Ο Γιώργης Χριστοδούλου είναι μια ξεχωριστή, αν όχι μοναδική, περίπτωση ερμηνευτή στο ελληνικό τραγούδι. Εισήλθε σε αυτό με εφόδιο την θεατρική παιδεία του η οποία, σε συνδυασμό με την γνωριμία του με εκείνη που τον ανακάλυψε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, δηλαδή την αείμνηστη Αρλέτα και την καθοριστικότατη επίδραση την οποία δέχτηκε από αυτήν διαμόρφωσαν την προσωπικότατη αισθητική του.

 

Μιαν άκρως ιδιαίτερη αισθητική την οποία εφάρμοσε σε όλη την διαδρομή του, είτε ερμήνευε νέα και γραμμένα για εκείνον τραγούδια στα ελληνικά αλλά και στα...ισπανικά (στο album του ’14 «Barcelonauta» που, όπως φαίνεται και από τον τίτλο του, ηχογραφήθηκε στην Βαρκελώνη, πόλη στην οποία διέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα και εξακολουθεί να επισκέπτεται τακτικά) είτε διασκευάζοντας λίγο ως πολύ...«σκυλάδικα» στο cult EP του ’03 «Δες Το Και Αλλιώς» ή με τις δύο συμμετοχές του στο album «Eurovision» του ’06 το οποίο ήταν δική του έμπνευση και περιλάμβανε διασκευές περισσότερο ή λιγότερο γνωστών – για την επιτυχία ή και για το...κιτς τους! – ξένων τραγουδιών του περιώνυμου διαγωνισμού από ερμηνευτές και ερμηνεύτριες από την χώρα μας.

 

Αποκορύφωμα αυτής της διαδρομής ήταν αναμφίβολα το προπέρσινο «Ο Αττίκ Στο Παρίσι». Στον δίσκο αυτό ο Γιώργης Χριστοδούλου ερμήνευε με υποδειγματικό σεβασμό χαμένα τραγούδια που είχε γράψει ο Κλέων Τριανταφύλλου κατά την παραμονή του στο Παρίσι, πριν επιστρέψει στην Ελλάδα και γίνει γνωστός ως Αττίκ και ανακαλύφθηκαν από τον ίδιο μετά από κοπιαστική έρευνα. Με τον τρόπο αυτό επέστρεφε στις αληθινές ρίζες του εγχώριου «ελαφρού» τραγουδιού, πριν ακόμα από τους Γιανίδη και Σουγιούλ, δείχνοντας έτσι πιο έμπρακτα από κάθε προηγούμενη φορά την καταλυτική επιρροή που έχει δεχθεί από αυτό, ισοδύναμη μόνο με εκείνη της μέντορος του Αρλέτας.

 

Αν και πολύ διαφορετικά από πλευράς περιεχομένου το όγδοο album του «Αν Η Αγάπη Ηταν Δρόμος» αναμφισβήτητα συνεχίζει στο ίδιο πνεύμα του προηγούμενου Με τα έντεκα – στην πλειοψηφία τους καινούρια - τραγούδια του ο Γ. Χριστοδούλου εορτάζει τα είκοσι χρόνια του στην δισκογραφία κάνοντας ταυτόχρονα μιαν έμμεση αναδρομή ή έστω αναφορά στα μέχρι τώρα βήματα του.

 

Την μουσική τους έχουν γράψει γυναίκες τραγουδοποιοί, οι Ανδριάνα Μπάμπαλη, Μάρω Μαρκέλλου και Κατερίνα Κυρμιζή, και σε μερικά ο ίδιος ενώ τους στίχους, εκτός από τις προαναφερθείσες, ο Σταύρος Σταύρου και σε ένα ο Λάκης Λαζόπουλος και επίσης ο ίδιος. Ολα τους όμως φέρουν την σφραγίδα της αισθητικής μα και του ήθους του σε απόλυτο βαθμό «ηθικού αυτουργού» τους που βέβαια δεν είναι άλλος από τον ερμηνευτή τους. Το ίδιο ισχύει και για την εντελώς ακουστική ενορχήστρωση (πιάνο/ακορντεόν, κιθάρα, κοντραμπάσο και ντραμς) και ας μη την υπογράφει φυσικά ο ίδιος, όπως και για το ασυνήθιστο για τον καιρό μας γεγονός του ότι οι ηχογραφήσεις έγιναν ζωντανές και όχι τμηματικά.

 

Στον δίσκο αυτό ο Γ. Χριστοδούλου πριν από όλα αποτίει φόρο τιμής στις δύο όχι απλά μεγάλες μουσικές αγάπες του αλλά φάρους που φώτισαν την διαδρομή του και εξακολουθούν να το κάνουν, την Αρλέτα και τον Αττίκ. Οσον αφορά στην πρώτη διασκευάζει δύο τραγούδια που είχε πρώτη ερμηνεύσει εκείνη (το ένα μάλιστα δική της σύνθεση) και γράφει ένα τραγούδι αφιερωμένο σε αυτήν όπως επίσης και άλλο ένα για τον δεύτερο, το «Πλατεία Εξαρχείων» το οποίο είναι από τα καλύτερα του δίσκου.

 

Ανάμεσα στα άλλα που ξεχωρίζουν είναι το «Κάποτε», ένα μεσογειακό (με το μπουζούκι του Βασίλη Κορακάκη να έχει τον ρόλο που στο ιδίωμα έχουν συνήθως το ακορντεόν ή το μαντολίνο) tango/bolero στο οποίο μάλιστα κάνει ένα από τα πολύ σπάνια ντουέτα του, με την Μαρίζα Ρίζου που η φωνή αλλά και η ευαισθησία της ταιριάζουν απόλυτα, δηλαδή υπέροχα, με τις αντίστοιχες δικές του, η κιθαριστική μπαλάντα «Όσοι Κοιτάχτηκαν Στα Μάτια» σε μουσική Ανδριάνας Μπάμπαλη και στίχους Σταύρου Σταύρου και το ομότιτλο τελευταίο, μια διασκευή παραδοσιακού της Βραζιλίας με δικούς του ελληνικούς στίχους.

 

Το «Αν Η Αγάπη Ηταν Δρόμος» δεν έρχεται φυσικά για να αλλάξει το τοπίο του σημερινού ελληνικού μουσικού γίγνεσθαι και ούτε καν φιλοδοξεί να αλλάξει τις ζωές των ακρατών του. Σίγουρα όμως επιδιώκει να τις κάνει λίγο πιο όμορφες και αυτό το επιτυγχάνει με το παραπάνω. Η καλαισθησία, η χάρη, η ευγένεια, ακόμα και η κομψότητα των τραγουδιών του φέρνουν ένα χαμόγελο στο πρόσωπο όσων τα ακούν, αυθόρμητο και όχι εκβιαστικό και κυρίως όχι...χαζοχαρούμενο. Αν ο Γιώργης Χριστοδούλου λέει δικαιολογημένα ότι αυτό δεν είναι εύκολο θα προσέθετα ότι δεν είναι και καθόλου ευκαταφρόνητο σε μιαν εποχή έκπτωσης, αγένειας και εντέλει σε πολύ μεγάλο βαθμό βαρβαρότητας και στην μουσική όπως και σε πολλά άλλα πράγματα.