«Δε θέλω τρίμματα/ θέλω δυο μάτια ολοκαυτώματα/ και μια συνηθισμένη καλημέρα». Οι εξαιρετικοί αυτοί στίχοι, της Ρηνιώς Παπανικόλα, από το δίσκο Μπλε, του συνθέτη Μιχάλη Γρηγορίου, (έργο βασισμένο στην ομώνυμη ποιητική της συλλογή), μάς αποκάλυψαν πριν λίγα χρόνια μιαν άλλη πτυχή της σπουδαίας αυτής μουσικής παραγωγού που γεννήθηκε στη Μυτιλήνη στις 15 Ιουλίου του 1936 και άφησε τα ερτζιανά της ζωής στις 24 Φεβρουαρίου του 2001.

Ήρθε στην Αθήνα για το γυμνάσιο, πέρασε στη Φιλοσοφική, προτίμησε όμως το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Εργάστηκε στον Ίκαρο, όπου και γνώρισε τον σύζυγο της Δημήτρη Θεμελή, αποκτώντας μαζί την κόρη τους, Άννα, και φτιάχνοντας τον Κύκλο, δισκάδικο στο Σύνταγμα. Έμαθε ραδιόφωνο από τον Τζων Βεϊνόγλου και οι πρώτες της εκπομπές στο ραδιόφωνο χρονολογούνται στις αρχές της δεκαετίας του 60. Ιδιαίτερη περίοδος της ζωής της, η δικτατορία, όταν ως φίλη του Μίκη Θεοδωράκη, έκρυψε το συνθέτη στο σπίτι της, συνελήφθη μαζί με τη μητέρα της και ύστερα από κράτηση και δίκη, αθωώθηκε. Μετά την απελευθέρωσή της άνοιξε το θρυλικό δισκοπωλείο Blow Up στην Βουκουρεστίου, σημείο αναφοράς για μιαν ολόκληρη εποχή και το 1973, το Ρηνιώ στη Βαλαωρίτου. Στο ραδιόφωνο συνεργάστηκε με το Πρώτο και Δεύτερο Πρόγραμμα και με το Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι. Η εκπομπή της Τα Τραγούδια της Γης, υπήρξε ορόσημο καθώς ήταν η πρώτη που «πάντρεψε» με επιτυχία φαινομενικά ετερόκλητα μουσικά είδη.

 

Επίσης, συνδύαζε τη μουσική με ποιητικά κείμενα (κυρίως τα τελευταία 8 χρόνια στις εκπομπές της από τη συχνότητα του ραδιοφωνικού σταθμού Μελωδία) και με τη λαογραφία. Χαρακτηριστικές οι εκπομπές της: Το Ελληνικό Παραμύθι στο Τρίτο, ένα ταξίδι στη λαϊκή μυθοπλασία υπό των ήχο δημοτικών τραγουδιών, και Το Γλυκό του Κουταλιού, πρώτα στην κρατική ραδιοφωνία και στη συνέχεια στον 902 Αριστερά στα FM. Στο Τρίτο παράγγελνε η ίδια πρωτότυπο μουσικό υλικό σε διάφορους συνθέτες, ειδικά ηχογραφημένο για τις εκπομπές της. Εκτός από το ραδιόφωνο είχε δημιουργήσει και παρουσιάσει αρκετούς κύκλους μουσικών εκπομπών και για την κρατική τηλεόραση (δείγματα υπάρχουν στο ψηφιοποιημένο οπτικοαουστικό αρχείο της Ε.Ρ.Τ.(www.ert-archives.gr).

Έκανε πολλές μουσικές επιμέλειες για θέατρο, τηλεόραση, εικαστικές εκθέσεις, καθώς και για τον κινηματογράφο –μάλιστα στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του 1980 απέσπασε το μοναδικό μέχρι σήμερα απονεμημένο ειδικό βραβείο Μουσικής Επιμέλειας για την ταινία του Στάθη Κατσαρού, Πετροχημικά οι Καθεδρικές της Ερήμου-. Τέλος, εκτός από τις δικές της εκπομπές, είχε «σπηκάρει» ένα πλήθος από τηλεοπτικές, δισκογραφικές και κινηματογραφικές παραγωγές, με αποκορύφωμα τις επίσης βραβευμένες Δίκες της Χούντας του Θεοδόση Θεοδόσοπουλου.

