Όλα ξεκίνησαν, όταν σε πολύ νεαρή ηλικία, έπεσε στα χέρια του μία κασέτα του Νίκου Καλαϊτζή ή Μπινταγιάλα, που εμπεριείχε επίσης τη μουσική ιδιοφυϊα του Τάσου Κουλούρη (βιολί) και του Χρήστου Παπανικολάου (κιθάρα). Ήταν το “κλειδί” για να ανοίξει εντός του ο μουσικός κόσμος της ιδιαίτερης πατρίδας του, να αποφασίσει να τον εξερευνήσει και στη συνέχεια να τον ακολουθήσει.Ο Παναγιώτης Βέργος, εμπιστεύτηκε το σαντούρι για “πυξίδα” του σε αυτό τον όχι πάντα ευκολοδιάβατο, αλλά σίγουρα όμορφο δρόμο. Πριν από λίγο καιρό μας παρέδωσε μια εξαιρετική δισκογραφική εργασία με τη συμμετοχή του συμπατριώτη του, τραγουδιστή, Κώστα Καλδέλη. Ο δεξιοτέχνης του σαντουριού μιλάει στο musicpaper.gr για το “Ταξίδι στη Λέσβο”. 


Δάσκαλός σου υπήρξε ο Δημήτρης Κοφτερός. Ποιές ήταν οι συμβουλές που περισσότερο σου έμειναν χρήσιμες για τη μετέπειτα πορεία σου;

Καταρχάς, το ότι μουσική σημαίνει αγάπη κι όταν στα 15 μου, τού ανακοίνωσα ότι θέλω να γίνω επαγγελματίας μουσικός, χάρηκε αλλά με προειδοποίησε πως “η δουλειά αυτή έχει πιο πολλές δυσκολίες, παρά ευκολίες. Σε πιστεύω, συνέχισε και μη σταματάς να μελετάς”. Ωστόσο, για εμένα η μουσική δεν είναι δουλειά. Λες “πάω να παίξω” και κάθε μέρα το γραφείο είναι διαφορετικό. Έχεις να κάνεις με διαφορετικό κόσμο καθημερινά. Τη μια στιγμή είσαι στο Μέγαρο, την αλλή μέρα στη Νάξο, την Πάρο, το Κουφονήσι. Ωστόσο, σίγουρα μας επηρεάζει και η αβεβαιότητα που ζούμε στην Ελλάδα. Δεν γίνεται να υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που να έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στη μουσική, και να έχεις ένα κράτος που δεν κάνει τίποτε για να βοηθήσει αυτούς που υπό μία έννοια έχουν δώσει τόσα πολλά στον πολιτισμό μας. Γιατί, εκτός των άλλων, ο πολιτισμός μας είναι η γλώσσα και η μουσική μας. Όλοι αυτοί οι μεγάλοι μουσικοί έχουν γράψει αυτά τα τραγούδια και τους σκοπούς, που τα ξέρουμε ως δημοτικά…


Η γενιά σου πρόλαβε τους μεγάλους μουσικούς, δούλεψε μαζί τους, και τώρα εσείς ως οι πρωταγωνιστές του συγκεκριμένου χώρου έχετε την παράδοση στα χέρια σας, αλλά με περισσότερα εφόδια. Είναι αυτή μία καλή στιγμή για τη δημοτική μουσική;

