tarlambasiΤο ημερολόγιο ενός ταξιδιώτη μέσα από την προσωπικά οπτική γωνία στα ίδια του τα βήματα. Στην πόλη του ονειρικού συνειδητού του. Ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας πολίτης του κόσμου, αλλά και Πολίτης στην «Πόλη των Απόντων» αποτύπωσε σε ένα υπέροχο βιβλίο τα συστατικά που κάνουν την Κωνσταντινούπολη διαχρονικά να ακροβατεί ανάμεσα σε μία σκληρή πραγματικότητα και τη διάσταση του μύθου. Το musicpaper δημοσιεύει 7 φωτογραφικά στιγμιότυπα (όσοι οι λόφοι της Πόλης) και την περιγραφή τους, έτσι όπως αποτυπώθηκε στο βιβλίο του, «Κωνσταντινούπολη - Πόλη των Απόντων», από τις εκδόσεις Πατάκη. Το φωτογραφικό υλικό που επιμελήθηκε ο ίδιος ο συγγραφέας παρουσιάστηκε πρόσφατα σε έκθεση του χώρου Τέχνης, «Μελάνυθρος»

.

 

1. Tαρλάμπασι – Φανάρι
Κρέμονται παντού στις ιστορικές γειτονιές, σαν πολύχρωμες γιρλάντες πανηγυριού, αυτές οι μπουγάδες της Πόλης. Για πολλούς από εμάς τοπικό χρώμα, ψηφίδα κεντρική στο αστικό ψηφιδωτό της Πόλης. Για πολλούς Τούρκους αστούς – και δη για τους νεόπλουτους – κάτι το ανεπιθύμητο, ένα αισθητικό εξάμβλωμα. Ίσως γιατί τις έχουν συνδέσει με τις λαϊκές τάξεις και τη φτώχεια, ίσως γιατί τους χαλάει τη φαντασίωση του μοντέρνου και του «δυτικού» που τρέφουν για την Πόλη και τη χώρα τους. Όταν βρίσκουν παρόμοιες μπουγάδες στην Ιταλία και την Πορτογαλία, ξεπερνούν το κόμπλεξ και ως δια μαγείας εκτιμούν – ex post facto – και αυτές της Πόλης. Και τι δε θα δεις να κρέμεται στις μπουγάδες, από ρούχα, εσώρουχα και κουβέρτες μέχρι και τις ποδιές και τις σχολικές σάκες των παιδιών του δημοτικού. Οι νοικοκυρές μου είπαν πως πλένουν τις σάκες τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα.

balat-totragoudistokagelo
2. Balat – Τραγούδι στο κάγκελο

Ήταν από τα πράγματα που αμέσως τράβηξε την προσοχή μου όταν πρωτοπερπάτησα τις φτωχογειτονιές των ιστορικών συνοικιών της Πόλης: τα παιδιά που τα καθίζουν στα περβάζια των παραθύρων. Τι αλλόκοτο συνήθειο κι αυτό, σκέφτηκα. Ήξερα μεν για τις Ρωμιές και τις Αρμένισσες κυράδες, τις περίφημες κοκόνες, που κάθονταν με τις ώρες στα παράθυρά τους χαζεύοντας το δρόμο - εικόνα τόσο χαρακτηριστική της παλιάς Κωνσταντινούπολης, όταν ακόμα ζούσαν εδώ οι γηγενείς μη-Μουσουλμάνοι. Αλλά το να βάζουν τα μικρά παιδιά στα περβάζια, όταν οι γυναίκες συγυρίζουν το σπίτι, ήταν για μένα κάτι πρωτάκουστο και κάπως τρομακτικό. Εικόνα γεμάτη ζωντάνια βέβαια, αλλά που εξακολουθεί να με τρομάζει κάπως. Διατηρώ το φόβο πως κάποιο ζωηρό παιδάκι, που το έβαλαν απερίσκεπτα σε παράθυρο τα κάγκελα του οποίου δεν είναι αρκετά στενά, θα κάνει την τολμηρή κίνηση και θα βουτήξει, χωρίς να το θέλει, στο καλντερίμι από κάτω, ή πως θα το απαγάγει κάποιος μανιακός περαστικός...

Ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Cambridge, αλλά παράτησε τη νομική καριέρα με απέραντη ικανοποίηση το 2003 και μετακόμισε στην Πόλη. Η μετοίκηση αυτή ήταν αποτέλεσμα της έλξης που ο χώρος και ο χρόνος της Πόλης άσκησαν πάνω του, ένα δυνατό δέσιμο με την Πόλη που ακόμη διαρκεί. Έχοντας «πειραματιστεί» σε διάφορους επαγγελματικούς χώρους, δουλεύει ως δημοσιογράφος σε ελληνικά και βρετανικά μέσα από το 2003. Με βάση του την Πόλη, ζει πια νομαδικά, ανάμεσα στην Πόλη, το Λονδίνο και την Αθήνα, αλλά με την πρώτη ευκαιρία παίρνει το αεροπλάνο για μακρύτερα. Η φωτογραφική μηχανή συνοδοιπόρος του σε κάθε περιπλάνηση, τετράδιο καταγραφής. Προς το παρόν δηλώνει περιηγητής. Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει συγγραφέας.

Στην «Πόλη των Απόντων» ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας συνδέει τον γεμάτο ζωή κόσμο του παρόντος των ιστορικών συνοικιών με εκείνον των ιστορικών κατοίκων τους. Ταυτόχρονα όμως, παραμερίζοντας τη νοσταλγία και τη μελαγχολία, παραδίνεται στη μαγεία της σημερινής Πόλης, αφήνεται στη χαρά της ανακάλυψης, αγαπά τους μικρόκοσμους που συναντά και αισθάνεται την αγωνία του επερχόμενου τέλους τους. Το τέλος θα έχει, αυτή τη φορά, τη μορφή προγράμματος «αστικής εξυγίανσης». Η έκθεση αυτή δανείζεται τον τίτλο της από το ομώνυμο βιβλίο του, ένα οδοιπορικό με θέμα το χαμένο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της Πόλης

arpaxtika3. Aρπαχτικά
Η Βασιλεία των Ουρανών της Πόλης ανήκει στους θορυβώδεις γλάρους της. Από κτήσεως κόσμου, τα σμήνη αυτά διαφεντεύουν τον εναέριο χώρο της αδιαφορώντας παντελώς για το ποιοι έχουν την εξουσία από κάτω τους και σε ποια κοσμογονία πιστεύουν. Εδώ και οκτώ χρόνια, οι στριγγιές κραυγές των γλάρων αποτελούν τμήμα της καθημερινότητάς μου. Δεν είναι λίγες οι φορές που με τρομοκρατούν, όταν γράφοντας κάτι έχω αφαιρεθεί το βράδυ μες στην ησυχία, και τις ακούω, συχνά επίμονες, μέσα στη νύχτα. Το ίδιο και οι σειρήνες - ακόμη πιο διαπεραστικές αυτές - των πλοίων που, κατά εκατοντάδες, περνούν κάθε μέρα το Βόσπορο. Τάνκερ, φορτηγά, πορθμεία των αστικών συγκοινωνιών και πού και πού το απαραίτητο πολεμικό ανεβοκατεβαίνουν το στενό. Οι γλάροι είναι, πρέπει να σου πω, οι τραμπούκοι του φτερωτού βασιλείου. Αρπακτικά par excellence. Χυμούν βούληση και σου κλέβουν το έδεσμα που αμέλησες να προφυλάξεις στο κατάστρωμα του πορθμείου. Όπου πραίστανται δεν αφήνουν κανένα άλλο πτηνό να επωφεληθεί της φιλοζωΐας των Τούρκων, που δεν αφήνει ποτέ τα ζωντανά ατάιστα, διεκδικώντας τα πάντα για τον εαυτό τους.

