Η παρουσία του τη δεκαετία του ’60 στη Γαλλία, όπου έπαιζε στις περίφημες μπουάτ της rive gauche της αριστερής όχθης του Σηκουάνα, τον έφερε σε επαφή με διάσημους Γάλλους τραγουδιστές της εποχής αλλά και με τη γαλλική ποίηση. Έτσι, μεταξύ των άλλων συνεργασιών του, το 1969, συνεργάζεται με την «ιέρεια του υπαρξισμού», Juliette Greco, στο δίσκο «Complainte amoureuse», σε έναν κύκλο δώδεκα τραγουδιών μελοποιώντας ποιήματα των Louis Le Cunff, Maurice Maeterlinck, Marie Nol, Paul luard, Alphonse Allais, Robert Desnos, Paul Verlaine, Charles Cros, Andr Frdrique, Louis Aragon και Pierre Seghers. Την ίδια εποχή ο Σπανός στην Ελλάδα θεμελίωνε μαζί με τον Αλέκο Πατσιφά το ελληνικό «nouvellevague» και ξεκινούσε να μελοποιεί και Έλληνες ποιητές.

  
Έτσι το 1967 κυκλοφορεί η Ανθολογία Α΄, δώδεκα τραγούδια του Σπανού σε ποίηση Παλαμά, Μυρτιώτισσας, Βιζυηνού, Παπαντωνίου, Λαπαθιώτη, Ρώτα,  Δάφνη, Τσουκαλά, Χατζόπουλου, Σκίπη και Χατζηπαναγιώτου. Τα περισσότερα ονόματα των ποιητών (όπως και στις δύο Ανθολογίες που θα ακολουθήσουν) μέχρι και σήμερα άγνωστα στο ευρύ κοινό, εκπροσωπούν μια ποίηση που κινείται στο πνεύμα του νεό-ρομαντισμού και της μελαγχολικής διάθεσης. Έτσι η επιλογή του Σπανού έρχεται σε αντίθεση με την περιρρέουσα μελοποιημένη ποίηση όπως εκφράζεται κατά βάση από τον Μίκη Θεοδωράκη (είχε ήδη κυκλοφορήσει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, τα «Επιφάνια» του Γιώργου Σεφέρη, τον «Ομηρο» του Brendan Behan κ.ά.) αλλά και βεβαίως με την ίδιο το πολιτικό κλίμα.H πολύχρονη όμως παρουσία του στη Γαλλία φαίνεται να επιδρά καταλυτικά αφού οι περισσότεροι ποιητές των Ανθολογιών του κατάγονται από τους περίφημους Γάλλους συμβολιστές. Οι μουσικές του από την άλλη (νεοκυματικές μπαλάντες, «γαλλικές» μελωδίες αλλά και λαϊκά, πρόδρομοι των μεταγενέστερων σπουδαίων ζεϊμπέκικων του) με το χαρακτηριστικό μέλος του, «υπηρετούν» το κλίμα των ποιημάτων (όπως και οι ερμηνείες των τραγουδιστών:  Πουλόπουλος, Χωματά, Αστεριάδη, Ζωγράφος, Βιολάρης) σε ένα όμως πιο φωτεινό κατά βάση ενορχηστρωτικό κλίμα.

 

Στο γιατί επέλεξε -και εν τέλει ανέδειξε-τους λεγόμενους «ελάσσονες» ποιητές, τις απαντήσεις τις έδωσε ο ίδιος σε συνεντεύξεις του –μολονότι πολλά χρόνια αργότερα, το 2003, κυκλοφόρησε τη μουσική του εργασία πάνω σε ποιήματα του Καβάφη:

Δεν έψαχνα για ονόματα, αλλά για ποίηση. Δεν μελοποίησα ποτέ Ελύτη και Σεφέρη. Υπήρχαν κι άλλοι ποιητές, λιγότερο γνωστοί, αλλά πολύ σημαντικοί. Πήγαινα στο ψάξιμο, όχι για να πρωτοτυπήσω, αλλά για να βρω την ουσία, σε σχέση με ό,τι αισθανόμουν εγώ. Έτσι π.χ. μελοποίησα και το "Είναι ν' απορείς" της Μαρίνας Λαμπράκη. "Μα υπάρχουν τόσοι ποιητές" μου έλεγαν τότε κάτι κουλτουριάρηδες φίλοι μου. "Έλα όμως που αυτό το ποίημα είναι σπουδαίο", τους απαντούσα». «Ήταν μια ανάγκη δικιά μου! Εγώ δεν είπα ότι θα μελοποιήσω τώρα ποιήματα για να γίνω σπουδαίος! Έπαιρνα ότι μου ταίριαζε, ότι ταίριαζε στη δικιά μου ιδιοσυγκρασία, ότι μου έβγαζε μουσική, μελοποιούσα! Στίχος ήτανε, ποίημα ήτανε, εγώ δεν κάνω διαφοροποίηση μεταξύ ενός στιχουργού κι ενός ποιητή μεγάλου! Το θέμα είναι, γίνεται τραγούδι αυτό το πράγμα; Γίνεται ωραίο τραγούδι; Εμένα το τραγούδι μ’ ενδιαφέρει και όχι το να ανήκω στην ελίτ των ανθρώπων που μελοποιούν ποιητές! Τους σέβομαι αλλά αυτό που θα κάνω θα είναι για τον κόσμο, για το κοινό κι όχι γιατί να πω ότι είμαι σπουδαίος!

 

 

Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφορεί η Ανθολογία Β΄. 
Και εδώ συναντάμε ίδιους ποιητές (Παλαμάς, Λαπαθιώτης, Μυρτιώτισσα, Βιζυηνός, Ρώτας) αλλά και «συγγενείς» τους, κυρίως της γενιάς του «Μεσοπολέμου» με τον χαρακτηριστικό αδιέξοδο λυρισμό τους: Καρυωτάκης, Ζαλοκώστας, Αθάνας, Άγρας, Εφταλιώτης. Οι ερμηνευτές επίσης κοινοί: Αστεριάδη, Πουλόπουλος, Χωματά, Βιολάρης συν την παρουσία της Αρλέτας και της Μαβίλη. Οι μελωδίες κινούνται στο ίδιο πλαίσιο, άλλοτε αέρινες (π.χ. «Η αναχώρησή της», «Στου τηλεφώνου το κοχύλι») άλλοτε πιο εσωτερικές (π.χ. «Τίποτ’ άλλο», «Άφιακτο κι αστόλιστο») χωρίς την επιτήδευση και το ενορχηστρωτικό μεγαλοϊδεατισμό, χωρίς, δηλαδή, η παρουσία της ποίησης να επιδρά δεσμευτικά,  να δημιουργεί «επικά» τραγούδια αλλά τραγούδια «παρέας». 
 
Το 1975 είναι η σειρά της Ανθολογίας Γ
του καλύτερου και πιο διαχρονικού δίσκου αυτής της σειράς. Διαφορετικής θεματολογίας ποιητές –περισσότερο υπαρξιστές και υπερρεαλιστές- (Σαχτούρης, Βάρναλης, Καββαδίας, Σκαρίμπας, Κουλούρης, Καρύδης, Λυγίζος, Σιμόπουλος, Δούκαρης, Λεονταρής, Λαμπράκη, Ιακωβίδη) και δύο μόνο ερμηνευτές: ο Κώστας Καράλης (στο δισκογραφικό του ντεμπούτο) και η Αρλέτα. Ωριμότερες εδώ οι μελωδίες του Σπανού, πάντα όμως στα πλαίσια του τραγουδιού που αναφέραμε και της μελοποίησης που δεν υποστηρίζει την πολιτική ταυτότητα των ποιητών –π.χ. Βάρναλης- αλλά υπηρετεί τη μουσικότητα και την αυτοτέλεια των κειμένων. Ξεχωριστά και διαχρονικά τα τραγούδια «Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι», Σπασμένο καράβι», «Στρατιώτης ποιητής», «Ιδανικός κι ανάξιος εραστής» (η πρώτη γνωστή μελοποίηση ποιήματος του Νίκου Καββαδία τέσσερα χρόνια πριν τον «Σταυρό του Νότου» του Θάνου Μικρούτσικου), και «Αν είσαι» (Πώς θες να το ξέρω).  
 
Ο Γιάννης Σπανός συνεχίζει πλέον από αλλού να ανθίζει τα μεγάλα κλωνάρια της μελωδίας που ποτέ δεν κράτησε για τον εαυτό του, χαρίζοντάς την απλόχερα στον κόσμο.