλασικούς εκτελεστές του κλαρινέτου της νεότερης γενεάς.
Στις τάξεις του φοίτησαν πολλοί και πολλές καταξιωμένοι και διακεκριμένοι, σε όλους τους επαγγελματικούς τομείς της μουσικής, (εκτέλεση, ενορχήστρωση, σύνθεση), ακόμα και την διδασκαλία της, που διατηρούν τις καλύτερες αναμνήσεις από τον Γιώργο Καλκάνη, ως έναν από τους πλέον ξεχωριστούς καθηγητές τους και αληθινό δάσκαλο.
Ο χρόνος και μόνο που απαιτούσε η εκπαιδευτική δραστηριότητά του υποχρεωτικά περιόρισε κατά πολύ την αντίστοιχη μουσική του Καλκάνη. Υπήρξαν βέβαια κάποιες επενδύσεις του για θεατρικές παραστάσεις, μερικές συμμετοχές του ως ενορχηστρωτή και κυρίως πιανίστα σε ζωντανές εμφανίσεις ερμηνευτών και ένας και μοναδικός δίσκος το 2002, ο πολύ καλός εξολοκλήρου instrumental «Η Χαρά Της Μοναξιάς».
Στο τέλος της περυσινής χρονιάς, μια δεκαπενταετία μετά, ήρθε αυτό που είναι πολύ περισσότερο από την φυσική συνέχεια του με τίτλο «Συνάντηση».
Δεν είναι καθόλου συμπτωματικό ότι θα μπορούσε να γίνει αμοιβαία ανταλλαγή των τίτλων των δύο CD και πάλι να είναι αμφότεροι απολύτως κατάλληλοι! Ο Γ. Καλκάνης αγαπά πολύ την φύση (ειδικά την θάλασσα και το υγρό στοιχείο) και τους ανθρώπους. Επί της ουσίας είναι ερωτευμένος με την ζωή. Αυτές οι δύο αγάπες του είναι όχι απλά η έμπνευση αλλά τα ίδια τα κίνητρά του για να κάνει και να διδάσκει μουσική. Το μέσον όμως για να πραγματώνει αυτές τις αγάπες του με τις δραστηριότητές του είναι ένα και μόνον, αυτό που αποτελεί την πρώτη χρονολογικά αγάπη του, το πιάνο. Για έναν άνθρωπο και δημιουργό λοιπόν σαν αυτόν, η μοναξιά είναι χαρά ακριβώς γιατί του δίνει την ευκαιρία να «συναντά» νοερά ακόμα περισσότερο τις δύο μεγάλες αγάπες του και στη συνέχεια να τις μετατρέπει, πάλι μόνος του και διαμέσου του πιάνου, σε μουσική. Αυτή δεν είναι αγάπη για εκείνον, είναι πάθος και έργο – ή μήπως απλά έργο πάθους;
Όλο αυτό θα μπορούσε πολύ ωραία να είναι ένα όμορφο οικοδόμημα που έχει σχεδιάσει ένας εμπνευσμένος αρχιτέκτονας αλλά σωριάζεται σε ερείπια αν δεν έχει γερά θεμέλια και δεν είναι σωστά κτισμένο. Θεμέλια και κτίστες ταυτόχρονα είναι σε αυτή την περίπτωση το αληθινά πολύ μεγάλο μουσικό ταλέντο του. Πρόκειται για έναν συνθέτη που έχει προ πολλού κατακτήσει τη δική του, πλούσια και γενναιόδωρη, μελωδική, μετά-ρομαντική κατά κύριο λόγο γλώσσα, πολύ πιο κοντά δηλαδή για παράδειγμα στον ύστερο, στοχαστικό ρομαντισμό του Μάλερ παρά στον ορμητικό του Μπετόβεν, με αρκετές ιμπρεσιονιστικές νύξεις και την αδυναμία του στην jazz σε πρώτο πλάνο. Αν και ως πιανίστας έχει παίξει τραγούδια των περισσοτέρων σπουδαίων συνθετών μας, οι δημιουργικές του επιρροές από την ελληνική μουσική είναι – και όχι φυσικά λόγω σνομπισμού! – ελάχιστες, κυρίως από το παραδοσιακό, νησιωτικό ιδίωμα (ίσως και λόγω της περιρρέουσας...θάλασσας) και περισσότερο σε αρμονικό επίπεδο.