Οπτικές αναμνήσεις οκτώ ετών περιπλάνησης στα στενά των ιστορικών συνοικιών της Κωνσταντινούπολης. Εικόνες ημερολογίου από την καθημερινότητα των σημερινών κατοίκων του Πέραν, του Ταρλάμπασι, του Φαναρίου, του Κούμκαπι, των τεχνιτών στα χάνια της Παλιάς Πόλης. Οι τελευταίες ίσως εικόνες της φτωχικής ζωής των επαρχιωτών που κατέκλυσαν τις ιστορικές συνοικίες, όπως και ολόκληρη την Πόλη, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Μιας ζωής που κινδυνεύει να εξοριστεί στην περιφέρεια της αχανούς μεγαλούπολης, υποχωρώντας μπρος στο κύμα της "αστικής ανάπλασης" που σαρώνει την Κωνσταντινούπολη. Εικόνες που θα αναγνωρίσει αμέσως όποιος έχει πάρει τις ανηφοριές της ιστορικής επτάλοφης χερσονήσου, όποιος έχει χαθεί στα στενά του Γαλατά και του Πέραν απέναντί της: τα παιδιά που τα καθίζουν στα περβάζια των παραθύρων, οι μπουγάδες που κρέμονται σα γιρλάντες πάνω από τους δρόμους, το παιδομάνι που τους κατακλύζει, οι γεμάτες χρώμα υπαίθριες αγορές, τα περιστέρια που τα βάφουν με σπρέι για αγώνες. Τα χάνια της παλιάς Πόλης που κρύβουν πίσω από τις ογκώδεις μεταλλικές πόρτες τους κοσμηματοποιούς, ράφτες, τεχνίτες και βιοτέχνες όλων των ειδών.

antioxiani4. Αντιοχιανή
Πρόκειται για μία κοινότητα που προστέθηκε σχετικά πρόσφατα στο ανθρωπολογικό ψηφιδωτό της Πόλης. Προκαλεί δε αρκετή σύγχυση ως προς το πώς πρέπει να ονομασθεί. Έχουν προταθεί το Αντιοχείς, Αραβοορθόδοξοι, Αραβόφωνοι, με περισσότερο επιτυχές μάλλον το πρώτο. Κατάγονται από την ιστορική Αντιόχεια, σημερινή Αντάκια, και τα χωριά της, στα σύνορα με τη Συρία, και είναι Ελληνορθόδοξοι. Μέχρι πρόσφατα είχαν ως πρώτη γλώσσα την αραβική, την οποία σήμερα έχει αντικαταστήσει η τουρκική. Καθώς η ιστορική τους κοιτίδα, τμήμα της ιστορικής Συρίας, προσαρτήθηκε στην Τουρκία μόλις το 1938, γλίτωσαν την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Αποτελούν έτσι σήμερα τους μόνους Ελληνορθόδοξους της Μικράς Ασίας. Οι Αντιοχείς άρχισαν να μεταναστεύουν στην Πόλη από τη δεκαετία του 1970 αναζητώντας, όπως όλοι οι επαρχιώτες, μία καλύτερη τύχη. Σήμερα, μετά τη μαζική έξοδο των Ρωμιών, αποτελούν πια την πλειοψηφία μεταξύ των Ελληνορθοδόξων της Πόλης, ιδίως στις νεότερες ηλικίες – κάτι ελάχιστα γνωστό στην Ελλάδα. Καθώς σημαντικό μέρος της κοινότητας έχει ενταχθεί στους θεσμούς της Ομογένειας, σε λίγα χρόνια η πλειοψηφία της θα κατάγεται από την κοινότητα αυτή και όχι από τους Ρωμιούς. Αντιοχείς είναι οι φύλακες και νεωκόροι των εκκλησιών της Πόλης, οι επιστάτες των ομογενειακών σχολείων και ολοένα και σημαντικότερο τμήμα του κλήρου και του διδακτικού προσωπικού της.