Είναι ίσως η καλύτερη περίοδος για την παραδοσιακή μουσική. Παρότι, δεν προβάλλεται ιδιαιτέρως, έχει πάρα πολύ μεγάλο κοινό. Πάμε και παίζουμε στα πανηγύρια και έρχονται κατά χιλιάδες νέοι που χορεύουν και ζητάνε συγκεριμένους χορούς. Γνωρίζουν, δηλαδή. Έχουν βοηθήσει σε αυτό και οι χορευτικοί σύλλογοι. Κάποια στιγμή, είχα αυτή την κουβέντα με τον σπουδαίο Χρήστο Ζώτο και μου είχε πει “η παράδοση είναι σαν τον χρυσό, όσα χρόνια κι αν τη θάψουμε, θα εξακουλουθεί να λάμπει”. Παρόλα αυτά, ας σκεφτούμε ένα σκοπό όπως την “Πέργαμο”, ένα πολύ βαρύ ζεϊμπέκικο που μιλάει για τη Μικρασιατική καταστροφή, όταν από τα νησιά του Αιγαίου έβλεπαν στις απέναντι ακτές τα σπίτια τους να καίγονται. Ένα πολύ δραματικό κομμάτι. Το 2018 δεν θέλω, αλλά ούτε μπορώ να βιώσω κάτι ανάλογο. Ως νέος μουσικός δεν μπορώ να αποδώσω την παραδοσιακή μουσική όπως ο Μπινταγιάλας ή όποιος άλλος μεγάλος μουσικός που είχε βιώσει αυτόν τον πόνο. Έτσι στην εποχή μας, υπάρχουν πολλά νέα παιδιά που μαθαίνουν παραδοσιακά όργανα, όμως μας λείπει η συνδεση του παλιού μουσικού με το νέο.


Εκτός από τον δάσκαλό σου, ποιοί άλλοι μουσικοί σε επηρέασαν καθοριστικά;

Στην Τέχνη δεν υπάρχει παρθενογέννηση και αναγκαζόμαστε να μιμηθούμε. Ο Μπινταγιάλας δεν μου έκανε ποτέ μάθημα, μια φορά μόνο είχα πάει σπίτι του, ήθελε να με ακούσει κι έπαιξα. Δεν σημαίνει όμως ότι δεν ήταν δάσκαλός μου, διότι έχω μελετήσει άπειρες ώρες το παίξιμό του. Οπως ο δάσκαλος του δικού μου δασκάλου, ήταν ο Τάσος Διακογιώργης, ένας ανεξάντλητα καλός μουσικός, πάρα πολύ μορφωμένος, χαρισματικός, που δεν είναι τυχαίο ότι έχει παίξει σε μεγάλα μουσικά έργα. Ούτε αυτός δεν μου έχει κάνει μάθημα. Ήταν όμως ένα πρότυπο για εμένα. Αυτός που άλλαξε την αντίληψή μου για τη μουσική είναι ο Νίκος Οικονομίδης. Με βοήθησε να περάσω σε άλλο επίπεδο και να βρεθώ στο σημείο, όπου ξεχνάμε τεχνικές και νότες. Εκεί αυτό που μετράει είναι η ζωή, η καρδιά και αφήνεσαι στο πως κινείται η μελωδία κι ο παλμός. Ο Νίκος Οικονομίδης με βοήθησε πάρα πολύ. 


Πρόσφατα κυκλοφόρησες έναν δίσκο με ρεπερτόριο από την ιδιαίτερη πατρίδα σου, τη Λέσβο…

Δεν είναι ένας προσωπικός δίσκος, αφού τον δουλέψαμε μαζί με τον καλό μου φίλο και εξαιρετικό τραγουδιστή, Κώστα Καλδέλη. Το “Ταξίδι στη Λέσβο” περιέχει 13 τραγούδια. Ξεκίνησε στο σπίτι μου, πάνω σε μια κουβέντα που είχαμε με τον Κώστα και θέσαμε τους εξής στόχους. Να είναι χορευτικός δίσκος και καταγραφικός, δηλαδή να έχει σκοπούς, που είναι σχεδόν ανέκδοτοι ή παιγμένοι από πολύ παλιές ηχογραφήσεις. Ανέλαβα, παράλληλα και τη θέση του ηχολήπτη και νομίζω πως το αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με τις ενορχηστρώσεις που επιλέξαμε, είναι ένα άκουσμα με καινούργια στοιχεία, που διατηρεί όμως τον σεβασμό προς το παλιό. 


