domna_samiouΤο ποια ήταν η Δόμνα Σαμίου και ποιο το έργο της είναι ευρέως γνωστό (ευτυχώς) κι αυτό που μένει να εκτιμηθεί είναι το μέγεθος αυτής της προσφοράς. Όχι, από τον απλό κόσμο που ήδη το έχει πράξει, αλλά από αυτούς που έχουν τα γένια και τα χτένια και καλούνται να πάρουν στα χέρια τους τη σκυτάλη για να αξιοποιήσουν έναν ανεκτίμητο θησαυρό. Που όμως δεν είναι για τα «σαλόνια», αλλά για να προσφερθεί απλόχερα προς εκεί από όπου αντλήθηκε. Στις λαϊκές γειτονιές, στα σχολεία, στα σχολεία, στα σχολεία, άντε και στα ωδεία…
Αυτές οι σκέψεις με κυρίευαν καθώς ανηφόριζα τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, την περασμένη Κυριακή (8 Ιουλίου) με κατεύθυνση προς το Ηρώδειο για τη συναυλία – εκδήλωση τιμής και μνήμης προς τη Δόμνα Σαμίου. Λίγο πριν στρίψω δεξιά και ανέβω τα σκαλιά που οδηγούν στο Ωδείο της ρωμαϊκής περιόδου, μία κοπέλα με μία λαύτα στα χέρια και ένα θρακιώτικο τραγούδι στα χείλη ήταν η καλύτερη εισαγωγή. Η προσομοίωση του… Παραδούναι (από τους παλιότερους) και Λαβείν (από τους νεότερους).

 

Λίγα λεπτά αργότερα, η εκδήλωση σε επιμέλεια του δημοσιογράφου Γιώργου Παπαδάκη, ξεκινούσε με την προβολή σειράς συνεντεύξεων από μέλη της Χορωδίας του Καλλιτεχνικού Συλλόγου Δημοτικής Μουσικής «Δόμνας Σαμίου», που έστω και από συναισθηματικής απόψεως απέδωσε ενδιαφέρουσα σκιαγράφηση μιας μεγάλης προσωπικότητας… Συγκεκριμένα, μερικές από τις μαρτυρίες που ακούστηκαν είναι οι παρακάτω:

Μυρτώ Βουνάτσου: «Γνώρισα την κ. Δόμνα Σαμίου, όταν χρειάστηκα τη γνώμη της για την Μεταπτυχιακή μου εργασία υπό τον τίτλο «Πόσο σύγχρονη είναι η παραδοσιακή μουσική» και τελικά κατέληξα να γίνω μέλος της Χορωδίας. Ήταν αυστηρή, αλλά και γενναιόδωρη. Αντιμετώπιζε με ήθος την παραδοσιακή μουσική. Δημιουργούσε συνεχώς ομάδες ανθρώπων και ήταν ο κρίκος ανάμεσα στην παραδοσιακή μουσική και τη νέα γενιά. Έχει διδάξει και αγγίξει πολύ κόσμο».
Γιάννης Καμπούρης: «Είχε μία ευχάριστη διάθεση για ζωή και μπορούσε να διακρίνει την ποιότητα παντού, όχι μόνο στη μουσική. Αντιπαθούσε την ανοησία…»
Βασίλης Καραντζός: «Υπάρχει ανέκδοτο υλικό από τις καταγραφές της Δόμνας Σαμίου τα τελευταία 40-50 χρόνια. Το κράτος τι κάνει γι’ αυτό; Η ίδια έλεγε πως από τον απλό κόσμο μαζέψαμε το υλικό αυτό κι εκεί ανήκει…»
Άννα Αναστασιάδου: «Προσπαθούσε να αποδώσει τα τραγούδια έτσι ακριβώς όπως τα είχε ακούσει από τους ντόπιους στα μέρη των ηχογραφήσεων. Αγαπούσε όμως πολύ τα παιδιά και τους νέους. Πίστευε πως αυτοί είναι η συνέχεια…»
Θεόφιλος Γομάτος: «Είχε μία ανθρώπινη και στενή σχέση με τους ανθρώπους που ήταν κοντά της».
Λάζαρος Μήτσης: «Μία πολύ μεγάλη ρίζα της Ελλάδας κόπηκε με το θάνατο της Δόμνας Σαμίου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν άνθρωπο που ενσαρκώνει όλη τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Από τη Σμύρνη, στην προσφυγιά της Καισαριανής, στην κατοχή και το θάνατο της αδερφής της, έως τις μέρες μας… Είχε ένα όνειρο. Να γεμίσει ένα φορτηγό με cd της και να τα μοιράσει στα σχολεία όλης της χώρας!»
Πόλα Καραντάνα: «Με τη φωνή της μετέτρεπε το παρελθόν σε ένα ολοζώντανο παρόν»
Από την πλευρά του, ο ίδιος ο Γιώργος Παπαδάκης στη δική του βιντεοσκοπημένη δήλωση εξέφρασε τη σχέση συγκίνησης και παραδοχής προς τη Δόμνα Σαμίου που «κατάφερε ιδιαιτέρως πολύτιμα πράγματα…» και στάθηκε στην αξία και την επικαιρότητα του έργου της που πολλαπλασιάζονται σε μία εποχή που τα όνειρα των νέων «γίνονται άπιαστα»…

