Στις 2 Δεκεμβρίου του 1921 γεννήθηκε στη Νάξο ο «πατριάρχης» του νεοελληνικού θεάτρου, ο ανανεωτής του δραματικού περιεχόμενου και ο επιδέξιος χειριστής του λόγου που ξεκινά από μια νατουραλιστική καταγραφή των γεγονότων και φτάνει έως τη μεταφυσική υπερβατικότητα και την ποιητική αλληγορία, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο «Νέστορας» του θεάτρου μας, εξέχουσα μορφή του νεοελληνικού πολιτισμού των τελευταίων εξήντα χρόνων.
Ο Καμπανέλλης, μέλος πολύτεκνης οικογένειας, γνωρίζει από μικρός τη φτώχεια αλλά και τη λογοτεχνία αφιερώνοντας πολλές ώρες στη μελέτη βιβλίων. Έτσι, ερχόμενος εξαιτίας αυτής της οικονομικής ανέχειας, με την οικογένειά του στην Αθήνα, στην τρίτη Τάξη του Γυμνασίου, γνωρίζεται με συνομήλικούς του που έχουν κοινές λογοτεχνικές ανησυχίες όπως οι: Τάσος Λειβαδίτης, Κώστας και Αλέξανδρος Κοτζιάς, Δημήτρης Χριστοδούλου και Ρένος Αποστολίδης. Μολονότι αυτοδίδακτος καταφέρνει σταδιακά με τη γραφή του «να υπηρετήσει σχεδόν όλες τις δραματικές φόρμες: από το ραδιοφωνικό έργο και το κινηματογραφικό σενάριο από το σκετς και τους μονολόγους, τα σπονδυλωτά έργα από νούμερα και μονόπρακτα, μέχρι τις δραματικές συνθέσεις πολύπρακτες και αρχιτεκτονημένες» (Βάλτερ Πούχνερ, θεατρολόγος) χωρίς όμως να υστερεί και η στιχουργική του πλευρά. Πρώτο του θεατρικό έργο το: Άνθρωποι και ημέρες (1945), που παραμένει ανέκδοτο. Ακολουθεί το Χορός πάνω στα στάχυα (1950), που ανεβαίνει από τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού αποτελώντας έτσι την πρώτη του θεατρική παρουσία, η αναγνώρισή όμως από κριτικούς και κοινό έρχεται με το έργο Έβδομη μέρα της Δημιουργίας (1956), που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη στο Εθνικό Θέατρο.
Παραμύθι χωρίς όνομα
Η πρώτη παρουσία του «στιχουργού Καμπανέλλη» βρίσκεται στο περίφημο και πάντα επίκαιρο «Παραμύθι χωρίς όνομα», στη θεατρική δηλαδή απόδοση του ομώνυμου έργου της Πηνελόπης Δέλτα (1910), η οποία ανέβηκε από το Νέο Θέατρο, τον Οκτώβριο του 1959, σε σκηνοθεσία Βασίλη Διαμαντόπουλου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Γράφει σχετικά ο ίδιος:
«Δεν είχα ποτέ σκεφτεί να γράψω στίχους για τραγούδια. Όταν έγραφα το «Παραμύθι χωρίς όνομα» σκεπτόμουν να ζητήσω από τον Νίκο Γκάτσο να γράψει τα τραγούδια με τα οποία θα συνδέονταν οι πολλές εικόνες που είχε το έργο. Ο Γκάτσος, όμως, τελικά, παρ’ όλο που του άρεσε το «Παραμύθι», δυσκολευόταν να λειτουργήσει ένθετα σ’ ένα κείμενο που δεν ήταν δικό του. Ζήτησα το ίδιο απ’ τον Βαγγέλη Γκούφα, αλλά και πάλι πήρα την ίδια απάντηση. Έτσι υποχρεώθηκα να προσπαθήσω να γράψω τους στίχους των τραγουδιών ο ίδιος. Το πρόβλημά μου ήταν το χάρισμα ότι τους στίχους θα μελοποιούσε ο Μάνος. Όχι απλώς δεν θα ’πρεπε να του δοθούν μέτριας καταλληλότητας στίχοι, αλλά θα ήταν και κρίμα απ’ το Θεό να σπαταληθεί η παρουσία του Χατζιδάκι, στην οποίο τόσο υπολόγιζε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και όλοι οι συντελεστές της παράστασης. Έγραψα τους στίχους και συναντήθηκα με τον Μάνο. Νομίζω πως εκείνη την ώρα με «δούλεψε» λίγο. Με άφησε να αναρωτιέμαι μέχρι την τελευταία στιγμή αν του πάνε ή όχι και μετά με κοίταξε και ξέσπασε σε δυνατά γέλια…»
(Θάνος Φωσκαρίνης, «Ανοιχτές Επιστολές στον Μάνο Χατζιδάκι», εκδ. Μπαστιάς 1996).