belle-poque5. Belle Époque
Στα τέλη του 19ου αιώνα και τη χαραυγή του εικοστού, μία στρατιά Ελλήνων, Αρμενίων και Λεβαντίνων αρχιτεκτόνων έντυσε την Πόλη με κτίσματα σε ένα ρυθμό εκλεκτικό και ευρωπαΐζοντα, ένα ρυθμό που διατήρησε κάποιες ιδιομορφίες της τοπικής αρχιτεκτονικής (όπως την τζούμπα, το προτεταμένο σκεπαστό μπαλκόνι). Πρόκειται για τον εκλεκτικισμό της Πόλης της Belle Époque,  εποχής που ήταν πραγματικά Belle για τις χριστιανικές και εβραϊκές κοινότητες της Αυτοκρατορίας που έζησαν την απώτατη ευμάρεια και τη μέγιστη ελευθερία (μελανή εξαίρεση οι σφαγές των Αρμενίων επί Αβδούλ Χαμίτ). Η τελευταία αναλαμπή πριν την καταστροφή. Ολόκληρες ζώνες του ιστού της σημερινής Πόλης - ο Γαλατάς, το Πέραν, το Ταρλάμπασι, το Εμίνονου, το Φανάρι, το Μπαλάτ, το Κούμκαπι, το Μέγα Ρεύμα (Αρναούτκιοϊ) και πολλά προάστια - αποτελούν ανοικτά μουσεία του εκλεκτικισμού της Belle Époque. Πολυώροφα μέγαρα μεγαλοπρεπή με προσόψεις ροκοκό ή Art Nouveau και σπίτια ταπεινότερα αλλά κομψότατα, αλλού καταρρέουν, αλλού έχουν καταστεί αντικείμενο αναπαλαίωσης (τα αποτελέσματα της οποίας ποικίλλουν από εξαιρετικά ως αισχρά, κατά περίπτωση). Βρίθουν πάνω τους οι πλάκες με τα ονόματα των αρχιτεκτόνων στα ελληνικά και τα γαλλικά, οι επιγραφές στην ελληνική, αρμενική, οθωμανική...

Μέσα σε όλη αυτή την εκκωφαντική ζωή και κίνηση, όμως, κάθε βήμα το συνοδεύουν τα αδιάψευστα ίχνη μιας απουσίας. Εκείνοι που μέχρι πολύ πρόσφατα κατοικούσαν πολλές από τις ιστορικές συνοικίες της Πόλης, Ρωμιοί, Αρμένιοι, Εβραίοι, λάμπουν δια της απουσίας τους. Κάποιοι μετοίκησαν σε «καλές» γειτονιές των προαστίων, η συντριπτική όμως πλειοψηφία βρίσκεται στο εξωτερικό. Η μνήμη της μακραίωνης παρουσίας των κοινοτήτων αυτών και η φυγή τους παρά τη θέλησή τους βαραίνει δυσβάσταχτη στο αστικό τοπίο. Το ευαίσθητο μάτι βρίσκει τα ίχνη της παντού. Εκκλησίες και συναγωγές κλειστές, σπίτια που τα κατοικούν άλλοι, κοιμητήρια κρυμμένα πίσω από ψηλούς τοίχους, άδειοι χώροι στη θέση μεγάρων που κατεδαφίστηκαν και έγιναν «otopark». Αλλά και στα καταρρέοντα μέγαρα της Μπελ Επόκ του Πέραν και στα σεμνότερα σπιτάκια του Κούμκαπι, του Φαναρίου και του Μπαλάτ, πλάκες με τα ονόματα των αρχιτεκτόνων, ονόματα «ξενικά» πια για το μέσο Τούρκο.

punch6. Punch
Μεγάλες δόξες γνωρίζει τελευταία το γκραφίτι στην Πόλη, όπως εξάλλου και στην Αθήνα. Οι τοίχοι του Γαλατά και του Πέραν, κυρίως, έχουν μετατραπεί στον καμβά πάνω στον οποίο μια στρατιά ντόπιων και ξένων έχει βαλθεί να ντύσει την Πόλη με χρώμα και (πολύ συχνά) πνεύμα. Από τα γκραφίτι που αμέσως τραβούν την προσοχή των φίλων μου που επισκέπτονται την Πόλη είναι οι κίτρινες γροθιές του Γερμανού καλλιτέχνη Kripoe στην ευρύτερη περιοχή του Πέρα: γέμισαν με τις γροθιές του ο Γαλατάς, τα σοκάκια του Τούνελ, του Γκαλατάσαραϊ, του Τσουκούρτζουμα, του Τοπχανέ. Τις βρίσκεις όχι μόνο στα στόρια των καταστημάτων ή χαμηλά στους τοίχους στο ύψος του δρόμου, αλλά και στα πιο απίθανα σημεία, ψηλά σε μία καμινάδα, κάτω από μία στέγη, σε ένα σκουριασμένο πίνακα τοιχοκολλήσεων ξεχασμένο σε μια ταράτσα. Αλλά δεν είναι μόνο οι αυτόκλητοι διακοσμητές του αστικού τοπίου με τις κεφάτες αυτές παρεμβάσεις τους που χρησιμοποιούν το γκραφίτι για να δώσουν χρώμα σε μία Πόλη όπου, για μήνες, βασιλεύει η αχλύ του γκρίζου.
Η ίδια η δημαρχία ανέθεσε στη φίλη μου Όλγα Αλεξοπούλου, την Αθηναία ζωγράφο, δύο project όπου μεγάλα γκραφίτι θα καλύψουν τοίχους σε υποβαθμισμένες γειτονιές (το ένα ολοκηρώθηκε ήδη). Οι ίδιες οι δημοτικές αρχές αναγνώρισαν πως το γκραφίτι αποτελεί τέχνη και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δώσει χρώμα και ποιότητα στη ζωή των κατοίκων της μεγαλούπολης. Πρόσφατα μάλιστα είδα και μία σκαλωσιά στη Μεγάλη Οδό του Πέρα που ήταν στολισμένη ολόκληρη με ένα γκραφίτι όλο χρώμα - σε κάνει να εύχεσαι να μην τελειώσουν ποτέ οι οικοδομικές εργασίες στο σημείο εκείνο!