Το μουσικό μέρος ξεκίνησε (μέσω βιντεοπροβολής) με την ίδια τη Δόμνα Σαμίου να τραγουδά το τραγούδι της ξενιτιάς από τη Θράκη, «Να ‘μουν πουλί να πέταγα» και οι μουσικοί συνέχισαν με το «Δεν είν’ αυγή να σηκωθώ» υποδεχόμενοι έτσι τη Χορωδία. Τον μικρό πρόλογο έκλεισε και πάλι η –μέσω προβολής (εντός κι εκτός)- Δόμνα Σαμίου με το ρουμελιώτικο «Με γέλασε μια χαραυγή» καταλήγοντας με το στίχο «Μη με παίρνεις Χάρε, γιατί δεν με ξαναφέρνεις…»
Και η αλήθεια είναι αυτή… Η «αναχώρηση» ενός τόσο σημαντικού ανθρώπου αφήνει στους ώμους των παραμενόντων ένα βάρος που καλούνται να επωμιστούν δημιουργικά. Μάλιστα, η απόδοση ευθύνης και κληρονομιάς από τη Δόμνα Σαμίου είναι πολύ νωπή, καθώς και το κατευόδιό της, για να μας κάνει να λησμονούμε βασικά στοιχεία της βιωματικής κατάθεσής της. Υπό αυτή την έννοια, προσωπικά δεν κατανόησα δύο τινά. Πρώτον, την (έντονη) απουσία από την ορχήστρα βασικών συνεργατών της Σαμίου και δεύτερον την επιλογή των Μανώλη Μητσιά, Δημήτρη Μπάση (κυρίως) και Ζαχαρία Καρούνη, Ελευθερίας Αρβανιτάκη και Φωτεινής Βελεσιώτου (κατά δεύτερο λόγο). Χωρίς να μπαίνουμε σε διαδικασίες κρίσης του καλλιτεχνικού μεγέθους (μακριά από εμάς...), παρόλα αυτά ειδικά ο Μητσιάς δεν έγινε… ευπρόσδεκτος από τα ίδια τα τραγούδια («Τ’ αηδόνια της Ανατολής», «Πω, πω, πω, Μαρία σ’ αγαπώ», «Μήλο μου κόκκινο»). Δεν κατάφερε να φτάσει στο πλαίσιο μιας ερμηνείας του Χρόνη Αηδονίδη (στην πρώτη περίπτωση από την Ανατολική Θράκη), ενώ στα επόμενα δύο άφησε το κοινό να πιάσει το νήμα των στίχων και να το ξετυλίξει. Χάσαμε έτσι την ευκαιρία μιας προσωπικής ερμηνείας σε τραγούδια της ιδιαίτερης πατρίδας του (Μακεδονία).
Αμέσως μετά, ο Δημήτρης Μπάσης κέρδισε τις εντυπώσεις ενός μέρους του κοινού με μία «δυνατή» ερμηνεία φωνητικά. Που είναι η ένσταση; Μα, στο ότι τα παραδοσιακά μας τραγούδια γυρεύουν την ψυχή και όχι τη δύναμη για να επικοινωνήσουν. Αυτό ήταν που έλειψε από την «εξωστρεφή» ερμηνεία του καλού τραγουδιστή.

domna_samiou2Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος της πιο πάνω επισήμανσης, προσωπικά εκτίμησα στην ερμηνεία του Καρούνη το «δόσιμο», την προσπάθεια να ενταχθεί στο ψυχολογικό κάλεσμα των τραγουδιών («Έβγα, ήλιε μ’, έβγα», «Αντα’ μαν παλληκάρι», «Μοναχογιός ο Κωνσταντής», «Της τριανταφυλλιάς τα φύλλα») όμως ο άνθρωπος έχει τραγουδιστικό ύφος που προέρχεται ή έχει βαθιές επιρροές από τον κλασικό χώρο. Και αυτό ακούγεται. Του λείπει -στη φωνή του- η γλύκα και το χρώμα των παραδοσιακών τραγουδιών. Υπήρξε μία αξιοπρεπής παρουσία, τίμησε την κλήση που δέχτηκε, αλλά ήταν λίγο παράταιρος ως προς την ουσία του αντικειμένου. Καθώς επίσης, και η Αρβανιτάκη με τη Βελεσιώτου, ωστόσο οφείλω να ομολογήσω πως αφενός η πρώτη απέδωσε άψογα τα «Πες μου γιατί άλλαξες γιατί» (σύνθεση του Στέλιου Κορομύτη σε στίχους Κώστα Μάνεση… έχει άραγε προλάβει να γίνει λαϊκό «κτήμα» και άρα παραδοσιακό τραγούδι;), «Τζιβαέρι» και «Μες του Αιγαίου τα νερά». Μάλιστα, το πόσο καλά και σωστά δουλεύει η ίδια τη φωνή της αποδεικνύεται από το γεγονός πως η σύγκριση της ερμηνείας των δύο τελευταίων κομματιών με την αντίστοιχη ηχογράφηση του 1996 («Εκτός Προγράμματος») φέρνει σε ισοϋψή ίσως και καλύτερη θέση το παρόν αποτέλεσμα.  Αφετέρου, η Βελεσιώτου, καίτοι της φαινόταν μία αμηχανία, ωστόσο χάρισε απλόχερα το χαρακτηριστικό της φωνητικό «χρώμα» στα «Κανελόριζα», «Ο Μεμέτης».

