Τρία χρόνια χρειάστηκαν για την ολοκλήρωση της παραγωγής. Τυπικά, γιατί στην πραγματικότητα η εις βάθος εργασία, η μελέτη και η έρευνα που κατέγραψε ο Νίκος Αγγούσης για το πολύ σημαντικό έργο του “Με μια Πνοή… Χορός” έχουν μεγαλύτερο χρονικό εύρος. Όσο και η μουσική παιδεία και αντίληψη του, δηλαδή (στην περίπτωση του) για μια ολόκληρη ζωή. 

Επί χρόνια, ο Θρακιώτης μουσικός πήγαινε από χωριό σε χωριό και αναζητούσε τις πιο αξιόπιστες και γενναιόδωρες πηγές πληροφοριών, για να συγκεντρώσει το μουσικό, φωτογραφικό και ηχητικό υλικό, ώστε να τεκμηριώσει και να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη αποτύπωση της ιστορίας του κλαρίνου στη θρακιώτικη μουσική.

 

Το “Με μια Πνοή… Χορός” δικαιώνει τους κόπους του και υπογραμμίζει αυτό που τον είχε ήδη χαρακτηρίσει, με την αξία του και τη δουλειά του, εδώ και καιρό. Πως είναι ένας από τους πιο ολοκληρωμένους μουσικούς της γενιάς του, ένας υψηλού επιπέδου σολίστ του κλαρίνου που έχει κερδίσει τις θετικότερες κριτικές για τη δουλειά του σε σχήματα όπως τα “Μπρατίμια ”, οι “Loxandra Ensemble (Λωξάντρα)”, οι “Rodopi Ensemble”, για ένα διάστημα οι “Villagers of Ioannina City”, αλλά και αμιγώς δημοτικά θρακιώτικα σχήματα. Είναι (φυσικά) και ο εγγονός του εμβληματικού Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη, που δίπλα του, ανακάλυψε τις βαθύτερες αξίες και τον πιο δύσκολο τρόπο, του να στέκεται επάξια ως λαϊκός μουσικός, δηλαδή ως μουσικός που γνωρίζει το ρεπερτόριο και το ήθος της ερμηνείας που πρέπει να αποδώσει στον κόσμο. Είναι, ωστόσο, κι ένας πολύ σοβαρός ερευνητής της δημοτικής μας μουσικής, που ήδη καταθέτει δισκογραφικές δουλειές που ανεβάζουν το επίπεδο “ανάγνωσης” και ακρόασης της συγκεκριμένης μουσικής.

 

Το “Με μια Πνοή… Χορός” αποτελεί την επιτομή της μουσικής έρευνας, που παρουσιάζει την πορεία του κλαρίνου στον ευρύτερο χώρο της Θράκης, εντός των ελληνικών συνόρων, αλλά φέρνει στο φως και τις επιρροές από τη συγγενή παράδοση της Τουρκίας και της Βουλγαρίας, ενώ εξηγεί την εξελικτική του πορεία και τον καθοριστικό ρόλο ενός… μη μουσικού (εκ πρώτης όψης) παράγοντα, καθώς η κατασκευή του σιδηροδρόμου που ένωσε τη δυτική Ευρώπη (Βιέννη, Βουδαπέστη, Βελιγράδι) με την Ανδριανούπολη, καθώς και η ανάπτυξη αστικής μουσικής με αυτές τις επιρροές, “άγγιξε” τη θρακιώτικη ύπαιθρο, είτε στη συγκεκριμένη περίπτωση (της Ανδριανούπολης), είτε σε αυτή του Σουφλίου, που η αστικοποίησή του συνέβη λόγω του εμπορίου μεταξιού. Κι όλα αυτά, σε σχέση με την έλευση και την αποδοχή του κλαρίνου, ως λαϊκού οργάνου στη Θράκη, που παρατηρείται μόλις πριν από περίπου 100 χρόνια.

