Μία κρίσιμη καμπή στην ιστορία της δημοτικής μουσικής υπήρξε η αστικοποίηση του πληθυσμού της υπαίθρου, που πήρε μαζικές διαστάσεις από τη δεκαετία του ’50. Οι άνθρωποι της επαρχίας γέμισαν τις πόλεις (κυρίως την Αθήνα), αλλά ερχόμενοι κατευθείαν από ένα περιβάλλον που διατηρούσε άρρηκτες σχέσεις με τη φύση, τα έθιμα και εν γένει με τον λαϊκό πολιτισμό αναζήτησαν ένα υποκατάστατο όχι μόνο για λόγους αναμνήσεων και συναισθηματικούς, αλλά γιατί –κυρίως- είχαν συνηθίσει να εκφράζονται με αυτόν τον τρόπο. Αυτή την ανάγκη κάλυψαν οι δημοτικοί μουσικοί και τραγουδιστές που έσπευσαν με τη σειρά τους να αλλάξουν τις επαγγελματικές τους συνήθειες διατηρώντας τις καλοκαιρινές «δουλειές» (πανηγύρια) στα χωριά, αλλά μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους και δραστηριότητας στα νεότευκτα «μαγαζιά» της πόλης.

Αυτό που συνέβη στη συνέχεια, έχει περιγραφεί από πολλούς ως και «αποκοπή από τον ομφάλιο λώρο» της λαϊκής μουσικής, ωστόσο υπάρχουν επίσης αρκετοί που αντιτείνουν πως η δημοτική παράδοση δεν σταμάτησε και δεν έπαψε ποτέ να εξελίσσεται. Είτε προσαρμοσμένη στις νέες (πιο αστικές) συνθήκες, είτε ακόμη και με τον τρόπο που επί αιώνες συνήθιζε. Αυθόρμητα και σε άμεση επαφή με τη φύση. 

Τα θεωρητικά ζητήματα διατηρούν το ενδιαφέρον τους, ωστόσο το «Παραδούναι και Λαβείν» καταθέτει σήμερα ένα «ολοζώντανο» παράδειγμα που ενισχύει την επιχειρηματολογία για το δεύτερο σκέλος της υπόθεσης, περί συνέχισης αυτής της παράδοσης σε συνθήκες φυσιολογικές και υπαίθρου και μάλιστα σε υψηλό επίπεδο.

Πρόκειται για την περίπτωση του Παναγιώτη και του Άγγελου Κοκκώνη από τη Βυτίνα Αρκαδίας, δύο αδέρφια πολυμελούς οικογένειας από την πανέμορφη κωμόπολη της Πελοποννήσου. Με κύρια ασχολία την κτηνοτροφία, αλλά και μουσικά ακούσματα μέσα στην οικογένειά τους (ο πατέρας τους παίζει κλαρίνο και η γιαγιά τους έπαιζε φλογέρα) ο Παναγιώτης και ο Άγγελος βρήκαν στη μουσική την εκπλήρωση της ανάγκης τους για έκφραση. Και μάλιστα με έναν τρόπο που όχι μόνο ικανοποιεί τα προσωπικά τους κίνητρα, αλλά προκαλεί το θαυμασμό και τη συγκίνηση σε όσους έχουν την τύχη να τους ακούσουν.

«Ξεκίνησα από μόνος μου, ήθελα από παιδί να μάθω φλογέρα για να παίζω εκεί όπως πήγαινα στα πρόβατα. Η μουσική μου άρεσε γιατί από μικρός άκουγα τα παλιά τραγούδια. Τη Γεωργία Μητάκη, τη Ρίτα Αμπατζή, το Νίκο Καρακώστα (κλαρίνο), τον Αριστείδη Βασιλάρη (φλογέρα), το Βασίλη Μπατζή (κλαρίνο). Προσωπικά, όμως μου αρέσει περισσότερο ο Κώστας Φιλίππου (κλαρίνο), ο μαθητής του Νίκου Καρακώστα», μας εξομολογήθηκε ο Παναγιώτης Κοκκώνης στη συνάντησή μας για τις ανάγκες της καταγραφής που έγινε στο ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, που βρίσκεται στην Βορειοδυτική άκρη της Βυτίνας.

Aggelos Kokkonis
«Μου αρέσει η παραδοσιακή μουσική και παίζω καλαματιανά – τσάμικα. Από μουσικούς ξεχωρίζω τον Καρακώστα, τη Μηττάκη, γενικά τους παλιούς, διότι ήταν καλοί, ο καθένας είχε το δικό του χάρισμα»
, είπε ο Άγγελος Κοκκώνης όταν με τη σειρά του, λίγο αργότερα έπαιξε κλαρίνο, ακριβώς δίπλα από το σημείο όπου φυλούσε τα πρόβατα της οικογένειας, για να προσθέσει… « Πως ξεκίνησα; Κάποια περίοδο, ο αδελφός μου ο Παναγιώτης είχε χτυπήσει στο πόδι του και αναγκαστικά έμεινε για ένα μήνα στο σπίτι. Τότε, λοιπόν, σιγά – σιγά παίρναμε το κλαρίνο του πατέρα, κρυφά από τον ίδιο, και παίζαμε. Ο πατέρας μας παίζει κι αυτός ερασιτεχνικά, από μόνος του. Πρώτα βγάλαμε νότα – νότα ένα τραγούδι και μετά ήρθαν τα υπόλοιπα. Γνωρίζουμε ότι και η γιαγιά μας η Αμαλία έπαιζε φλογέρα. Ήταν γνωστό στη Βυτίνα και ο κόσμος έλεγε «Να, κελαηδούν τα πουλιά» όταν άκουγαν τη φλογέρα της. Προσωπικά, αν δεν παίξω κλαρίνο θα αρρωστήσω, δεν μπορώ. Είναι για εμένα, όπως είναι το τσιγάρο για άλλους…»

Αντί επιλόγου, θα ήταν σκόπιμο να σημειώσουμε πως ο Παναγιώτης Κοκκώνης στις 12 Αυγούστου 2013, απέσπασε το πρώτο βραβείο για την «καλύτερη εκτέλεση παραδοσιακού μουσικού οργάνου», στον 40ό Πανελλήνιο Διαγωνισμό Δημοτικού Τραγουδιού και Μουσικής, που διεξάγεται κάθε χρόνο στα Λαγκάδια Γορτυνίας. Την κριτική επιτροπή αποτελούσαν οι επιστήμονες - ερευνητές του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών: Αικατερίνη Πολυμέρου – Καμηλάκη (λαογράφος, διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Πρόεδρος), Ευάγγελος Καραμανές (κύριος ερευνητής του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών) και Ιωάννης Πλεμμένος (μουσικολόγος, ερευνητής του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών).

Υ.Γ. Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τον κ. Τρύφωνα Ζαχαρόπουλο για την πολύ σημαντική συμβολή του στην καταγραφή.