Από τη δεκαετία του '80 μέχρι τις μέρες μας, ο Dominique Vellard έχει αφήσει ένα πολύ ισχυρό ερευνητικό και ερμηνευτικό αποτύπωμα στην Μεσαιωνική και Αναγεννησιακή Μουσική, με μία εμβληματική δισκογραφία στο ρεπερτόριο από τον Guillaume de Machaut, την École de Notre-Dame, την αυλή της Βουργουνδίας - la Cour de Bourgogne και την Πρώτη Πολυφωνία, που εκδόθηκε από εταιρίες όπως οι Virgin Classics, Harmonic Records, Ambroisie και Deutsche Harmonia Mundi. Συγκεκριμένα, έχει στο ενεργητικό του περισσότερους από 60 δίσκους, σε 50 από τους οποίους είναι επικεφαλής του Ensemble Gilles Binchois.
Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος του στην ανάπτυξη της «Γαλλικής σχολής» της Μεσαιωνικής μουσικής, κυρίως λόγω της νέας προσέγγισης που πρότεινε και που αφορά στο Γρηγοριανό μέλος. Από το 1982, είναι καθηγητής ερμηνείας ρεπερτορίων του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης στη Schola Cantorum της Βασιλείας, όπου μαθητές από όλο τον κόσμο πηγαίνουν για να παρακολουθήσουν τα μαθήματά του, ενώ τα τελευταία 20 χρόνια, έχει αφιερωθεί στη σύνθεση, αντλώντας από τη δική του μουσική και πνευματική κατάρτιση, καθώς και από την εμπειρία και το ενδιαφέρον του για τη μονωδία και τις πολυφωνίες της προφορικής παράδοσης. Η ελληνική μουσική ήταν και αυτή στα ενδιαφέροντα του Vellard, αλλά χρειάστηκε η συνεργασία του με την βιρτουόζο του σαντουριού, Ουρανία Λαμπροπούλου για να βάλει τα πράγματα σε ένα συγκεκριμένο και πολύ ενδιαφέρον πλαίσιο… Από τους πλέον πολυδιάστατους μουσικούς της γενιάς της, η Ουρανία Λαμπροπούλου ξεχώρισε από πολύ νεαρή ηλικία για τη δεξιοτεχνία της στο σαντούρι και συνεχίζει την κληρονομιά του δασκάλου της, Τάσου Διακογιώργη. Το ιδιαίτερο στυλ της στη μουσική ερμηνεία και η ευρεία γνώση της ως μουσικός και μουσικολόγος (Phd - The Rebetiko of Piraeus: Implications of the Makam during the interwar period - Université Paris VIII), καθώς και η διπλή μουσική της κουλτούρα, τυγχάνουν μεγάλης αναγνώρισης.
Οι δύο μουσικοί έχουν ως κοινή αφετηρία τη διπλή μουσική τους κουλτούρα που μοιράζεται ανάμεσα στη λόγια και τη λαϊκή μουσική.
Το υλικό πάνω στο οποίο δουλεύουν περιλαμβάνει μουσικά έργα προερχόμενα από τις διάφορες παραδόσεις (λαϊκές και λόγιες, αστικές και της υπαίθρου) της Ανατολικής Μεσογείου (ελληνική, σεφαραδίτικη, οθωμανική, ρεμπέτικο), καθώς και συνθέσεις για σαντούρι, ούτι και φωνή του Dominique Vellard σε ποίηση του Κ.Π. Καβάφη. Η προσέγγισή των δύο ερμηνευτών έχει ως βάση την έρευνα των μουσικών στοιχείων των εν λόγω παραδόσεων, ενώ παράλληλα αντλεί έμπνευση από το πολυπολιτισμικό παράδειγμα της Σμύρνης του 19ου αιώνα ως δημιουργικού χωροχρόνου.