 

Η σκυτάλη τώρα σε ανθρώπους που ο καθένας έζησε με τον δικό του τρόπο και καταθέτει τη δική του μαρτυρία για τη Ρηνιώ Παπανικόλα, αρχής γενομένης βεβαίως από την κόρη της, Άννα Θεμελή:
«Πώς να βάλω την Ρηνιώ σε λέξεις; Σε 200 λέξεις. Τόσες μου ζήτησαν… Ακούω το αγαπημένο της Δεύτερο κονσέρτο του Ραχμάνινωφ, στο μυαλό μου ταξιδεύουν η Τζοκόντα και Ναοί στο Σχήμα τ' Ουρανού, ο Leonard Cohen, του Aιγαίου τα Νερά, οι Dead Can Dance, πολυφωνικά μοιρολόγια χέρι χέρι με Άντρα μου πάει, η Grace Slick, η Δόμνα, o Ξαρχακος με τον Ξυλουρη, οι Χειμερινοί Κολυμβητές και το βιολί του Blaine. Φυσά θάλασσα πλατιά ανθισμένα σαλγκίμ, και πολύχρωμο χορτάρι είναι, την βλέπω πάντα πίσω από τον μωβ πάγκο του Blow Up με τα μινάκια της ή μπροστά στο τζάκι με βελούδα και δαντέλες ως το πάτωμα, πιο λαμπερή από τις φλόγες, μαγική όσο η μουσική.

Μόλις έμαθα να διαβάζω, 6 χρονών, με έβαλε στην δουλειά, τι καλλίτερο τρόπο μπορούσε να βρει για να με απασχολεί ώστε να έχει την ησυχία να δουλέψει...


Με κάθιζε απέναντι της στο γραφείο με το πικάπ,διάβαζα μεγαλοφώνως εγώ,κατέβαζε ντάνες δίσκους από τα ράφια που την περικύκλωναν εκείνη και μετά δοκιμάζαμε τις μουσικές με τις λέξεις, ποια νότα σε ποια συλλαβή, άλλη μια τέχνη που χάθηκε όπως οι πλανόδιοι,ο παπλωματάς, ή οπαγοπώλης. Μας έμεινε συνήθειας να δουλεύουμε μαζί, μέχρι το τέλος.

Οπότε ήμουν εδώ, γιατί έλλειπα χρόνια στο Παρίσι, μετά στη Θεσσαλονίκη, στην Κρήτη, όποτε όμως ήμουν εδώ, έπρεπε να τα κάνουμε όλα μαζί, αλλιώς τα κάναμε από το τηλέφωνο, λάτρευε το τηλέφωνο… μου λείπει θανάσιμα.
Ντρέπομαι που πέρασαν 8 χρόνια και δεν έκανα αυτά που της χρωστάω. Ετοιμάζονται όμως μέσα μου. Ελπίζω στα δέκα χρόνια να έχω έτοιμο τουλάχιστον ένα βιβλίο με όλα της τα ποιήματα (ελάχιστα είχε περιλάβε στο εξαντλημένο Μπλε και κατά τη γνώμη μου όχι τα καλλίτερα, ίσως επειδή αντιστοιχούν σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής).

Τα ακυκλοφόρητα ποιήματα θα ενταχθούν μαζί με το Μπλε σε μια βιογραφία-τοιχογραφία της εποχής όπωςτην είχε ξεκινήσει η ίδια στη στήλη της Ιστορίες Από Την Ζωή Των Δίσκων, στο περιοδικό Μελώδια. Τα κενά θα συμπληρώσουν με τις αναμνήσεις τους στενοί φίλοι και συνεργάτες Ο τίτλος θα μπορούσε να είναι Λουλακί Ποιήματα και Αλμύρα Περιστέρια.
Προς το παρόν υπάρχει ένα φτωχό προφίλ στο MySpace και ένα email για επικοινωνία Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε...
Και με περιμένει το αχανές αρχείο…Οι 200 λέξεις πέρασαν,πρέπει να κλείσω.»


