Ο Όμηρος, ως γνωστόν, είναι ο πρώτος διάσημος ραψωδός- «ράπερ» -για την ακρίβεια «αοιδός»- της Ιστορίας, που απέκτησε διαχρονικούς τίτλους ευγενείας, όπως του «θεμελιωτή της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας», κατά αντιστοιχία, δηλαδή, με το σύγχρονο Νόμπελ του ογδοντάχρονου -από σήμερα- τραγουδοποιού Bob Dylan. Λέγεται ότι έζησε περιοδεύοντας με τα έμμετρα αφηγηματικά τραγούδια του, συνοδεία λύρας, τις ελληνικές χώρες λαμβάνοντας τιμές και δόξες. «Λοιπόν, πολλά χρόνια τώρα κάνω αυτό που είχα βάλει σκοπό εξαρχής. Έβγαλα δεκάδες δίσκους και έδωσα χιλιάδες συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Όμως, στο ζωτικό κέντρο σχεδόν όλων όσων κάνω βρίσκονται τα τραγούδια μου. Έχουν βρει μια θέση στη ζωή πολλών ανθρώπων από πολλές διαφορετικές κουλτούρες και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό» αναφέρει ο Dylan προς την Ακαδημία.
Ο Όμηρος, «μόνο στη Χαλκίδα», σημειώνει ο Φ. Ι. Κακριδής, «όταν αγωνίστηκε με αντίπαλο τον Ησίοδο, δεν πήρε το βραβείο. Το πλήθος τον έκρινε νικητή, αλλά ο βασιλιάς Πανήδης στεφάνωσε τον Ησίοδο, γιατί, όπως είπε, “δίκαιο είναι να νικά όποιος με τα τραγούδια του οδηγεί στη γεωργία και την ειρήνη, και όχι αυτός που περιγράφει πολέμους και σφαγές” (Αγών Ομήρου και Ησιόδου 207-10)». Πρόκειται ασφαλώς για μια πλαστή διήγηση, με το συμβολισμό του περιεχομένου του σχετικά με τον ρόλο της τέχνης. Ο Όμηρος όμως, ακόμα και αν περιέγραψε σκληρές σκηνές βίες, κατά τον Κακριδή, «είχε χτυπήσει τον πόλεμο μέσα από τον πόλεμο, και αυτός ο τρόπος να γίνεσαι κήρυκας της ειρήνης είναι πιο αποτελεσματικός από το να δίνεις εντολές για το πότε πρέπει να σπέρνεις και πότε να θερίζεις». Έτσι και με τα τραγούδια του ο Dylan όπως τα «Masters of war», «A Hard Rain's A-Gonna Fall», «With God on our side», και «Talking world war three blues» έγινε μια στιβαρή αντιπολεμική κραυγή μέσα από την ποιητική ωμότητα του πολέμου που εξιστορεί. Οδήγησε μάλιστα ακόμα και μια ομάδα καθηγητών στρατιωτικής ακαδημίας των ΗΠΑ (!) να τον προτείνουν ήδη από το 2008 για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Θοδωρής Μανίκας έχει γράψει σχετικά:
«Ήταν τέλη Ιανουαρίου του 1991 και τα βλέμματα όλου του πλανήτη ήσαν στραμμένα στον Περσικό κόλπο και στη «Θύελλα της ερήμου». Στην τελετή απονομής των ετησίων Γκράμι το ακροατήριο αποτελείτο, όπως πάντοτε, από την αφρόκρεμα των στελεχών της μουσικής βιομηχανίας και από έναν πολύχρωμο γαλαξία αστέρων της ποπ και της ροκ μουσικής. Απρόβλεπτος όπως πάντα, ο Αμερικανοεβραίος Ντίλαν ανέβηκε στη σκηνή φορώντας στο κεφάλι του ένα μαντίλι… παλαιστινιακού τύπου. Κοίταξε τους τρεις επίσης μαντιλοφορεμένους και μαυροντυμένους μουσικούς που τον συνόδευαν και άρχισε να παίζει ένα τραγούδι με σκληρό, σχεδόν πανκ αποχρώσεων ήχο. Κανείς από τους παρευρισκομένους δεν αναγνώρισε το τραγούδι του. Γιατί κάτω από τον τραχύ ήχο ο Ντίλαν είχε κρύψει μια θρυλική, μινιμαλιστικής αισθητικής και ακουστικού χαρακτήρα μπαλάντα του, της δεκαετίας του ’60. Ηταν το «Masters of War», ένας σχεδόν ξεχασμένος αντιπολεμικός ύμνος από τις πίσω σελίδες του Ντίλαν, ένα τραγούδι που στην εξηλεκτρισμένη του εκδοχή μπροστά στο συγκεκριμένο ακροατήριο και μεσούντος του πολέμου στον Περσικό ακουγόταν αιχμηρό, επίκαιρο και «επικίνδυνο» όσο ποτέ άλλοτε. Όταν ο Ντίλαν τελείωσε το τραγούδι, εν μέσω του λεγόμενου standing ovation, ήταν σαφές ότι αποθεωνόταν από την ελίτ της βιομηχανίας του θεάματος ακριβώς γιατί διοχέτευσε την αποστροφή του «Masters of War» εξίσου προς την πλευρά του Σαντάμ αλλά και των «γερακιών» του Μπους και του στρατηγού Σβάρτσκοπφ. Οποιοσδήποτε άλλος πιθανώς θα είχε οδηγήσει την καριέρα του σε ένα άκομψο και απότομο φινάλε με μια τέτοια κίνηση. Όχι όμως ένας καλλιτέχνης με το ειδικό βάρος του Ντίλαν».