 

Φωτό_5.jpg

 

Ας πιάσουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

“Στα παιδικά μου χρόνια, νόμιζα πως ο κόσμος έχει να κάνει μόνο με τη μουσική. Έβλεπα παντού, γύρω μου, μουσικά όργανα και τα είχα ταυτίσει με το παιχνίδι. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι δεν θα ήμουν δίπλα στους οργανοπαίχτες και είχα το μυαλό μου συνεχώς στις πρόβες. Θυμάμαι ότι πηγαίναμε το Σαββατοκύριακο στο σπίτι του παππού μου, στο Κουκάκι, όπου έμενε τότε για να είναι κοντά στο μαγαζί του (το «Θρακιώτικο Στέκι»). Εκεί ερχόταν πάρα πολλοί μουσικοί για πρόβες κι επειδή χωρούσα κάτω από τον καναπέ, πήγαινα κυκλικά, έμπαινα από κάτω για να χαζέψω και πάλι πίσω. Τους παρακαλούσα να με πάρουν σε εκπομπές μαζί τους. Είχα μεγάλη αδυναμία στο τουμπελέκι και την ταρμπούκα, ενώ ήμουν διαρκώς στα κάγκελα του μπαλκονιού και τραγουδούσα ό,τι άκουγα στις πρόβες του παππού μου. Επίσης, στο σπίτι μας στην Καλλιθέα, ακριβώς απέναντι από την Μικρασιατική Εστία, θυμάμαι τη μητέρα μου (σ.σ. Λαμπριάννα Δοϊτσίδη) όταν έκανε τις δουλειές του σπιτιού, να έχει μονίμως στο πικ απ δίσκους από διάφορες περιοχές του κόσμου, όπως η Βουλγαρία, η Ρωσία, η πάλαι ποτέ ενωμένη Γιουγκοσλαβία, η Ουγγαρία…”, τονίζει ο Νίκος Αγγούσης στο “Παραδούναι και Λαβείν”.

 

Πως όμως κατέληξε στο κλαρίνο, ενώ αρχικά είχε αδυναμία στα κρουστά;

“Κλαρίνο μου έφερε ο παππούς μου. Μια μέρα καθώς καθόμασταν στο σπίτι, ήρθε μαζί με τον Κυριάκο Κωστούλα με τον οποίο δούλευε μαζί τότε και μου ανακοίνωσε πως είχε ένα δώρο για εμένα. Μου έδωσε ένα κλαρίνο και ο Κυριάκος Κωστούλας μου έβαλε ένα καλαμάκι, μου έδειξε πως να φυσήξω και πως να τοποθετώ τα δάχτυλα μου. Από τον ενθουσιασμό μου, βγήκα έξω στο μπαλκόνι να πως στους φίλους μου ότι μπορώ να παίξω κλαρίνο! Ήμουν μόλις 7 χρονών. Παρόλα αυτά, δεν έδωσα αμέσως την απαιτούμενη σημασία στο κλαρίνο. Οι δικοί μου με παρακίνησαν. Ο παππούς μου, η μητέρα μου, αλλά και ο πατέρας μου. Ειδικά, στην εφηβεία, είχα αμφιβολίες για το εάν ήθελα να γίνω μουσικός ή πιο δρόμο ακριβώς να ακολουθήσω. Με διάφορους τρόπους, λοιπόν, ειδικά ο πατέρας μου προσπαθούσε να με ιντριγκάρει. Όταν πήγαμε στη Γερμανία, με έβαλε σε μία μουσική σχολή και ξεκίνησα με έναν δανεικό όργανο, αλλά δεν είχα μεγάλη διάθεση να μελετήσω, επειδή δεν μου άρεσε ο δάσκαλος. Μια μέρα ο πατέρας μου ζήτησε να πάμε σε μια άλλη πόλη, με τη δικαιολογία πως είχε βρει ένα όργανο για έναν καλό φίλο του και ήθελε εμένα να το δοκιμάσω. Φυσικά, το όργανο προοριζόταν για εμένα. Έτσι, με έγραψε σε μια άλλη σχολή, για να συνεχίσω με κλασική παιδεία δίπλα σε έναν πολύ καλό δάσκαλο (Johan Weis), ο οποίος μου ζήτησε να του παίξω κάτι που γνώριζα από την Ελλάδα. Του έπαιξα τα “Λιανοχορταρούδια” και ενθουσιάστηκε. Εκεί συνειδητοποίησα κι εγώ πως θέλω να συνεχίσω” 

