Μίνιμαλ, εκ πρώτης εντύπωσης, αλλά τόσο πλούσιο σε ουσία. Τα “Ριζά” είναι η πιο ενδιαφέρουσα και ίσως πιο ολοκληρωμένη εργασία στη δημοτική μουσική τα τελευταία χρόνια. Αν λάβουμε υπόψιν πως τα δημοτικά τραγούδια είναι μικρές αυτοτελείς ιστορίες, τις πιο πολλές φορές με σημαντική πληροφορία και δραματική δομή, τα “Ριζά” -ο Θεμιστοκλής Καρποδίνης (ερμηνεία, φωνή), ο Κωστής Ζουλιάτης (πιάνο, ηχητική σκηνοθεσία), ο Πέτρος Λαμπρίδης (κοντραμπάσο) και η Βασιλική Μπόγδανου (παραγωγή)- παρέδωσαν μία σπουδή πάνω στην αφηγηματική πεμπτουσία της συγκεκριμένης μουσικής. Και το έκαναν αποδίδοντας αξία σε ό,τι χρησιμοποίησαν ως εργαλεία εξιστόρησης.

 

 

Το “Ριζά” είναι μια μελέτη με λογοτεχνική και θεατρική προσέγγιση που καταπιάνεται με διαχρονικά ζητήματα της ανθρώπινης ζωής, όπως η μετανάστευση, ο βαθύς έρωτας, ο νόστος. Ταυτόχρονα, η επεξεργασία του ήχου σε πολλά επίπεδα, προσδίδει αμεσότητα και μία αισθητική που αποδέχεται την “αλεσμένη” γνώση του παλιού, αλλά δεν διστάζει καθόλου να συνδιαλεχθεί με τη δημοτική μουσική με έναν τρόπο σύγχρονο, που αφουγκράζεται τις επιρροές και τις προθέσεις των δημιουργών. Η ενορχήστρωση είναι γεμάτη από πολύ καλά δουλεμένες, ουσιαστικές και όμορφες ιδέες, όπως η επιλογή για χρήση μουσικών οργάνων που δεν συναντώνται (συνήθως) στο συγκεκριμένο ρεπερτόριο (πιάνο), αλλά εδώ εκφράζουν υποδειγματικά και με χαρακτηριστική ισορροπία το κάλλος και τα συναισθήματα της μουσικής αυτής. 

 

“Ούτε ήχος ικανός να εκφράσει το τι…”

 

Πρόκειται για την κατακλείδα του δίσκου, η οποία τυχαία απομονώθηκε στην ηχογράφηση με αυτόν τον τρόπο, αφήνοντας στην άκρη τη συνέχεια του λόγου (…”υπέφερε”). Πρόκειται, επίσης, και για την ακροτελεύτια φράση σε ένα (αριστουργηματικό) ηχητικό “καρουζέλ” που μέσα από κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αφήνει να ξεχυθούν όσο πιο αυθόρμητα και απελευθερωμένα πολλά από όσα ήδη έχουν εννοηθεί στην προηγούμενη αφηγηματική ροή.

 

Η έκφραση του λόγου, στα “Ριζά” έγινε πότε με λαϊκές ηχογραφήσεις όπως αυτές των γυναικών από τη Νάουσα της Πάρου, με ευχές για καλή αντάμωση (σ.σ. στην Μπρατσέρα), ηχητικό υλικό που αποτυπώθηκε σε μπομπίνες τη δεκαετία του ’60, πότε με αναθέματα όπως αυτό που εκτοξεύει το θαυμάσιο δημοτικό του Ανατολικού Αιγαίου “Ανάθεμα τον Αίτιο” ή και όπως μόλις αναφέρθηκε, με αυτόν ακόμη τον λόγο του “άγιου των ελληνικών γραμμάτων”, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που τόσο ποιητικά και συγκεκριμένα περιέγραψε τη λαϊκή ζωή στην μετά - Επαναστατική Ελλάδα και κυρίως αυτή στο Αιγαίο Πέλαγος.

 

Από εκεί προέρχεται και το ρεπερτόριο που αποτυπώθηκε στα “Ριζά”. Εκεί μας τοποθετεί ευθύς αμέσως και η εισαγωγή. Αντίκρυ, της Λέρου… “Πότε θ' ανοίξουμε πανιά να κάτσω στο τιμόνι, να δω της Λέρος τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι”. Αντίκρυ, και με ανοιχτό βλέμμα προς όλο το Αιγαίο και τις ιστορίες του… 

 

 

 

 

Το “Παραδούναι και Λαβείν” συνομίλησε με τον Κωστή Ζουλιάτη προκειμένου να ανιχνεύσει τους δημιουργικούς δρόμους που οδήγησαν στα “Ριζά” σε μία δισκογραφική δουλειά, που πραγματικά βρίθει ειλικρίνειας και δημιουργικότητας. 