Πως δούλεψες την καταγραφή και την ενορχήστρωση;

Η καταγραφή ξεκίνησε από πολύ νεαρή ηλικία. Πάντα μου άρεσε να παρακολουθώ έναν παλιό μουσικό και να τον ρωτάω πράγματα, να ηχογραφώ ή να βρίσκω παλιές κασέτες και όχι μόνο να τις ακούω, αλλά να γράφω και τις παρτιτούρες. Τίποτε δεν πάει χαμένο, και η καταγραφή είναι δουλειά πάρα πολλών χρόνων. Επίσης, με βοήθησε ένα πρόσφατο ταξίδι στην Αγιάσο για τα γυρίσματα μιας εκπομπής. Πήγα στα τοπικά αρχεία και βρήκα παλιά κομμάτια, που είτε είναι ανέκδοτα, είτε έχουν εκδοθεί πριν από 30 χρόνια. Η Λέσβος είναι ένας τόπος με πάρα πολλά στυλ στη μουσική της. Άρρηκτα συνδεδεμένη -για παράδειγμα- με το ρεμπέτικο του Τούντα, του Σκαρβέλη και του Βαγγέλη Παπάζογλου. Παλιότερα, είχαμε δύο ζυγιές στο νησί, το γνωστό σαντουροβιόλι και τα Μυτηλινιά φυσερά. Τρομπέτες, κλαρίνια, μέχρι και τσέλο. Προσπάθησα να ενώσω αυτούς τους πολιτισμούς, να τους κάνω δυτικούς, γιατί για εμένα η Λέσβος είναι Δύση, όπως και η μουσική του Αιγαίου γενικότερα. Οι ενορχηστρώσεις του δίσκου, λοιπόν, έχουν όλα τα στυλ των χωριών της Λέσβου, με σαντουροβιόλι και φυσερά, ενώ η έκπληξη έγκειται σε κάποια Αγιασώτικα με επιρροές από τη Σμύρνη, όπου επειδή είναι ακόμη πιο δυτικότροπα κομμάτια, πρόσθεσα πιάνο και ακορντεόν. 


Το υλικό, ωστόσο, στηρίχθηκε και στις ερμηνείες του Κώστα Καλδέλη...

Ο Κώστας Καλδέλης είναι μία από καλύτερες φωνές της Λέσβου, με μεγάλη αξιοπρέπεια και γνησιότητα στο τραγούδι. Είναι Μυτηλινιός τραγουδιστής, χωρίς να θυμίζει μουσική Τουρκίας ή λαϊκό τραγουδιστή. Είναι κάπου ενδιάμεσα και για εμένα αυτό είναι ένα πάρα πολύ ωραίο στοιχείο. Το ρεπερτόριο, στηρίχθηκε όλο πάνω στη φωνή του και ήξερα εξαρχής ότι πρέπει να βρούμε κομμάτια που έχουν δοκιμαστεί ήδη στο πανηγύρι από τον ίδιο και τα έχει αποδεχτεί ο κόσμος. Σε ό,τι αφορά την τελική επιλογή του ρεπερτορίου, αυτή έγινε από κοινού. 

 



Στο δίσκο “Ταξίδι στη Λέσβο” παίζουν οι μουσικοί:

Γιώργος Μαρινάκης (βιολί), Ηλίας Μαυρίκης (κιθάρα και λαούτο), Αργύρης Ψαθάς (λαούτο), Γιάννης Πλαγιαννάκος (κοντραμπάσο), Ιγνάτης Συμενής (τρομπέτα),  Αντώνης Κεραμυδάς (πιάνο και ακορντεόν),  Διονύσης Θεοδόσης (κλαρίνο), Παναγιώτης Βέργος (σαντούρι, ηχοληψία και ενορχηστρώσεις), Κώστας Καλδέλης (τραγούδι). Ο Νίκος Οικονομίδης έχει κάνει τη μίξη και το mastering.