 

 

Τα πράγματα πήραν το δρόμο τους, ο Φώτης Τερζής (στο Δημοτικό Ωδείο Σταυρούπολης) υπήρξε κομβικός ως δάσκαλος, ενώ κατά τις Σπουδές του στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Ηπείρου, ο Νίκος Αγγούσης αποκόμισε πολλά δίπλα στον Γιώργο Καραφέρη, τον Αλέξανδρο Αρκαδόπουλο και τον Κώστα Ζέρβα. Όπως τονίζει, ο ίδιος “είμαι ευγνώμων σε αυτούς τους ανθρώπους γιατί με μύησαν σε μια μουσική που σε αντίθεση με τη μουσική της Θράκης και της Μακεδονίας, δεν την είχα βιωματική, όπως είναι τα Ηπειρώτικα και τα Ρουμελιώτικα”.

 

Δίπλα του, βέβαια, ήταν πάντα ο παππούς του, Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης, ο οποίος του μετέδωσε πολύτιμες συμβουλές. “Να παίζεις αργά και καθαρά. Οι νότες να είναι στραγάλια και να ξεκοκαλίζεις το κομμάτι” Δοκίμαζαν ρεπερτόριο μαζί, και παράλληλα, ήταν αυστηρός πάνω στο πάλκο, γιατί εκτός από συγγενείς, ήταν πλέον και συνεργάτες. Δεν παρέλειπε ωστόσο, να επαναλαμβάνει το πόσο πολύ πίστευε σε αυτόν και να του δίνει θάρρος για να συνεχίσει.

 

Φωτό_4.jpg

Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης, Λαμπριάννα και Θεοπούλα Δοϊτσίδη

 

Πολύ νερό κύλησε στο μύλο του χρόνου και ο Νίκος Αγγούσης διαμόρφωσε τη δική του σημαντική προσωπικότητα ως μουσικός, με πολύπλευρες συνεργασίες, αλλά και έρευνα πάνω στο αντικείμενο του. Μελέτησε πολύ τους προπολεμικούς Βούλγαρους μουσικούς του κλαρίνου “γιατί βλέπω τα συγγενικά στοιχεία της βουλγάρικης θρακικής μουσικής, με την αντίστοιχη ελληνική θρακική μουσική. Σημαντική, ωστόσο, υπήρξε η διαφοροποίηση της Βουλγαρίας μετά την επικράτηση του κομμουνισμού, όπου ο σκοπός να δημιουργηθεί μια αταξική κοινωνία, επηρέασε και το τραγούδι, ώστε η ελίτ και ο αγροτικός πληθυσμός να αποκτήσουν κοινό σημείο αναφοράς στην εκπαίδευση και τη λαϊκή μουσική. Ένωσαν την κλασική και τη λαϊκή μουσική, σε ένα υβρίδιο, το οποίο όμως είναι αριστούργημα και έχει γίνει έναν από τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα της Βουλγαρίας”. Παράλληλα, δεν θα μπορούσε να αγνοήσει τους σημαντικούς Τούρκους μουσικούς του κλαρίνου, όπως οι Sukru Tunar και Mustafa Kandirali, ενώ όπως συμπληρώνει “Μου άρεσαν πολύ οι Ρομά λαϊκοί οργανοπαίχτες, όπως ο Selif Sezler, που ήταν από την Κεσσάνη και γενικά οι Ρομά Χαβασί, που ήταν πρόσφυγες από τη Δράμα και τις Σέρρες, προέρχονται από τους πληθυσμούς που ανταλλάχτηκαν το 1923. Έχουν ένα πολύ λαϊκό παίξιμο, και βρίσκω κοινά και ενδιαφέροντα σημεία. Τώρα τελευταία έχουν πέσει στα χέρια μου στοιχεία για τον “Γιάντσο” Γιάννη Σερκίνη, έναν κλαρινιτζή πολύ γνωστό στη Μακεδονία, τον οποίο ο Παπαγεωργίου τον πλήρωνε να πηγαίνουν μαζί σε δουλειές για να "παίρνει" στοιχεία του. Ο Γιάντσος ήταν από το Λουλέ Μπουργκάς της Ανατολικής Θράκης και έπαιζε με τον Νικόλα Στοούτη και τον Στάθη Τσορλιανό, από την Τυρολόη. Ζούσαν στη Θεσσαλονίκη, και έπαιζαν “αλά τούρκα”, αστικά” 