 

“Ήταν μία ιδέα της Βασιλικής (Μπόγδανου) το να ακολουθήσουμε τη συγκεκριμένη οργανολογία, σε παραδοσιακά τραγούδια που κυρίως τραγουδούσε ο Θεμιστοκλής (Καρποδίνης), ο οποίος έχει μια βιωματική σχέση με το παραδοσιακό τραγούδι και ειδικά με το νησιώτικο. Επίσης, όλη η εργασία ξεκίνησε στο στούντιο, ως ηχογράφηση – όχι στη σκηνή. Επικεντρωθήκαμε στην επεξεργασία του ήχου, έγιναν προσθήκες κι άλλων ηχογραφήσεων, ενώ ήταν σημαντικό για εμάς να μην αποκλείσουμε τις διαστάσεις του καθενός μας ως μουσικών και ακροατών αυτής αλλά και κάθε μουσικής ή ως περφόρμερ και ηθοποιού, όπως είναι ο Θεμιστοκλής.”

 

Ποιο όμως είναι το κριτήριο για μία διασκευή στη δημοτική μουσική; Είναι το σύνηθες ερώτημα που γεννάται απέναντι σε μία δισκογραφική δουλειά όπως τα “Ριζά”. Παρότι, σπουδαία μουσικοί, δημιουργοί και ερευνητές έχουν δώσει απάντηση, ήδη από τον προηγούμενο αιώνα (π.χ. Μπάρτοκ), κι ενώ αυτό το ερώτημα είχε να αντιμετωπίσει ένα πολύ πιο συντηρητικό αντίλογο από ό,τι στις μέρες μας…

 

 

riza.JPG

 

 

 

“Στην περίπτωσή μας επιδιώξαμε την ομαδική εργασία”, αναφέρει ο Κωστής Ζουλιάτης και συνεχίζει

 

“Μελετήσαμε το πως έχουν ερμηνευτεί αυτά τα τραγούδια, με σκοπό να μην προσθέσουμε άλλη μια “εκτέλεση” όπως αυτές που ήδη γνωρίζουμε, ώστε να έχει ένα νόημα αυτό που προτείνουμε. Δεν ενστερνιζόμαστε την έννοια της αυθεντικότητας, με την τρέχουσα έννοια μιας πιστότητας σε κάποιο “αυθεντικό” αρχέτυπο. Η παράδοση υφίσταται δια της εξέλιξής της και η κάθε ερμηνεία απηχεί τη χρονική στιγμή ή εποχή που αυτή συνέβη. Στην πραγματικότητα, δεν υφίσταται διασκευή στην παράδοση. Το κριτήριο για το πως “οικοδομήσαμε” όλο το δίσκο ως ενός είδους σενάριο, αφορά κυρίως το πως αντιλαμβανόμαστε τη μουσική μας τοποθέτηση. Όπως περίπου ένα πανηγύρι, ακολουθεί δηλαδή τις βασικές αρχές του, παρότι το άκουσμα δεν προσφέρεται ακριβώς για να χορέψει κανείς. Αυτό που κάνουμε μουσικά υπακούει σε μια μάλλον αστική συνθήκη. 

 

Βρίσκεσαι στο σπίτι σου ως ακροατής, ακούγοντας μουσική, αλλά και φωνές, ομιλίες, ιστορίες. Τα τραγούδια περιγράφουν, συνδέονται πολλές φορές και με κείμενα, με τη λογοτεχνία ή τη λαϊκή ποίηση. Η Τέχνη ξεκινά αλλά και ακολουθεί μια αναγκαιότητα, μια λειτουργία, και έτσι τα δημοτικά τραγούδια συνδέονται με καταστάσεις της ζωής. Δεν παίζονται για να ακουστούν ακριβώς, φτιάχνονται για να φέρουν και περικλείουν ταυτόχρονα το περιεχόμενο τους. Οι ερμηνευτές είναι φορείς του στίχου, όχι ανεξάρτητοι αυτών. 