Σειρά έχει ένας από τους επιστήθιους φιλους της, ο συνθέτης Δημήτρης Λέκκας:
«Ήταν λίγο αφού είχα γυρίσει από τις σπουδές μου. Βρισκόμουν ήδη στο Τρίτο Πρόγραμμα. Ο Λαζάνης είχε ανεβάσει στο υπόγειο του Κουν μια κομέντια ντελ άρτε και είχα πάει να δω την παράσταση. Κάποια στιγμή μπαίνει στη σκηνή ο Αρμένης παίζοντας έναν παμπόνηρο λαϊκό τύπο. Ξαφνικά, δεν πιστεύω στ’ αυτιά μου: την είσοδό του συνοδεύει ένα μπουζουκοτσιφτετέλι. Ανοίγω βιαστικά το πρόγραμμα στο σκοτάδι. Μουσική επιμέλεια: Ρηνιώ Παπανικόλα. Λέω μέσα μου: αυτή, όποια κι αν είναι, το έχει πάει πολύ πέρα...
Συνειδητοποιώ πως είναι μία που ακούω φανατικά στο Πρώτο, γιατί βάζει φοβερά ασυνήθιστες μουσικές σε μυστικές αλληλουχίες, μιλώντας με μια φωνή που έρχεται από το υπέδαφος και από το υπερπέραν μαζί.

 

Λίγο πιο μετά την συνάντησα. Περνώντας έξω από ένα στούντιο της ραδιοφωνίας, να η φωνή. Μπαίνω, βλέπω μία με μακριά μαύρα μαλλιά, μακριά μαύρη φούστα, αερικό από τη μια, γειωμένη από την άλλη. «Είσαι η Ρηνιώ;» «Είμαι ο...» Μου απαντάει: «Ξέρω, αυτός που με έκανε να κάψω τα ρούχα στο σιδέρωμα». «Γιατί;» «Γιατί λες στις εκπομπές σου όλα όσα ήθελα να πω εγώ αλλά δεν έχω βρει τον τρόπο». «Ναι, Ρηνιώ, αλλά εσύ λες τα πάντα χωρίς να τα λες, μόνο με το πώς βάζεις τις μουσικές και πώς ηχεί η φωνή σου από πάνω».

Γίναμε κολλητοί. Αναρωτήθηκα γιατί δεν είναι μαζί μας στο Τρίτο, αφού δεν γίνεται, θα ξέρει τον Χατζιδάκι. Γρήγορα κατάλαβα. Όλοι την θαυμάζαμε, κι ο Μάνος μέσα, αλλά πλανιόταν ένας δισταγμός, μια αίσθηση πως ίσως παραείχε άποψη για τα μουσικά. Ανασκουμπωθήκαμε και βρήκαμε τη φόρμουλα. Αξιοποιώντας εκείνη τη φωνή, ήρθε στην εκπομπή της Μαριανίνας Κριεζή και αφηγιόταν ελληνικά λαϊκά παραμύθια, ντύνοντάς τα μουσικά με όλη την κρυμμένη μαγική ποίηση των δημοτικών τραγουδιών, που είχε μια δαιμονική ικανότητα να τη βγάζει και να μας τη δείχνει. Πάρα πολύ σύντομα πέρασε στις μουσικές εκπομπές, παρατάσσοντας και δένοντας θεσπέσια τους ήχους όλων των εποχών και περιοχών: τα τραγούδια της γης. Βέβαια, όσο κι αν το είδος τελικά καθιερώθηκε ως σχολή πλέον, όχι χωρίς κάποιους αρχικούς τριγμούς, εννοείται, πάντα εκείνη παρέμεινε η μία και μόνη και κατ’ εξοχήν. Φωνή και μουσικές. Η απόλυτη διάσταση της ακοής. «Απόστολε, η ταινία κλαίει». «Μα, Ρηνιώ, πώς κλαίει; εδώ που λες δεν ακούγεται τίποτα, σιωπή, το άδειο στούντιο». «Απόστολε, είναι απλό: κλαίει το στούντιο».
Τα άλλα είναι γνωστά. Μουσικές επιμέλειες, βραβεύσεις, εκπομπές επί εκπομπών, συναυλίες, θέατρα, σινεμά, εκφωνήσεις ιστορικές. Ατμόσφαιρες. Ζήσαμε χρόνια το ύψος και το βάθος.
Μετά; Η Ρηνιώ άρχισε να σβήνει. Παράκαιρα. Πάρε με αγκαλιά, έχεις χρόνια να με πάρεις. Το Σαββατοκύριακο πού θα είσαι; Στο Πήλιο. Αχ... το Πήλιο...
Το Σαββατοκύριακο, στο Πήλιο, το χιόνι είχε ένα χρώμα σαν απαλό ροδακινί, όταν μου τηλεφώνησε η Άννα.»