Επιπλέον, πρώτο μέλημα του Ομήρου είναι να αφηγηθεί παραδοσιακές και γνώριμες ιστορίες με το δικό του όμως πρωτότυπο ύφος, ακόμα και αν δεν μπορούμε εύκολα να βρούμε τι αποτελεί δική του επινόηση και τι έχει λάβει από την παράδοση. Με άλλα λόγια, δεν αναπαρήγαγε με αξιοπιστία τα ιστορικά γεγονότα, όπως σημειώνουν οι ερευνητές του, αλλά προτιμούσε τις εκδοχές που ήταν πιο πρόσφορες στη δική του επική πραγμάτευση, δηλαδή στο σκοπό της τέχνης του. Έτσι και ο Dylan, σύμφωνα με τον πρώην γραμματέα της Σουηδικής Ακαδημίας, Χόρας Ένγκνταλ, «επεξεργαζόταν το γλωσσικό υλικό όπως κάθε μοντέρνος καλλιτέχνη. Έβρισκε στολίδια και πεπαλαιωμένα υλικά, κοινότοπους στίχους, φράσεις εύστροφες, ευλαβικές προσευχές, ψίθυρους αγάπης, τραχιά καλαμπούρια κι όλα αυτά τα καθάριζε για να καταλήξει σε χρυσάφι ποιητικό. Επί τούτου ή όχι έχει ελάχιστη σημασία, κάθε δημιουργία ξεκινάει από την προσπάθεια και την μίμηση. Στην τέχνη του η γλώσσα του δρόμου συνάπτει ενώσεις με τον λόγο τον βιβλικό».
Γράφει, τέλος, ο Dylan στην αυτοβιογραφία του: «Όλο και κάποιους τίτλους μού κολλούσαν κάθε τόσο, τίτλους αναχρονιστικούς και ασήμαντους όσο σπουδαίοι κι αν ακούγονται. Θρύλος, είδωλο, αίνιγμα («Ο Βούδας με τα ευρωπαϊκά ρούχα» ήταν ο αγαπημένος μου)- τέτοια πράγματα, αλλά δεν με πείραζε. Αυτοί οι τίτλοι ήταν ήπιοι και ακίνδυνοι, χιλιοειπωμένοι, μπορούσες εύκολα να τα βγάλεις πέρα μ' αυτούς. Προφήτης, μεσσίας, σωτήρας- αυτοί είναι οι δύσκολοι». Για αυτό και στη διάλεξή του σημειώνει: «Είναι ένας δρόμος δύσκολος να τον περπατήσεις. Από πολλές απόψεις κάποιες από τις περιπέτειες του Οδυσσέα έχουν συμβεί και σ’ εσένα. Και στο δικό σου ποτό έριξαν ναρκωτικό. Κι εσύ μοιράστηκες το κρεβάτι σου με τη λάθος γυναίκα. Κι εσένα σε συνεπήραν μαγευτικές φωνές, γλυκές φωνές, με παράξενες μελωδίες. Κι είχες επίσης δύσκολα διλήμματα. Κι ακόμα δεν είχε τελειώσει τίποτα […] Ο Οδυσσέας έφτασε να γίνει ένας άγνωστος. Και όταν όλα τελείωσαν, όταν γύρισε σπίτι, κάθισε με τη γυναίκα του και της διηγήθηκε τις ιστορίες».
Μια από αυτές γράφτηκε στο τέλος του Μαΐου του 1964, όταν ο Dylan βρισκόταν, σύμφωνα με βιογράφους του, στα Βίλια της Αττικής, δημιουργώντας το "I Don't Believe You (She Acts Like We Never Have Met)" αντιστρέφοντας τους όρους της ιστορίας, καθώς είναι εκείνη που φεύγει…Χρόνια μετά, το 2012, στο «Early Roman Kings» αποκαλύπτει ξεκάθαρα την ομηρική του επιρροή: «Οὖτις ἐμοί γ᾿ ὄνομα: Οὖτιν δέ με κικλήσκουσι» («Κανένας τ᾿ όνομά μου, κι όλοι τους Κανένα με φωνάζουν») (Ομήρου, «Οδύσεια», ι, στ. 366) γράφοντας και τραγουδώντας: «One day / You will ask for me / There’ll be no one else / That you’ll wanna see». To είχε όμως δηλώσει πολύ νωρίτερα, από ξεκίνημά του όταν υπογράφοντας το πρώτο του συμβόλαιο τον ρώτησε ο επικεφαλής του διαφημιστικού τμήματος της Columbia με ποιον μουσικό της σύγχρονης σκηνής μοιάζει. «Με κανέναν, του απάντησα. Αυτό ήταν αλήθεια. Πράγματι δεν έμοιαζα με κανέναν».
Όλα όμως ξεκινούν από τον αρχέγονο νόστο του Οδυσσέα, αίσθημα που από πολύς νωρίς διακατέχει τον Dylan όπως και κάθε ανήσυχο οδοιπόρο, όταν ξεκινά ένα ταξίδι που δεν ξέρει πού θα τον οδηγήσει. Ξέρει όμως το πού θέλει να επιστρέψει. Έτσι, μόλις στα είκοσί του χρόνια, τον Δεκέμβρη του 1961, τραγουδά: «I will pawn my watch and chain and go home./ Go home, lord lord lord./ I will pawn my watch and chain and go home» στο «I Was Young When I Left Home».
Ο Dylan, λοιπόν, πάντα θα επιστρέφει στην ανησυχία της νεότητας. Για αυτό και μένει ες αεί νέος. Όπως ο Όμηρος.
-----------------------------
* Το άρθρο αποτελεί μέρος του Αφιερώματος του περ. Μετρονόμος, τχ. 71