Στην Πόλη σήμερα, η απουσία έχει βάρος ισάξιο με την παρουσία στην αστική ταυτότητα. Δίπλα στη μεγαλούπολη τη γεμάτη ζωή, λανθάνει η Πόλη των Απόντων, η πόλη της μνήμης. Η Κωνσταντινούπολη στάζει μελαγχολία και νοσταλγία. Η αίσθηση της απώλειας που σε τριγυρίζει, η θλιβερή μαρτυρία των εγκαταλελειμμένων σπιτιών και ιερών, των ρημαγμένων νεκροταφείων, η ανάμνηση ενός παρελθόντος ξυπνά το συναίσθημα της νοσταλγίας και της θλίψης όχι μόνο στα μέλη των μειονοτικών ομάδων αλλά και στην παλιά αστική τάξη της Πόλης. Αυτή ολοένα και περισσότερο αναπολεί την πολυπολιτισμική μητρόπολη του παρελθόντος που αφανίστηκε τον εικοστό αιώνα.

the-painted-bird7. The Painted Bird
Ναι λοιπόν, δεν είναι photoshop. Το είχαν βάψει το καημένο το περιστέρι, με σπρέι. Και να σου πω την αλήθεια, ιδέα δεν έχω αν, όπως με ρώτησε μία φίλη, το ξέβαψαν μετά! Κάναμε βόλτα στο Κούμκαπι με τη φίλη μου, φωτογράφο Αθηνά Καζολέα. Η Αθηνά ήταν που πρόσεξε στον ουρανό ένα σμήνος από περιστέρια ροζ. Οι περίοικοι μας είπαν πως τα πουλιά τα βάφουν τα παιδιά της γειτονιάς, που ανεβασμένα στις ταράτσες τα εκπαιδεύουν για αγώνες. Πάνω από το κεφάλι μας περιστέρια βαμμένα ροζ, πράσινα, γαλάζια επιδίδονταν σε ακροβατικά. Γρήγορα βρεθήκαμε σε μία ταράτσα, σε ένα από τα παλιά ελληνικά και αρμενικά σπίτια της γειτονιάς. Εκεί τράβηξα και τη φωτογραφία. Ομάδες παιδιών στις άλλες ταράτσες έβαφαν ή εκπαίδευαν τα δικά τους περιστέρια. Μια ολόκληρη πόλη από εφήβους που κατοικούσαν στις ταράτσες έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει πάνω από τη γειτονιά. Οι ομάδες των παιδιών φώναζαν πειράγματα η μία στην άλλη και παραγγέλματα στα περιστέρια τους, τα οποία συναγωνίζονταν με περίεργα ακροβατικά στον ουρανό. Άλλα σχημάτιζαν κύκλους, άλλα τρίγωνα και άλλα βουτούσαν απότομα από τα ψηλά στα χαμηλά. Τόσο τα παιδιά όσο και τα περιστέρια δεν φαίνεται να έδιναν ιδιαίτερη σημασία στον πανζουρλισμό που επικρατούσε στους δρόμους από κάτω, αλλά ούτε και οι περισσότεροι περαστικοί έδιναν σημασία στα ακροβατικά των περιστεριών. Τα είχαν συνηθίσει.