Αντιθέτως με τα πιο πάνω, η κατεξοχήν συνεργάτης τα τελευταία χρόνια και -κατά τη γνώμη μας- η τραγουδίστρια από την οποία μπορούμε βάσιμα να περιμένουμε πολύ όμορφα πράγματα στο παρόν και το άμεσο μέλλον (με ήδη πολύ σημαντικό έργο…), η Κατερίνα Παπαδοπούλου κλήθηκε να ερμηνεύσει μόλις πέντε τραγούδια επί συνόλου 31… Αυτό πως μπορεί να εξηγηθεί; Και μάλιστα, την ώρα που ο εξαιρετικός Ηπειρώτης τραγουδιστής, Σάββας Σιάτρας πήρε δύο φορές θέση πίσω από το μικρόφωνο (για τα «Αυτά τα μάτια Δήμο μ’», «Τρυγόνα»), ο Θρακιώτης, μουσικός (ουτίστας), τραγουδιστής και χορευτής Βαγγέλης Δημούδης άλλες δύο, ενώ ο Ηλίας Υφαντίδης (από τον Πόντο για το «Αν αποθάνω θάψον με») και ο Αντώνης Κυρίτσης (από τη Θεσσαλία για το «Ένας πασάς διαβαίνει») μόλις μία… Μήπως λοιπόν, κάπου «λόξεψε» ο τελικός καταμερισμός και εν τέλει το ύφος του προγράμματος μέσω της επιλογής των ερμηνευτών και ίσως και των κομματιών;

Εξαιρετική ιδέα και στιγμή η ερμηνεία της νεαρής Άννας Κουκλάκη στο ριζίτικο «Για δες περβόλιν όμορφο». Εκτός του ότι εξέφρασε την μεγάλη αγάπη και έγνοια της Δόμνας Σαμίου για τα μικρά παιδιά (προηγήθηκε ένα πολύ όμορφο ντοκουμέντο από την ηχογράφηση της με την παιδική χορωδία του 9ου Δημοτικού Σχολείου της Νέας Σμύρνης στο «Να το πούμε Ένα»), παράλληλα απέδωσε και όλη την ουσία της παραδοσιακής μας μουσικής. Από ψυχή καμωμένη, δοσμένη και παραδομένη…
Η παράσταση έκλεισε με το τραγούδι από την Πόλη «Έχε γεια πάντα γεια», που έκανε πολύ γνωστό η Δόμνα Σαμίου με την ερμηνεία της, αλλά και με έναν προφορικό ιδιωματισμό που απέδιδε στο «Πάντα γεια» μία χροιά που το μετέτρεπε σε «Παναγιά»… Εκεί συμμετείχε όλο το κοινό τραγουδώντας. Μέχρι και οι κυρίες ξοπίσω μου, που στο διάλλειμα συζητούσαν για τα γνωστά ζαχαροπλαστεία και μαγαζιά της πλατείας Κολωνακίου…

ΥΓ1 Το Ηρώδειο γέμισε περίπου στα 3/4. Σε μία παράσταση με πυρήνα τη σπουδαία Δόμνα Σαμίου, αλλά ως αντικείμενο (είμαι σίγουρος πως θα συμφωνούσε και η ίδια) την παραδοσιακή μουσική. Δηλαδή, την κατεξοχήν λαϊκή. Γιατί, δεν δόθηκαν δωρεάν εισιτήρια σε ανθρώπους που δεν έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν το αντίτιμο ή ακόμη περισσότερο σε μαθητές και σπουδαστές;
ΥΓ2. Στο πρόγραμμα υπήρχε η αναφορά πως ο Κλέαρχος Κορκόβελος (εκ της ορχήστρας μουσικών) θα παίξει σαντούρι, ένα όργανο πολύ βασικό σε μία «ζυγιά» παραδοσιακής μουσικής και μάλιστα σε πολλά μέρη της Ελλάδας (αν όχι… παντού). Αυτό δεν συνέβη ποτέ. Αυτό που είχε εμπρός του ήταν ένα τσίμπαλομ από την Ουγγαρία.