Ο δίσκος όμως ηχογραφείται έξι χρόνια αργότερα, το 1965, με τη φωνή του Λάκη Παππά ο οποίος έπαιζε κιθάρα στην ομώνυμη θεατρική παράσταση. Δυο τραγούδια της παράστασης ο «Κυρ Μιχάλης» και το «Μανούλα μου» είχαν ήδη συμπεριληφθεί με την ερμηνεία του Παππά, το 1962, στην «Οδό Ονείρων» καθώς ο Χατζιδάκις τα είχε ξεχωρίσει από το κλίμα των άλλων τραγουδιών και τα έθεσε ως βάσεις για να δημιουργήσει τα τραγούδια της. Γι' αυτό και δεν συμπεριλαμβάνονται στο «Παραμύθι χωρίς όνομα». Θυμάται σχετικά ο συνθέτης στο σημείωμα του έργου:
«Το 1957 για να κερδίσω οχτώ χιλιάδες δραχμές, έγραψα εννιά τραγούδια για ένα θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που είχε τον τίτλο ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ. Πήρα τις τέσσερις χιλιάδες μα τις υπόλοιπες, όσες φορές κι αν πήγα δεν τις έλαβα ποτέ, μια και το θέατρο δεν έβγαλε ούτε τα έξοδά του εκείνη τη χρονιά. Κι έτσι αποφάσισα να τις ξεχάσω - και τις ξέχασα. Όμως μαζί ξέχασα και το έργο και την παράσταση και τα τραγούδια που ’χα γράψει. Θυμάμαι πως η μουσική παιζότανε στο θέατρο από μια κιθάρα, ένα σαντούρι και πως τραγουδούσε ο φίλος μου Θύμιος Μιχαλόπουλος -λίγο πριν φύγει για σπουδες στην Ιταλία-. Θυμάμαι ακόμη πως ήταν να παίξει κιθάρα ο Μηλιαρέσης, που όμως τη τελευταία στιγμή εμποδίστηκε κι έστειλε ένα μαθητή του.
Αυτός, που λέτε, ο μαθητής του Μηλιαρέση, ήταν ο Λάκης ο Παππάς που αργότερα συντήρησε στη μνήμη του τις μελωδίες αυτές μ’ όλες τις λεπτομέρειες, μια και τις κάτεχε καλά αφού τις έπαιζε τόσον καιρό στο θέατρο. Χωρίς να καταλάβω ήρθε το '61 όπου το κάθε μου τραγούδι κόστιζε πολλά, χωρίς πάλι να θυμηθώ πως πριν δυο χρόνια είχα συνθέσει εννιά τραγούδια για το ΠΑΡΑΜΥΘΙ. Στο μεταξύ ο Παππάς με τη θαμπή κι αισθαντική φωνή του κέρδιζε το ψωμί του τραγουδώντας σε μικρά ταβερνάκια τις μελωδίες του ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ. Κι ανάμεσα σ' αυτές ήτα ο Κυρ Μιχάλης και η Μανούλα μου. Πολλοί φίλοι που τύχαινε να τον ακούσουνε κι ανάμεσά του πρώτοι και καλύτεροι ο Φούντας και η Χρυσούλα η Ζώκα, άρχισαν να μιλούν μ’ ενθουσιασμό γι αυτά μου τα τραγούδια και με παρότρυναν να τα γυρίσω δίσκους, ενώ κανείς τους δεν με πίστευε πως τα ’χα ολότελα ξεχάσει και πως δεν είχα στο σπίτι μου ούτ’ ένα φύλλο μουσικής απ’ τα χειρόγραφα μου. Γι’ αυτό ενδιαφέρθηκα να συναντήσω τον Παππά, μ’ όλο που και το πρόσωπό του δεν το θυμόμουνα καλά καλά. Κι ένα χειμωνιάτικο απόγεμα μες στο Γενάρη του ’62 τον προσκαλώ και μου ηχογραφεί πρόχειρα όλο τον κύκλο αυτών των τραγουδιών[..] Ίσαμε εκείνη τη στιγμή ποτέ μου δεν τον είχα ακούσει.