 

 Στα “Ριζά”, βέβαια, έχουμε κάνει μια μεγάλη αφαίρεση, αφού η όλη διαδικασία βασίζεται πάνω σε αυτή την αστική συνθήκη. Λ.χ. με ένα πιάνο, ή ακόμα και με τεχνολογικά μέσα, δημιουργούμε ένα ηχητικό “κολάζ” – κάτι που αντιστοιχεί σε μια αισθητική που εμφανίστηκε πολύ μετά και πάει πέρα από την παραδοσιακή μουσική. Αλλά, ταυτόχρονα αυτά είναι και τα ίδια μας τα βιώματα. Μιλώντας για ήχο, αυτό το “κολάζ” είναι κάτι που προσωπικά αντιλαμβάνομαι ως πολύ φυσικό, όχι σαν κάτι ακραίο ή εξεζητημένο. Στο βαθμό που αυτό συναντά ή συμπληρώνει το νόημα του τραγουδιού – όπως τουλάχιστον εμείς το αντιλαμβανόμαστε – θεωρώ ότι είναι έγκυρο. Κάπως έτσι συλλάβαμε διάφορους συνειρμούς, όπως την εικόνα των μεταναστών στη νήσο Έλλις, στις αρχές του 20ού αιώνα, με το “Ανάθεμα τον αίτιο”, που είναι ένα πολύ σκληρό τραγούδι.

Είχα διαπιστώσει ότι το τραγούδι πλέον παίζεται όλο και πιο γλυκά, όλο και πιο καλλωπισμένα, ξεχνώντας κάποιος το ανάθεμα και τη σκληρότητα που αυτό περικλείει – ειδικά στη φράση “χωρίς καμιά αιτία”. Η καταστροφή της Σμύρνης χώρισε μια χώρα στα δυο, και ερχόμενοι οι πρόσφυγες εδώ, ήταν επίσης μια χώρα στα δύο, δεν ήταν ευπρόσδεκτοι. Έτσι όπως και στο Έλλις, ένα μέρος όπου δεν υπήρξε καν πατρίδα, οι μετανάστες βρέθηκαν σε ένα νησί, τόσο κοντά στο όνειρο, αλλά και τόσο αποκλεισμένοι. Υπάρχει κάτι που να ακυρώνει τη σύνδεση αυτών των καταστασέων με την ανάγκη να τραγουδήσει κάποιος ένα ανάθεμα για “τον αίτιο να χωριστούμε αγάπη μου χωρίς καμιά αιτία”;”

Καθόλη τη διάρκεια της ηχογράφησης υπάρχουν μουσικά στοιχεία που λειτουργούν υπόγεια. Όπως το “Alabama” του John Coltrane πίσω από το “Νανούρισμα”, που αναφέρεται σε 4 κοριτσάκια που είχαν σκοτωθεί σε βομβιστική ενέργεια της Κου-Κλουξ-Κλαν. Στα “Ξύλα” υπάρχει υπόμνηση στον Θόδωρο Αγγελόπουλο, ενώ στο “Σάββατο Βραδύ” οι ηχογραφήσεις είναι στα αγγλικά, αλλά από Έλληνες μουσικούς που παίζουν δίπλα στον Τάμεση με ένα κανονάκι και ένα ούτι. 

 

Η πιο σημαντική διαπίστωση που προσφέρουν τα “Ριζά” είναι ακριβώς αυτή η πολυδιάστατη προσέγγιση που στην πραγματικότητα αναδεικνύει τη βαθιά γνώση και το πλούσιο περιεχόμενο που φέρει η ίδια η δημοτική μουσική, κάτι που αποκαλύπτεται, εφόσον κανείς λειτουργήσει με ευρεία αντίληψη και είναι ανοιχτός στις “προκλήσεις” που θα συναντήσει κατά την εμπειρία της ακρόασης ή της ερμηνείας. 

 

“Είναι ταυτόχρονα και η ανάγκη μας να μιλήσουμε μέσα από τα παντοτινά, καθώς ο τρόπος και η αλήθεια των τραγουδιών αυτών έχουν δοκιμαστεί μέσα στο χρόνο. Και την ίδια στιγμή να τους δώσουμε κι ένα διαφορετικό νόημα – ένα επιπλέον νόημα ίσως – κρατώντας όμως τον πυρήνα της ιστορίας τους στο προσκήνιο. Και αυτό ζητά εκείνα τα αυτιά και τα μάτια που αναγνωρίζουν ότι όλα αυτά κάπως συνδέονται με ό,τι ζούμε αυτή τη στιγμή. Για παράδειγμα, αν αντιπαραβάλλει κανείς την εικόνα από την καταστροφή της Σμύρνης με τις εικόνες των προσφύγων σήμερα, νομίζω πως δύσκολα θα καταλάβει τη διαφορά…”, καταλήγει ο Κωστής Ζουλιάτης.

 

 


Περισσότερες πληροφορίες
www.ta-riza.com 
www.facebook.com/tariza.band 
www.instagram.com/riza.band 
https://soundcloud.com/ta-riza