 

Ο επίσης καλός της φίλος, συνθέτης Μιχάλης Γρηγορίου, ο οποίος και μελοποίησε τα ποιήματά της από το βιβλίο της «Μπλε» μας είπε χαρακτηριστικά και για την ανθρώπινη πλευρά της Ρηνιώς Παπανικόλα:
«Η Ρηνιώ ήταν ένας χαριτωμένος αλλά και βασανισμένος άνθρωπος, από πλευράς οικονομικών προβλημάτων –μέχρι τελευταία στιγμή ήταν επί ξύλου κρεμάμενη- αλλά και ερωτικών απογοητεύσεων, με τη γνωστή βραχνή της φωνή που οφειλόταν σε χρόνια φαρυγγίτιδα και στην αγάπη της για το τσιγάρο. Ακόμη και στο νοσοκομείο η Ρηνιώ κάπνιζε.. Κάπνιζε πέντε πακέτα Σαντέ την ημέρα…Βλέποντας τώρα τα ποιήματά της απέκτησα την ερωτική σχέση που έχω με κάθε κείμενο που μελοποιώ, μου έδωσαν δηλαδή το έναυσμα για να τα κάνω τραγούδια. Μου άρεσαν ιδιαίτερα που ήταν γραμμένα σαν προσωπικό ημερολόγιο, πιθανόν χωρίς διάθεση κοινοποίησης. Είχαν μάλλον γραφτεί σε στιγμές μοναξιάς: «Σε προσέχω σαν δάκρυ μη χάσει το σχήμα του…». Δεν πρόλαβε να ακούσει το δίσκο, τη ζωντανή ηχογράφησή του από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το 2003, τα άκουσε όμως ως ντέμο με τη δική μου φωνή και της άρεσαν.»

 

Ο τραγουδιστής και συνάδελφός της ραδιοφωνικός παραγωγός, Κώστας Θωμαίδης θυμάται για τη Ρηνιώ Παπανικόλα:
«Φθινόπωρο του 1979. Απόγευμα. Στο ραδιόφωνο το Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι. Φανατικός ακροατής του τότε. Μιά βραχνή, ηρεμη ζεστή φωνή γεμίζει το δωμάτιο. Ειναι η Ρηνιώ Παπανικόλα που μας συστηνει μιά φωνή απο την Αργεντινή, φωνή καθρέφτης, όπως είπε, της Λατινικής Αμερικής, τη φωνή της Mercedes Sosa. Ηχογράφησα εκείνη την εκπομπή (την κασέτα την έχω ακόμη).Η Ρηνιώ με απόλυτη ηρεμία, με ποιητικό τρόπο διάβαζε τούς στίχους των τραγουδιών η με τον ίδιο τρόπο έλεγε και τους τίτλους. Αυτό το στοιχείο την διέκρινε στις εκπομπές της, η ηρεμία και ο τρόπος που καθοδηγούσε τα ηχοχρώματα της. «Τα τραγούδια της Γης», «Το Ελληνικό παραμύθι στο Γ’», «Το Γλυκό του κουταλιού», τίτλοι εκπομπών της, που διαμόρφωσαν ένα «ειδικό» κοινό. Την γνώρισα στα πρώτα δυο χρόνια του «902 Αριστερά στα FM», τότε που μια ομάδα «εραστών» του ραδιόφωνου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα εναλλακτικό ραδιόφωνο. Αμέσως μετά βρεθήκαμε στην συχνότητα του «ΜΕΛΩΔΙΑ» και εκεί μας δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσουμε για μουσική αλλά και για το θέατρο που λάτρευε. Την Ρηνιώ την νιώθω σαν μια από τους ραδιοφωνικούς μου δασκάλους, όχι μόνον για τίς μουσικές της προτιμήσεις, αλλά και τον τρόπο που χειριζόταν την ελληνική γλώσσα, για την ορθοφωνία της, για τις ιδιαίτερες γνώσεις που είχε. Διατηρώ στη μνήμη μου, την εξής εικόνα. Η Ρηνιώ μπροστά στο μικρόφωνο, με τα κείμενα της, με τους δίσκους βινύλιου στην καρέκλα και με ένα τσιγάρο στα χείλη που δεν έσβηνε ποτέ.»