Απίθανη φωνή μες στη θαμπάδα της, ζεστή κι ευαίσθητη σαν ακριβό έγχορδο, εκφραστική και τραγική μαζί. Η άλλη έκπληξη ήταν η μουσική μου, τη βρήκα μ' έμπνευση από την αρχή ως το τέλος. Το πρώτο που ξεχώρισα, ήταν πως η Μανούλα μου και ο Κυρ Μιχάλης είχανε κλίμα διαφορετικό από τ' άλλα του ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ. Και πάνω σ΄αυτά βασίστηκα, σαν άρχισα με το καλό σχέδιο της ΟΔΟΥ ΟΝΕΙΡΩΝ. [..] Το ’63 θέλησα να ολοκληρώσω αυτό τον κύκλο κι άρχισα να ενορχηστρώνω και να ηχογραφώ πρώτα το μέρος της ορχήστρας μα φάνηκε πως ούτε ο Παππάς ούτε κι εγώ ήμασταν ώριμοι για να υπογράψουμε τελειωτικά την ιστορία του ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ. Ίσαμε που ’ρθε ο Οκτώβρης του ’65… Η ιστορία τέλειωσε καλά. Μόνο το ΠΑΡΑΜΥΘΙ έμεινε οριστικά ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ».
Στα επτά τραγούδια του δίσκου το υπερρεαλιστικό και μυθοπλαστικό πνεύμα του Γκάτσου αλλά και του Λόρκα πλανάται συνεχώς πάνω από τη στιχουργική του Καμπανέλλη (π.χ. «Ρίχνω στην καρδιά μου στο πηγάδι/ να γενεί νερό να ξεδιψάσεις»). Ο εξέχων θεατρικός κριτικός Στάθης Δρομάζος (1915-1983) έγραφε στην έκδοση του έργου από τον Κέδρο, το 1979:
«Το έργο χωρίζεται σε τρεις πράξεις και εννέα «εικόνες». Οι πράξεις και οι εικόνες συνδέονται με τραγούδια. Τα τραγούδια έχουν μια οργανική λειτουργία μέσα στο έργο. Όλα τους έχουν μια λυρική, λαϊκή αφηγηματικότητα, που στους στίχους τους έχουν κατασταλάξει η θυμοσοφία, η πίκρα, η εγκαρτέρηση, η ελπίδα. Ο οργανικός τους ρόλος βρίσκεται στο ότι αποτελούν προλόγους ή επιλόγους των πράξεων και των εικόνων, χορικό και λυρικό δεσμό ανάμεσα τους».
Κορυφαία στιγμή τα δύο επιγραμματικής σοφίας ρεφρέν του τραγουδιού «Έκτορας και Ανδρομάχη»: Στρατιώτη μου τη μάχη θα κερδίσει/ όποιος πολύ το λαχταρά να ζήσει/ Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει/ Στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει και: Στρατιώτη αν θες τη μάχη να κερδίσεις/μια κοπελίτσα κοίτα ν’ αγαπήσεις./ Όποιος το γυρισμό του όρκο δεν κάνει/ στρατιώτη μου, τον πόλεμο το χάνει.