Οι δυο τους εξηγούν αυτές τις συνισταμένες στο “Παραδούναι και Λαβείν”…
“Έχουμε την ίδια μέθοδο εργασίας και είμαστε και οι δύο κοινωνοί της λόγιας δυτικής παράδοσης. Η Ουρανία έχει συνάμα μια βαθιά γνώση της ελληνικής μουσικής παράδοσης, ενώ κι εγώ έχω μεγάλο ενδιαφέρον γι΄ αυτήν. Ψάχνουμε στις παλιές ηχογραφήσεις και μελετάμε μεταξύ άλλων αισθητικά στοιχεία που συχνά παραβλέπονται, όπως το phrasé, το ηχόχρωμα, τη ρυθμική ευελιξία... Ιδιαίτερη σημασία δίνουμε στην επιλογή των υπό μελέτη ερμηνευτών. Πολλές φορές στο παρελθόν έχω χρησιμοποιήσει τη γνώση μου στην Παλαιά μουσική, ώστε να προσεγγίσω και να αποδώσω ρεπερτόρια που σχετίζονται με προφορικές παραδόσεις, πάντα με μεγάλο σεβασμό προς τις παραδόσεις αυτές. Στόχος μου δεν είναι η μίμηση, αλλά η κατανόηση και η ερμηνεία. Δουλεύω πάνω στις διάφορες μουσικές παραδόσεις απ΄όταν ήμουν νέος και χρησιμοποιώ τα εργαλεία του κλασικού τραγουδιού συνδυάζοντάς τα με στοιχεία που αποκομίζω από τις προφορικές παραδόσεις. Εστιάζοντας στη συγκεκριμένη συνεργασία, πρέπει να σημειώσω πως σε σχέση με άλλα παραδείγματα, η εμπειρία ήταν λίγο διαφορετική. Όταν χρειάστηκε να προσεγγίσω την ελληνική, την οθωμανική και τη σεφαραδίτικη μουσική, το αρχικό σημείο ήταν η δική μου μουσική ευχαρίστηση. Στη συνέχεια, αποφάσισα να γράψω μουσική για τρία ποιήματα του Καβάφη, ενώ δουλεύοντας με την Ουρανία είχα την ευκαιρία να αντιληφθώ περισσότερα και για τη φύση του σαντουριού…”, σημειώνει ο Dominique Vellard και επαυξάνει: “Από το αρχικό στάδιο της δουλειάς μου κιόλας, προσπαθώ να διερευνήσω τα κοινά στοιχεία που υπάρχουν ανάμεσα στην Παλαιά μουσική και την μουσική της Ανατολικής Μεσογείου. Η βαθύτερη έννοια και το πνεύμα της μουσικής είναι τα ίδια. Συγκρίνοντας διαφορετικές μουσικές παραδόσεις προσπαθώ να βρω το αρχικό σημείο τους. Το πιο βαθύ ρεπερτόριο, τα πιο βασικά στοιχεία”.
Από την πλευρά της η Ουράνια Λαμπροπούλου εξηγεί τόσο την δική της “οπτική” στη συγκεκριμένη συνεργασία, όσο και τον ρόλο που έπαιξε σε αυτή η μετεγκατάσταση της στο Παρίσι (τα τελευταία 11 χρόνια), που στάθηκε και η αφορμή για τη γνωριμία της με τον σπουδαίο Γάλλο ερμηνευτή…
“Η προσέγγισή μας είναι μουσική και ιστορική. Μελετάμε και καταγράφουμε κάθε σημαντικό και ασήμαντο στοιχείο των ηχογραφήσεων αναφοράς. Στην πρόβα, τα στοιχεία αυτά υπόκεινται στους περιορισμούς ή τις δυνατότητες τις δικές μας, των οργάνων, του σχήματος, και φιλτράρονται μέσα από τα μουσικά μας βιώματα. Έτσι καταλήγουμε σε μια ερμηνεία σε μεγάλο βαθμό συνειδητή και σίγουρα ιστορικά ενημερωμένη που έχει ως στόχο όχι την ακριβή αναπαραγωγή των ηχογραφήσεων αλλά την ανάδειξη της μουσικότητας του κειμένου. Το δικό μου υπόβαθρο, έχει να κάνει με την ελληνική λαϊκή, αλλά και την λόγια δυτική μουσική παράδοση. Μετά από 10 χρόνια στη Γαλλία, έχω αρχίσει να σκέφτομαι διαφορετικά τη μουσική, το κοινό, τις συνεργασίες. Ακόμα και τη δική μας παράδοση τη βλέπω από μια σχετική απόσταση. Όταν συζητήσαμε με τον Dominique για τη συνεργασία μας, το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο νου ήταν το έργο της Μαρίκας Παπαγκίκα, η οποία ήταν μια λυρική τραγουδίστρια, που επέλεξε να επικεντρωθεί στην ελληνική λαϊκή μουσική (αστική και της υπαίθρου). Οι ερμηνευτικές της επιλογές αντιπροσωπεύουν τον τρόπο με τον οποίο η ίδια τοποθέτησε τον εαυτό της και την τέχνη της στην ”νέα πραγματικότητα” με τη μετεγκατάστασή της στην Αμερική. Ταυτόχρονα, δημιούργησε τις συνθήκες, ώστε η μουσική αυτή να γίνει προσιτή στο πολυπολιτισμικό κοινό της Αμερικής των αρχών του 20ού αιώνα. Ίσως βρισκόμαστε μπροστά σε μία παρόμοια κατάσταση. Παίρνουμε τη μουσική μας παράδοση ή στοιχεία αυτής, τη βγάζουμε από το πλαίσιο στο οποίο γεννήθηκε και εξελίχθηκε και τη μεταφέρουμε στο σήμερα, στο δικό μας εδώ και τώρα.
Όσον αφορα στις συνθέσεις του Dominique, τίθεται το ζήτημα της μελέτης των δομικών στοιχείων -όπως οι ρυθμοί ή οι τρόποι- της ελληνικής μουσικής παράδοσης και του τρόπου με τον οποίο μπορούν να αποτελέσουν θεματικό υλικό για τη σύγχρονη μουσική δημιουργία”.