 

Oπαραγωγός και σκηνοθέτης, Bάσος Γεώργας, γράφει για τη φίλη του Ρηνιώ, στο σχετικό προσωπικό του σημείωμα, στο περιοδικό Bibliotheque.gr, http://bibliotheque.gr/?p=4692:
Είχα μια φίλη κάποτε...
Που άκουγε, όλες τις σκέψεις μου, σε μεταμεσονύκτιες τηλεφωνικές συζητήσεις…
Δεν με διέκοπτε, με άφηνε να μονολογώ ατέλειωτα, να παραληρώ, να περπατάω στην άκρη των σκέψεων μου, μέχρι να πέφτω στο γκρεμό της λογικής μου…
Που με την βελούδινη φωνή της, με γαλήνευε, με τον ίδιο τρόπο που με παρέσυρε σε μεταμεσονύκτια τραπέζια, γεμάτα αμαρτίες και πειρασμούς, ηδονικών επιθυμιών και αρμονικών αναζητήσεων…
Είχα μια φίλη κάποτε, που στο σπίτι της έβρισκα καταφύγιο, και στη ψυχή της κατανόηση, κι ας ήταν πολύ μεγάλο το χάσμα που μας χώριζε… είχε λαμπερά μάτια, αγνή ψυχή, βραχνή φωνή και δάκτυλα κιτρινισμένα από στριφτά τσιγάρα…είχε μια ατέλειωτη σειρά βινύλια, και κάθε φορά που της έφερνα κάτι καινούργιο, κάτι που άκουγε για πρώτη φορά, χοροπηδούσε σαν έφηβη γατούλα…κι ερωτευόταν…Θεέ μου, τι δράματα περνούσαμε κάθε φορά, που θα συναντούσε δύο όμορφα μάτια…
Είχα μια φίλη κάποτε, που για μένα ήταν το πάν, το ημερήσιο σημείο αναφοράς, για μένα και πολλούς άλλους, αναγεννησιακούς τύπους, όπως ο Δημήτρης Λέκας, η Άννα Θέμελη (πιο πολύ φίλη της, παρά κόρη της) ξεχασμένους σε άλλες εποχές…
Νόμιζα ότι ήταν η ζωντανή ιστορία του ραδιοφώνου, η ζωντανή ιστορία της ελληνικής μουσικής…

Αναρωτιέμαι γιατί δεν την αναφέρουν συχνά σήμερα, όλοι όσοι την αντέγραψαν και την πάτησαν στα γενναία μονοπάτια που άνοιξε, με κόπο και κόπο και πιο πολύ κόπο, κόντρα στη φτήνια και την επιφάνεια των καιρών μας.
Είχα μια φίλη κάποτε, που πέθανε τέτοια εποχή, και πριν αναχωρήσει σαν πρωταγωνίστρια που σέβεται τον εαυτό της μου ψιθύρισε : Μην κλάψεις, μη στεναχωρηθείς, δεν θα σου λείψω ποτέ…
Είχα μια φίλη κάποτε, που η τελευταία κουβέντα που άκουσα από το στόμα της, ήταν ένα μεγάλο ψέμα. Πάνε πολλά χρόνια από τότε…
»