Γειτονιά των Αγγέλων - Μαγική Πόλη
Ιστορικά, όμως, η πρώτη δισκογραφημένη παρουσία στίχων του Καμπανέλλη χρονολογείται στο δίσκο «Η γειτονιά των αγγέλων», σύνθεση του Μίκη Θεοδωράκη στα 1963, που ηχογραφείται την ίδια χρονιά. Ο κύκλος αυτών των τραγουδιών προορίζοταν για το ομώνυμο θεατρικό έργο του Καμπανέλλη, το οποίο ανέβηκε στις 4-10-1963 στο θέατρο Κοτοπούλη - Rex. Ο ποιητής και θεατρολόγος, Θάνος Φωσκαρίνης στο βιογραφικό σημείωμα του Καμπανέλλη που υπογράφει στον επίσημο διαδικτυακό τόπο του συγγραφέα (εδώ) γράφει σχετικά:
Ο Καμπανέλλης αποφασίζει να επισκεφθεί το Λονδίνο, όπου θα μείνει εκεί (1960 - 1963) για να ενημερωθεί για τις νέες καλλιτεχνικές και θεατρικές τάσεις. Καρπός αυτής της εμπειρίας είναι το έργο Η γειτονιά των αγγέλων (1963), που ανεβαίνει μόλις έρχεται στην Ελλάδα από το θίασο Τζ. Καρέζη, με μουσική Μ. Θεοδωράκη, παρουσιάζοντας ένα νέο σκηνικό λόγο εν είδει λαϊκής όπερας.
Τα τέσσερα τραγούδια σε στίχους του Καμπανέλλη είναι τα ακόλουθα: Το ψωμί είναι στο τραπέζι, Από το παράθυρό σου, Δόξα τω θεώ, Στρώσε το στρώμα σου. Τα τραγούδια ερμηνεύουν η Τζένη Καρέζη, ο Νίκος Κούρκουλος και ο Γιάννης Πουλόπουλος. Η αγάπη και εδώ παρούσα με την πανανθρώπινη έκφρασή της: «Δώσε μάνα του διαβάτη/ του Χριστού και του ληστή/ δώσε μάνα να χορτάσει/ δώσ’ του αγάπη μου να πιει» (Το ψωμί είναι στο τραπέζι) αλλά και με την πιο προσωπική της εκδοχή: «Σ’ αγαπώ μα δε θα ‘ρθω/ να σε βρω, γιατί το ξέρω».
Η στιχουργική συγγένεια -σε αυτήν την πρώτη περίοδο της στιχουργικής του- και με τον «στιχουργό» Χατζιδάκι, έκδηλη (είναι φανερό οτι ο «ποταμός» Γκάτσος δροσίζει την πένα και των δυο τους). Η επιλογή και ο συμβολισμός λέξεων όπως «παιδί» («Κάθε δρόμος έχει μια καρδιά για τα παιδιά», Μ. Χατζιδάκις, «Όνειρο παιδιών της γειτονιάς» (1962)/ «Είμαι ένα παιδί της νύχτας», Ι. Καμπανέλλης, «Από το παράθυρό σου» (1963), «πουλιά» («Κάθε κήπος έχει μια φωλιά για τα πουλιά», Μ. Χατζιδάκις, «Όνειρο παιδιών της γειτονιάς»(1962)/ «Πρωί πρωί την πότιζα φιλιά/ Το δειλινό τη πήραν τα πουλιά», Ι. Καμπανέλλης, «Μαγιοπούλα» (1963) καθώς και η αισθητική της στιχουργικής τους τεχνοτροπίας, κοινά. Η κοσμοτραγουδισμένη, μάλιστα,«Μαγιοπούλα», έχει μια ξεχωριστή και μάλλον άγνωστη ιστορία. Ακούστηκε για πρώτη φορά στη «Μαγική πόλη», την επιθεώρηση σε σκηνοθεσία του Λεωνίδα Τριβιζά που συνθέτει ο Θεοδωράκης την ίδια περίοδο.
Όμως δεν είναι και η πρώτη της μορφή. Το 1953 ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, στα πλαίσια τω ραδιοφωνικών του συνεργασιών (1949-1955) μετέφρασε και διασκεύασε για το ραδιόφωνο τη νουβέλα «Κάρμεν» (1845) του γάλλου συγγραφέα, Προσπέρ Μεριμέ. Εμπνευσμένος μάλιστα από την ηρωίδα «Κάρμεν» πλάθει και τη δική του «Στέλλα», το 1954, δημιουργεί δηλαδή το θεατρικό έργο «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Ένα χρόνο αργότερα ο Μιχάλης Κακογιάννης σκηνοθετεί για τον κινηματογράφο την περίφημη «Στέλλα» με τη Μελίνα Μερκούρη, ταινία που βασίστηκε σε αυτό το θεατρικό έργο. Στη ραδιοφωνική, λοιπόν, «Κάρμεν» του 1953, ακούγεται ένα τραγούδι σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη πάνω σε ένα κείμενο του Καμπανέλλη. Το ερμηνεύει ο ηθοποιός Νίκος Φιλιππόπουλος, με συνοδεία την κιθάρα του Δημήτρη Φάμπα.