 

Και φτάνουμε στον περασμένο Δεκέμβριο (2020), όπου κυκλοφορεί το “Με μια Πνοή… Χορός”. Μία έκδοση (βιβλίο - cd) που συνοδεύεται από μία πολύ σημαντική έρευνα με λεπτομερείς παραθέσεις (καθοριστική η συμβολή του Δημήτρη Σπανού) σχετικά με την ιστορία του κλαρίνου στη Θράκη. Ο Νίκος Αγγούσης εξηγεί την πορεία της:

“Ξεκίνησα πριν από χρόνια να συλλέγω με μαγνητόφωνο κι ευτυχώς πρόλαβα κάποιους από τους παλιούς που πλέον δεν ζουν. Αρχικά, βρήκα όσα χρειαζόμουν για τον "Πατριάρχη" Θανάση Ματζάρη, ο οποίος έπαιζε κλαρίνο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και ήταν πρωτοπόρος στην εποχή του. Ύστερα, όταν έκανα μια κατηγοριοποίηση στα οργανικά και τα τραγούδια, εντόπισα τη σημασία του Κάραγατς, της Ανδριανούπολης. Διότι, εκεί φαίνεται το πως το αστικό ρεπερτόριο επηρεάζει αυτό της υπαίθρου. Αυτό που αλλάζει τον πολιτισμό της Θράκης είναι το θρυλικό "Όριεντ Εξπρές". Η κατασκευή του σιδηροδρόμου αλλάζει όλη τη λογική, και την ταχύτητα που έρχονται οι ντόπιοι σε επαφή με τον δυτικό πολιτισμό. Στα τέλη του 19ου αιώνα, το Κάραγατς ήταν ένα ασήμαντο χωριουδάκι και όταν επισκευάζεται εκεί ο σταθμός του τρένου κι όχι στην Ανδριανούπολη, αυτομάτως εγκαθίστανται μέχρι και 15 (!) αντιπροσωπείες Πρεσβειών, από όλη την Ευρώπη. Δημιουργείται αστική τάξη, δομές εκπαίδευσης, μουσικές μπάντες κλπ. Κι άλλες μεγάλες πόλεις έπαιξαν ρόλο, όπως το Σουφλί με τη δυναμική που δημιούργησε το εμπόριο μεταξιού, και αποτυπώνεται και στο τραγούδι "Σουφλί, τρανό χωριό”. Αναπτύχθηκε αστική τάξη και δημιουργήθηκαν μαντολινάτες, ενώ υπήρχαν και Φιλαρμονικές με χάλκινα, όπου παίζανε μπαϊντούσκες και ζωναράδικα. Με βάση τον Θανάση Ματζάρη, λοιπόν, που εισάγει το νέο όργανο (κλαρίνο), βρίσκω τους βασικούς παράγοντες στη μουσική εξέλιξη της ευρύτερης περιοχής, που είναι ο Ματζάρης και ο αστικός πολιτισμός της Ανδριανούπολης. Οι χασαπιές που έχω στο δίσκο, για παράδειγμα, είναι καθαρά αστικής προέλευσης. Ήθελα να βγάλω μια εικόνα παλιάς ερμηνείας, αλλά με στοιχεία της σημερινής εποχής…”

