Ο “Επίτριτος” του Παναγιώτη Ξυδέα είναι ένας υποδειγματικός δίσκος με μουσική της Πελοποννήσου, και το γέννημα - θρέμμα ενός σχήματος που επιβεβαιώνει πως πρώτο κριτήριο στις επιλογές του είναι η ποιότητα και η αισθητική του εκφραστικού αποτελέσματος. Ο λόγος για τους Θοδωρή Γεωργόπουλο (κλαρίνο), Παναγιώτη Ξυδέα (βιολί), Μιχάλη Ζάμπα (λαούτο, τραγούδι) και Σάκη Κάκο (ντέφι) και την Πολιτισμική Εταιρεία "Αυλός" που φέρει εις πέρας τις παραγωγές τους…
Ο δίσκος ξεκινά με τον “Καλαματιανό” σκοπό, καίτοι ο Παναγιώτης Ξυδέας αντλεί την καταγωγή του από τη Μεσσηνία, για να ακολουθήσει ωστόσο ένα ταξίδι που διαβαίνει όλη την Πελοπόννησο με οδηγό τη μουσική της και διακριτικό συνοδηγό το βιολί του Ξυδέα, που επιλέγει να μην καταθέσει ένα σολιστικό άλμπουμ, αλλά τιμώντας τους συνοδοιπόρους του (Γεωργόπουλο, Ζάμπα, Κάκο), αλλά και όσους συμμετείχαν ως καλεσμένοι (οι Πέτρος Ανδρουτσόπουλος, Μαρίνα Μανωλάκου στο τραγούδι και οι Κώστας Φιλιππίδης και Κώστας Παπαπροκοπίου στο λαούτο) εμπιστεύεται ένα μουσικό σύμπλεγμα πολύ πιο ανοιχτό στη σχέση μουσικής και ακροατή ή και χορευτή.
Ο παππούς του έπαιζε βιολί, αλλά ο Παναγιώτης Ξυδέας δεν τον γνώρισε ποτέ. Ξεκίνησε μουσική (με κλασική κατεύθυνση) στο Δημοτικό Ωδείο Καλαμάτας και πιάνο με δάσκαλο τον Νίκο Δεληγιαννάκη. Στη Β’ Γυμνασίου ξεκίνησε να παίζει βιολί στα πανηγύρια της Μεσσηνίας, και οι πρώτες του επιρροές από τη δημοτική μουσική, ήταν δυο ντόπιοι βιολιστές, ο Παναγιώτης Μαυροειδής που τον συναντούσε σε κάθε ηχογράφηση του τόπου του και ο δεύτερος ήταν επονομαζόμενος “Φωτιάς”.
Ο πρώτος του δάσκαλος, Νίκος Δεληγιαννάκης του έδωσε τις βάσεις, και η μαθητεία συνεχίστηκε πλάι στον μεγάλο μουσικό του βιολιού, Στάθη Κουκουλάρη, που του έδειξε τους δρόμους της νησιώτικης μουσικής. Η ουσιαστική μελέτη, ωστόσο, ήρθε όταν απευθύνθηκε στον Γιάννη Ζευγώλη, όπου για 7 χρόνια ο Παναγιώτης Ξυδέας εμβάθυνε στον τομέα της τεχνικής, κάτι που τονίζει ο ίδιος στο “Παραδούναι και Λαβείν”:
“Ο Γιάννης Ζευγώλης μου έδωσε τεχνική, τον ήχο στο βιολί και ξεκινήσαμε από το μηδέν για να κατανοήσω όλα τα προηγούμενα. Ακόμη και το καλαματιανό. Με βοήθησε πάρα πολύ. Μετά από εκεί, έψαχνα να βρω τους ανθρώπους για να μάθω το τοπικό ιδίωμα. Εκεί ήρθε ο Αχιλλέας Χαλκιάς, με ενθάρρυνση και παρέμβαση του Θοδωρή Γεωργοπούλου, ώστε να αποκτήσω μια βάση, αφού με το σχήμα παίζαμε πολλά ηπειρώτικα. Τέλος, θα πρέπει να αναφερθώ και σε μια κομβική -για εμένα- γνωριμία, με έναν που δεν ξέρω εάν ήταν ο κορυφαίος δάσκαλος, ήταν όμως σίγουρα ο κορυφαίος άνθρωπος στο χώρο του βιολιού, ο μπάρμπα Νίκος Μωραΐτης. Ρουμελιώτικο παίξιμο, η Αιτωλοακαρνανία με βιολί. Δοτικότατος άνθρωπος, δεν κρατούσε τίποτε για τον ίδιο. Μου μετέδωσε κυρίως τα συναισθήματα και την αγάπη για το όργανο. Ο ίδιος είχε μια τρομερή τεχνική πάνω στις “ρουμάνικες” κλίμακες”.
Από το 2004 για πρώτη φορά και από το 2008 σε μόνιμη βάση, ο Παναγιώτης Ξυδέας πορεύεται μαζί με τους Θοδωρή Γεωργόπουλο, Μιχάλη Ζάμπα και Σάκη Κάκο σε ένα σχήμα που συμπληρώνει ο ένας τον άλλο σε μουσικό επίπεδο, όλα όμως ξεκινούν από την ισχυρή μεταξύ τους σχέση. Έχουν ήδη καταθέσει σειρά από ιδιαιτέρως αξιόλογες δισκογραφικές δουλειές και πάμπολλες συνεργασίες (ως σχήμα) με κορυφαίους σολίστ της δημοτικής μουσικής. Ο ίδιος ο Παναγιώτης Ξυδέας, ωστόσο, θεωρεί πως η συνεργασία με τη Δόμνα Σαμίου, στις τελευταίες συναυλίες που έδωσε, ήταν η πιο σημαντική, η πιο ξεχωριστή από όλες.
Σε ό,τι αφορά την πρώτη προσωπική του δουλειά, τον “Επίτριτο” (όπως ονομάζεται ο επτάσημος ρυθμός στα δημοτικά τραγούδια και τη βυζαντινή μουσική), ο Παναγιώτης Ξυδέας τονίζει: “Αν δεν ήταν ο Θοδωρής Γεωργόπουλος, δεν θα τον είχα κάνει. Με οργάνωσε, στο τι θα κάνουμε, τι θα γράψουμε, να κάνουμε βάσεις, και η δουλειά στήθηκε στο στούντιο του, τον “Αυλό”. Ο Θοδωρής είναι πολύ έμπειρος σε αυτή τη διαδικασία. Εν τω μεταξύ, είχε γίνει ο δίσκος του Μιχάλη Ζάμπα, είχε γίνει η Ήπειρος με το σχήμα μας, και τώρα κάναμε Πελοπόννησο, αυτό που είχα μέσα μου. Δωρική, ήσυχη, μια ορχήστρα σε τραγούδια της Πελοποννήσου με έμφαση στο βιολί. Θέλαμε μουσική της Πελοποννήσου, όχι σόλο. Η μουσική δεν είναι μόνη της, είναι για να χορευτεί και για το πανηγύρι, να τραγουδιέται και να έχει καλό στίχο. Και η δημοτική μας μουσική είναι ποίηση στην ανώτερη της μορφή…”