Στο χειρόγραφο του Μίκη Θεοδωράκη (εδώ) αναγράφεται καθαρά: «Κάρμεν/Ι. Καμπανέλλης/Μετεξελίχθη στη Μαργαρίτα Μαγιοπούλα». Έτσι, δημιουργήθηκε το πασίγνωστο τραγούδι το οποίο ερμήνευσε πρώτη η Κλειώ Δενάρδου και η βλάμισσα τσιγγάνα Εστρελίτα Ρεμεντάτα έγινε Μαργαρίτα Μαγιοπούλα:
Είχα φυτέψει μια πορτοκαλιά/ που την εζήλευε όλη η γειτονιά/ Αχ, Μαργαρίτα Μαγιοπούλα/ Αχ, Μαργαρίτα μάγισσα/ Πρωί-πρωί την πότιζα φιλιά/ το δειλινό την πήραν τα πουλιά.
Μαουτχάουζεν
Οι αναμνήσεις του Καμπανέλλη από μια γενναία μάχη που έδωσε και κέρδισε σε νεαρή ηλικία υπήρξαν η αφορμή να γεννηθεί ένας από τους σπουδαιότερους δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας. Το 1965 ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί τις τραυματικές εμπειρίες του Καμπανέλλη από την τραγική ζωή στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης, Μαουτχάουζεν, στην Άνω Αυστρία, όπου ο ίδιος έμεινε κρατούμενος από το καλοκαίρι του 1943 μέχρι τις 5 Μαΐου του 1945. Πιο συγκεκριμένα «με ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου» όπως γράφει ο Φωσκαρίνης, «ο Καμπανέλλης σχεδιάζει μαζί μ' ένα φίλο του να καταφύγουν στη Μέση Ανατολή. Επειδή η απόπειρα τελικά αποτυγχάνει αποφασίζουν να περάσουν στην Ελβετία μέσω Αυστρίας. Όταν όμως φτάνουν στην Βιέννη, ο φίλος του αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα, ενώ ο Καμπανέλλης συνεχίζει μόνος του. Συλλαμβάνεται στο Ίνσμπρουκ, μεταφέρεται στην Βιέννη για ανάκριση και καταλήγει στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως στο Μαουτχάουζεν. Εκεί θα παραμείνει ως τις 5 Μαΐου 1945, όταν το στρατόπεδο απελευθερώθηκε από τον αμερικανικό στρατό. Οι συγκρατούμενοι του, χίλιοι εκατό Έλληνες, τον εκλέγουν αντιπρόσωπο τους στη Διεθνή επιτροπή που φροντίζει για την ανάρρωση και την επιστροφή τους στην Ελλάδα».
Ο δίσκος, ο οποίος στο Ισραήλ θεωρείται σαν εθνικός ύμνος, συνταρακτικός. Από το λυγμικό –με την αξεπέραστη Μαρία Φαραντούρη- «Άσμα Ασμάτων» (το οποίο κατά τους Times του Λονδίνου είναι ένα από τα δυο κορυφαία ποιήματα που χαρακτηρίζουν το Ολοκαύτωμα) με την απόγνωση της ερώτησης «Μην είδατε την αγάπη μου» και το βίαιο της απάντησης «Την είδαμε στην παγερή πλατεία/ μ΄ ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι» μέχρι τη σκληρή μα και ποιητική αποτύπωση της καθημερινότητας: «Στο λατομείο των θρήνων», «Στων δακρύων τη σκάλα». Ο Καμπανέλλης υμνεί μέσα από τα σύρματα τη γενναιότητα («Ο Αντώνης») αλλά και τον έρωτα και τη ζωή σαν κλωνάρια που ανθίζουν σε καμένη γη: «Στο λατομείο να αγαπηθούμε/ στις κάμαρες των αερίων/ στη σκάλα, στα πολυβολεία/ Κορίτσι με τα παγωμένα χέρια/ Άμα τελειώσει ο πόλεμος μη με ξεχάσεις».