 

Με ποιον τρόπο όμως σκοποί σαν τους συγκεκριμένους αποκτούν χρησιμότητα στο σήμερα;

“Δεν είναι μόνο η καταγραφή. Σήμερα μπορούμε να βρούμε στοιχεία των παλαιότερων εκτελέσεων, όλης αυτής της μυσταγωγίας του παλαιού παιξίματος, τα οποία μπορεί να μας εκφράζουν κι εμάς σήμερα. Δεν θεωρώ πως κάτι που είναι παλιό, είναι και αναχρονιστικό. Πως η world music έχει στοιχεία με βάση την παράδοση; Θεωρώ πως η δόμηση των παλαιών εκτελέσεων μπορεί να εκφράσει το νεότερο κοινό. Χωρίς τη λογική της αυστηρής αποτύπωσης, διάσωσης κα διάδοσης. Μπορούμε να φέρουμε στο σήμερα όλες αυτές τις παλιές μουσικές με μια φρεσκάδα, χωρίς να χάσουν το χαρακτήρα τους”

 

Τα κείμενα του βιβλίου – ένθετου “Με μια Πνοή… Χορός” επιμελήθηκε κυρίως ο Μουσικολόγος, Δημήτρης Σπανός, αλλά συνέβαλλε και η Ελένη Φιλιππίδου, Δρ. Λαογραφίας – Ανθρωπολογίας του Χορού του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με κάποια κείμενα.

Ο Νίκος Αγγούσης μετείχε μουσικά με κλαρίνο, καβάλ, φλογέρα, καθώς και με ερμηνεία στο τραγούδι «Δώδεκα χρονών κορίτσι». Τα τραγούδια ερμηνεύουν οι Θεοπούλα και Λαμπριάννα Δοϊτσίδη, Νίκος Ζαπάρτας, Βαγγέλης Κατσουλίδης και Μάνος Κουτσαγγελίδης.

 

Οι μουσικοί συντελεστές είναι οι Νίκος Ζαπάρτας, Μάκης Μπακλατζής, Σάκης Καρακώστας, Κυριάκος Πετράς, Γιάννης Πούλιος, Γιώργος Ψάλτης (βιολί), Στέλιος Ματακάκης (γκάιντα), Θωμάς Κωνσταντίνου, Κυριάκος Ταπάκης (ούτι – τζιουμπούς), Βαγγέλης Κατσουλίδης (ούτι), Γιάννης Πούλιος, Νίκος Σιδηρόπουλος, Δημήτρης Σίντος (λαούτο), Νίκος Μαγνήσαλης, Λουκάς Μεταξάς, Κώστας Μερετάκης, Ηλίας Μίσκας, Γιώργος Παγκοζίδης, Στάθης Παρασκευόπουλος, Δημήτρης Παναγούλιας (κρουστά).

 

Έρευνα, επιμέλεια παραγωγής, ενορχήστρωση, διασκευή: Νίκος Αγγούσης

Οι ηχογραφήσεις του δίσκου πραγματοποιήθηκαν στο Eastside studio (Θεσσαλονίκη) από τον Γιώργο Μπακάλη, Ant Art (Αθήνα) από τον Γιάννη Μπαξεβάνη, SINTOS HOME STUDIO (Αθήνα) από τον Δημήτρη Σίντο και Polyphemon studio (Μαρώνεια Ροδόπης) από τον Γιώργο Παγκοζίδη.

Μίξεις: Easteside studio (Θεσσαλονίκη)

Mastering: SIOPIS MASTERING, Αποστόλης Σιώπης

Artwork – Graphic design: Εύρος Βοσκαρίδης

 

 

Περισσότερες πληροφορίες 

https://www.facebook.com/nikos.angousis/