Με την σειρά τους οι αρμονίες του είναι εξαιρετικά ευφάνταστες, αλλά εκτελεστικά η μουσική του διακρίνεται από μια σοφή αίσθηση οικονομίας, με τον αυτοσχεδιασμό να παίζει έναν «υπόγειο» ίσως αλλά πολύ σημαντικό ρόλο. Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη για αυτό από τα δύο τελευταία κομμάτια του CD, αμφότερα αυτοσχεδιασμοί του στο πιάνο του σπιτιού του, ηχογραφημένοι σε κοινό κασετόφωνο, διάρκειας 11 και 13 λεπτά αντίστοιχα. Είναι αυτά ίσως, περισσότερο από όλα τα υπόλοιπα κομμάτια, που είναι πιο έκδηλη η σφραγίδα της προσωπικότητας ενός ήρεμου, φιλοσοφημένου ανθρώπου ο οποίος έχει φτάσει στην εσωτερική ειρήνη και αυτό φαίνεται ολοκάθαρα στην έκφραση του μουσικού χαρίσματος του.
Η υπέροχη και όχι μινιμαλιστική σαν ύφος, αλλά εξαιρετικά «λακωνική» ως προς την διατύπωσή της μουσική του, εύλογα υλοποιείται με τα ελάχιστα των μέσων. Τον πρώτο λόγο έχει φυσικά το πιάνο του, αρκετές φορές μόνο του (και δίχως να αισθάνεσαι ότι λείπει οτιδήποτε από το ακρόαμα) και τις υπόλοιπες συμπληρωμένο από κάποια άλλα όργανα, ποτέ περισσότερα από συνολικά τρία, η επιτομή της ενορχηστρωτικής λιτότητας. Περισσότερο από όλα το κοντραμπάσο και το κλαρινέτο των γιων του, τις περισσότερες φορές μαζί (μπορεί κανείς να υποθέσει την απολύτως δικαιολογημένη διπλή υπερηφάνεια του, ως πατέρα και, ίσως ακόμα περισσότερο, ως δάσκαλου!) και σε κάποια άλλα κομμάτια βιολί και βιολοντσέλο ή κρητική λύρα.
Υπάρχει και ένα και μοναδικό τραγούδι σε στίχους – διόλου συμπτωματικά φυσικά – της συζύγου του, «Τα Ψυχανθάκια». Αθώο και γλυκό, σχεδόν παιδικό σε πρώτο επίπεδο αλλά αν κοιτάξει κανείς κάτω από την επιφάνεια των στίχων του θα δει το καθαρά φιλοσοφικό υπόβαθρό του. Πρόκειται για την πορεία από τη γέννηση προς τον θάνατο και από εκεί σε ενός είδους αναγέννηση που πιθανότατα δεν φανταζόμαστε καν πως είναι, και πως αυτή μπορεί να έχει νόημα και ουσία. Με επίκεντρο την άψογη ερμηνεία της υψιφώνου Δάφνης Πανουργιά, ο Καλκάνης συνέθεσε ένα κανονικότατο lieder για φωνή και πιάνο, πιστό μεν στις αρχές του ρομαντικού αυτού υπο-ιδιώματος, αλλά ταυτόχρονα και απολύτως σημερινό ως προς την διάθεση και την έκφραση του.
Η Antart Productions, μια μικρή, ανεξάρτητη, αλλά και ασυνήθιστα δραστήρια εταιρεία αποκλειστικά μεν στο χώρο της αμιγώς ελληνικής μουσικής αλλά και σχεδόν σε όλο το εύρος της, μας έδωσε ένα μικρό αριστούργημα που όσο χαμηλοί είναι οι τόνοι του αλλά τόσο πανέμορφο είναι. Προσωπικά το ότι δεν είχα το ταλέντο να πάω σε μουσικό σχολείο δεν με εμποδίζει να ζηλεύω καλοπροαίρετα τους μαθητές και τις μαθήτριες του Γιώργου Καλκάνη, γιατί δυστυχώς δεν είχα ποτέ έναν καθηγητή που να αγαπάει το αντικείμενό του και τους ανθρώπους, άρα και τους μαθητές του, όσο εκείνος. Η μουσική στην Ελλάδα και όσοι την αγαπούν έχουν πάρα πολλούς λόγους να σε ευχαριστούν Δάσκαλε!