Το ομότιτλο βιβλίο, κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 1965 από τις εκδόσεις «Θεμέλιο» του Μίμη Δεσποτίδη, το χρονικό όμως είχε αρχίσει να καταγράφεται «ουσιαστικά λίγους μήνες αφότου γύρισα», όπως σημειώνει ο ίδιος ο Καμπανέλλης στον πρόλογο της έκδοσης. «Οι μύθοι του πόνου, του τρόμου, του μαρτυρίου, της ελπίδας της παράνοιας σ' ένα τέτοιο στρατόπεδο» ξεδιπλώνονται μέσα στις σελίδες του αληθινού μυθιστορήματος αλλά και με δεξιοτεχνικό τρόπο μέσα στη φόρμα της στιχουργικής για τραγούδι. Διαβάζοντας, μάλιστα, το βιβλίο συναντά κανείς και αρκετές αναφορές σε τραγούδια γερμανικά, ρώσικα, ιταλικά, αμερικάνικα, ελληνικά κ.ά. π.χ.
Ο Αμερικανός στρατιώτης που είχε βάρδια στην πύλη έπαιζε με τη μοναξιά του και την ησυχία της νύχτας. Τραγουδούσε «Δείξε μου το δρόμο να παώ σπίτι/ σε στεριά, σε θάλασσα, σε κύματα, εγώ πάντα λέω το ίδιο τραγούδι/ Δείξε μου το δρόμο να πάω σπίτι..»
Οι χιλιάδες Ρώσοι άρχισαν να τραγουδούν όλοι μαζί τη Βαρσαβιάνκα..: «Άνεμοι, θύελλες γύρω μας πνέουν/ τέκνα του σκότους εμάς κυνηγούν/ σ' ύστερη μάχη μπλεκόμαστε τώρα/ κι άγνωστες τύχες εμάς καρτερούν..».
«Λα βίτα ντι σολντάτο/ ε ούνα βίτα σάνα/ σι μάντζα, σι μπέβε, σι κάβτα/ σι ντόρμε σουλ παγιό».
Το «Άσμα Ασμάτων» φαίνεται οτι είναι εμπνευσμένο από ένα τραγούδι που έλεγε ένας αληθινός «ήρωας» της ιστορίας:
Ο Μάριαν Μπόγκους μια Κυριακή που κοίταζε τις γυναίκες άρχισε να παραμιλά: «Όμορφη και γλυκιά/ που είσαι αγαπημένη μου/ σαν κοπάδι που βόσκει/ ανάμεσα σε κρίνους/ Μιλήστε μου, παρθένες της Ιερουσαλήμ, μήπώς την είδατε;/ Την είδαμε ανάμεσα στους νεκρούς της γούρνας/ έβοσκε στα λιβάδια του κρεματόριουμ!».
Έτσι στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, όταν ο ήρωας περιμένει την αγαπημένη του Γιαννίνα -που τελικά δεν θα έρθει- διαβάζουμε:
Στάθηκα κάτω από ένα φως του δρόμου και κοίταξα τι είχα γράψει χτες τ' απόγευμα σε κείνο το χαρτί: «Τι ωραία που είναι η αγάπη μας/ μ' ένα περίπατο στις γραμμές/ του τρένου/ με μια γκαζόζα στο λούνα-παρκ/ με μια φωνή στους δρόμους που λέει/ πως ο πόλεμος τελείωσε.»
Το τραγούδι, λοιπό, που συνέθεσε ο Μίκης Θεοωράκης είναι το ακόλουθο:
Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου/ με το καθημερνό της φόρεμα/ κι ένα χτενάκι στα μαλλιά/ Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία./ Κοπέλες του Άουσβιτς, / του Νταχάου κοπέλες/ μην είδατε την αγάπη μου;/ Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι/ δεν είχε πιa το φόρεμά της/ ούτε χτενάκι στα μαλλιά./ Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου/ η χαϊδεμένη από τη μάνα της/ και τ’ αδελφού της τα φιλιά/ Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία./ Κοπέλες του Μαουτχάουζεν/κοπέλες του Μπέλσεν/ μην είδατε την αγάπη μου;/ Την είδαμε στην παγερή πλατεία/ μ’ ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι/ με κίτρινο άστρο στην καρδιά.