Στο σημείωμα αυτό βρίσκουμε και ένα σχόλιο της ραδιοφωνικής παραγωγού, επιμελήτριας βιβλίων και μεταφράστριας, Σύσσης Καπλάνη:
Δεν είναι όλα τυχαία. Δεν γίνεται!
Τ
ους τελευταίους δυο μήνες ψάχνω απεγνωσμένα να βρω τόσο στη δισκοθήκη μου, αλλά και στην ΕΡΤ κάποια ηχογράφηση της Ρηνιώς. Για κάποια μαθήματα ραδιοφώνου μου είναι απαραίτητη, διότι δεν μπορείς να μιλάς για ραδιόφωνο και να μην τρατάρεις τον άλλον ένα… «Γλυκό του κουταλιού». Δεν γίνεται!
Η ΕΡΤ σχεδόν μου το απέκλεισε. Ελπίζω ακόμη πως κάποιες μπομπίνες στις οποίες η Ρηνιώ διάβαζε ποιήματά της θα τις βρω, κάπου εδώ μέσα. Αλλά δεν έχω καμιά εκπομπή της, τις άκουγα, αλλά δεν τις ηχογραφούσα.
Διάβασα το άρθρο του Βάσου Γεώργα και διαπίστωσα δυο κενά στην επαγγελματική ζωή της Ρηνιώς Παπανικόλα. Η μια είναι η συνεργασία της με τον Αλ. Πατσιφά και τη δισκογραφική εταιρία Λύρα, άλλωστε εκεί τη γνώρισα κι εγώ το 1982-3 και η άλλη είναι ο Μελωδία με τον οποίο συνεργάστηκε τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της. Εκεί την ξαναβρήκα το 1994.

Θυμάμαι, όταν κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή της ‘Μπλε’ δεν υπήρχε εκπομπή του σταθμού να μην την αναφέρει. Η Ρηνιώ ήταν ο δικός μας άνθρωπος. Συνεντεύξεις, μονόλεπτα. Κι αυτή η ηχογράφηση με την Πέμη Ζούνη τότε έγινε.
Η Ρηνιώ στις συνελεύσεις, σε περιόδους αλλαγών του Μελωδία, πρωτοστατούσε και την καμάρωνα. Όλο και την πείραζα για κάποιον αγαπημένο της κι η απάντησή της με αυστηρό, τάχα μου, πονηρό και καλοπροαίρετο ύφος ήταν: «Μη μιλάς εσύ. Ξέρεις πολλά.» Και μετά σκάγαμε στα γέλια.

Εκείνο το πρωί του 2001 για πρώτη φορά είπαμε να κάνουμε «σχολική» εκδρομή στη Ραφήνα κάποιοι φίλοι, συνάδελφοι από το σταθμό. Όλα έμειναν άγγιχτα το μεσημέρι στην ταβέρνα, τα χαμόγελα πάγωσαν, όταν η Άννα Θεμελή τηλεφώνησε στη Σία (Αλοκρίου) κι εκείνη κρυμμένη πίσω από μια κολώνα έβαλε τα κλάματα.

Στην επιστροφή θυμάμαι ακόμη τον Οδυσσέα (Ιωάννου) να μονολογεί «Η Ρηνούλα, το κοριτσάκι μου…» Ήταν μια αντίδρασή του που δεν την περίμενα. Ο Μάνος (Δημητρίου) είχε χάσει τη φιλενάδα του, αφού ήταν ο προσωπικός της ηχολήπτης για χρόνια. «Ρε παιδιά, πριν λίγες μέρες πήγα να τη δω στη Σωτηρία και μου ζήτησε τσιγάρο. Της έδωσα απ’ τα δικά της.»

Να πω λοιπόν στο Βάσο Γεώργα πως τη θυμόμαστε πολλοί τη Ρηνιώ, τη θυμόμαστε με πολύ αγάπη και εκτίμηση για τις πρωτοποριακές, ξεχωριστές εκπομπές της, για τη ζεστή ιδιαίτερη φωνή και προσωπικότητά της και δεν υπάρχει περίπτωση να την αντιγράψει κανένας. Δεν γίνεται!

 

Αφήσαμε τελευταία τη μαρτυρία της στιχουργού Λίνας Νικολακοπούλου, στενή φίλη και αυτή της Ρηνιώς Παπανικόλα, σε εκπομπή της οποίας ακούστηκε για πρώτη φορά στο ραδιόφωνο, ένα τραγούδι του τρομερού διδύμου Κραουνάκης-Νικολακοπούλου από μια πρόχειρη ηχογράφηση, (πιάνο: Σταμάτης Κραουνάκης, φωνή: Λίνα Νικολακοπούλου) τραγούδι μάλιστα που παραμένει ανέκδοτο ως σήμερα.

«Κατ’ αρχήν η Ρηνιώ αν ζούσε σήμερα θα είχε μεγάλη οδύνη. Ήδη δύο χρόνια πριν φύγει από συναντήσεις μας καταλάβαινα ότι δυσφορούσε αρκετά, γιατί ο άνθρωπος που κουβαλούσε μέσα της, που για τα προηγούμενα χρόνια στην Ελλάδα ήταν αναγνωρίσιμος, με το τέλειωμα της χιλιετίας, ένιωθε πως αυτός γινόταν ολοένα πιο μακρινός και πιο δυσανάγνωστος και απαξιώνεται. Έμοιαζε με μια γεμάτη δίψα και ανιδιοτέλεια κεραία που ήθελε να συλλάβει αυτό που προσπαθεί ο δημιουργός, να το κατανοήσει, να το αποκωδικοποιήσει και να το μεταδώσει στο κοινό. Θυμάμαι πάντα το βλέμμα της, τα υγρά της μάτια, τις μακριές της φούστες…
Η Ρηνιώ με επηρέασε πολύ και ως μουσικός παραγωγός. Άκουγα τον τρόπο της, άκουγα το υποσυνείδητό της πως ένωνε, όχι η λογική ούτε ή μια νότα έφερνε την άλλη, αλλά το βαθύ κολύμπι που έκανε στο υποσυνείδητο της. Η παιδεία της ήταν πλατιά, δεν είχε μια μονομερή σχέση με το τραγούδι, αλλά αγαπούσε τον πολιτισμό αυτής της χώρας. Επίσης όπως ήξερα πως είχα νοητά, μια προσωπικότητα, τον Νίκο Γκάτσο, να ρίχνει μια ματιά σε ό,τι δημοσιοποιούσα έτσι και με τη Ρηνιώ ένιωθα ότι είχα κάποιον να με κρίνει. Το τηλεφωνημά της όταν έπαιρνε στα χέρια της ένα έργο μου ήταν για μένα πολύ σοβαρή υπόθεση. Θυμάμαι την περίοδο που έκανα την παραγωγή στις «Υδρόγειες σφαίρες» και ήμουν πολύ ευάλωτη και δεχόμουν πολλές κριτικές καθώς το έργο αυτό δεν αφομοιώθηκε τόσο πλατιά όπως τα προηγούμενα, μου είχε πει πως «αυτός είναι ο δρόμος σου και ό,τι και να πούνε και να γράψουν, συνέχισέ τον.».
Θυμάμαι ακόμα ένα τετράδιο που μου είχε χαρίσει, την περίοδο που έκανα το δίσκο «Μαμά γερνάω», στο οποίο είχε πάρει ένα στίχο από το τραγούδι μου «Οι φίλοι μου»: «Και θέλουν τα αγγελούδια μου τα πιο πολλά τραγούδια μου για πάρτη τους να γράφω» και είχε γράψει ως αφιέρωση «για να έχουν τόπο τα αγγελούδια σου, να τα γράφεις». Η Ρηνιώ, λοιπόν, ήταν μια καλή νεράιδα στη ζωή μου που σήκωνε τη σημαία του πολιτισμού κάθε πρωί σαν την Κυρά της Ρω».

 

Για το τέλος να σημειώσουμε οτι όπως πληροφορεί ο Βάσος Γεώργας, «η κόρη της, Άννα Θεμελή, ετοιμάζει ένα τόμο με τίτλο «Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΡΗΝΙΩΣ» στο οποίο θα περιλαμβάνονται πολλά ανέκδοτα ποιήματα από το πλούσιο αρχείο της, συνεντεύξεις απο όλους όσους καθορίστηκαν απο εκείνη σε κάποιο σημείο της ζωής τους το όλον πλεγμένο σε μια μυθιστορηματική βιογραφία. Στα σκαριά υπάρχει και ένα μουσείο».

* Εμπλουτισμένη μορφή άρθρου που δημοσιευτηκε στο περιοδικό Δίφωνο.