Κόσμε αγάπη μου
Το 1969 ο Καμπανέλλης συνεργάζεται με τον Σταύρο Ξαρχάκο γράφοντας τα τραγούδια για τον δίσκο Κόσμε αγάπη μου, που εμπεριέχει ορισμένα εκ των τραγουδιών που ακούστηκαν στην ταινία Γυμνοί στο δρόμο, την κινηματογραφική, δηλάδη, μεταφορά από τον Γιάννη Δαλιανίδη του θεατρικού έργου του Καμπανέλλη, «Η Γειτονιά των Αγγέλων» (Πρεμιέρα: 24 Μαρτίου 1969, Διάρκεια: 85' Εταιρία παραγωγής: Φίνος Φιλμ με τους: Νίκο Κούρκουλο, Ζωή Λάσκαρη, Βαγγέλη Σειληνό, Σοφία Ρούμπου, Μαρία Φωκά, Έλλη Ξανθάκη, Κία Μπόζου, Νίκο Παπαναστασίου κ.ά.)
Τα τραγούδια του δίσκου είναι τα ακόλουθα: Μην Πιεις Νερό (Βίκυ Μοσχολιού), Τα Ρολόγια (Γρηγόρης Μπιθικώτσης), Τ’ Απόγευμα (Γρηγόρης Μπιθικώτσης), Μη Γυρίσεις Πίσω (Βίκυ Μοσχολιού), Αφιέρωμα στο Μάνο (Σταμάτης Κόκοτας), Δύο Αδέλφια (Γρηγόρης Μπιθικώτσης), Αστέρι Στο Παράθυρο (Βίκυ Μοσχολιού), Άσπρος Τοίχος (Σταμάτης Κόκοτας), Νανούρισμα (Γρηγόρης Μπιθικώτσης). Αντίθετα στην ταινία τα τραγούδια ερμήνευαν η Μαρινέλλα («Δυο αδέλφια» και «Αστέρι στο παράθυρο») και ο Νίκος Κούρκουλος («Μην πιεις νερό» και «Τα ρολόγια»).
Ο νατουραλισμός και νεορεαλιστική ατμόσφαιρα του θεατρικού και συνάμα κινηματογραφικού έργου όπου σε μια φτωχική γειτονιά της Αθήνας του '60, στη Δραπετσώνα, σε μια περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα άρχιζε να διαμορφώνει τη φυσιογνωμία της, δημιουργείται ένας απαγορευμένος έρωτας κόντρα στα ήθη της εποχής και της «κλειστής γειτονιάς» (φτωχός εργάτης - πλούσια κοπέλα), εμπνέει στον Καμπανέλλη αντίστοιχους άμεσους, λαικότροπους στίχους, συναφείς με τα μοτίβα της υπόθεσης, αλλά με κατακτημένη από το χρόνο, πλέον, αυτονομία, τους οποίους μελοποιεί με υποδειγματική ενορχήστρωση ο Ξαρχάκος:
Μην πιεις νερό και με ξεχάσεις/ μην πιεις νερό της λησμονιάς/ Σύνεφο γίνε και σεριάνα/ στον ουρανό της γειτονιάς/ Πλυμένο το πουκάμισό σου/ στολίζει ακόμα την αυλή/Ήταν γλυκό το καλοκαίρι/ το ηλιοκαμένο σου κορμί (Μην πιεις νερό).
Ούτε ματιά κι ούτε μιλιά κι ούτε φιλί/ ήταν και πάει σαν διαβατάρικο πουλί/ Αστέρι στο παράθυρο να βγείς/ και μάζεψε το δάκρυ της αυγής (Αστέρι στο παράθυρο).
Ασπρος τοίχος άσπρος ήλιος/ άσπρο του καλοκαιριού/ μαύρα τα ματόκλαδά του/ ίσκιοι του μεσημεριού/ Μη μου βγαίνεις τέτοιαν ώρα/ κι ασβεστώνεις τα σκαλιά/ όλα θα σου τα στεγνώσει/ ο ασβέστης τα φιλιά (Άσπρος τοίχος).
Το φουστάνι βάλε το καλό σου/ μ’ άλλη αγάπη στο παράθυρό σου/ θά 'ρθει το φεγγάρι να σε βρει/ Νά 'χα τα χρονάκια σου κυρά μου/ πέντε αγάπες μέσα στην καρδιά μου/ θα φτεροκοπούσανε μαζί (Μη γυρίσεις πίσω).
Συνεχίζεται...