nikos_papazoglouΚιόλας ένας χρόνος; Και μια στιγμή –παρόλα αυτά- θα ήταν αρκετή για να προκαλέσει αυτό το αναπάντεχο ρίγος μίας πηγαίας θλίψης για το «αντίο» ενός ανθρώπου, που πάντως χωρίς να του αρέσουν τα «βαριά» λόγια, μας άφησε μια υπόσχεση «Εις το επανιδείν»…

Η φράση «ήταν σαν να έχασα έναν δικό μου άνθρωπο», είναι αυτή που ακούστηκε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο για το «φευγιό» του Νίκου Παπάζογλου. Η δημοσιογραφική πένα έχει καταγράψει (και οφείλει να συνεχίσει να το κάνει) τη σημαντικότητα του καλλιτέχνη, που με το ήθος της τραγουδοποιίας του, επηρέασε, πιθανώς όσο κανείς άλλος τις γενιές των ομότεχνών του από το ’80 και δώθε.

 

papazisΉταν σαφώς αυτό το «μεικτό και νόμιμο», νέο-λαϊκό ίσως και ρεμπέτικο ύφος που υποστήριξε τόσο τραγουδιστικά, όσο και δημιουργικά στην αρχή με την παρέα της «Εκδίκησης της Γυφτιάς» (Ρασούλης, Σαββόπουλος, Ξυδάκης) και κατόπιν ως επικεφαλής της «Λοξής Φάλαγγας».

Δικαίως…

 

Ο Νίκος Παπάζογλου καταγράφεται ως ένα από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού τραγουδιού και για άλλους λόγους. Διότι, απόπνεε όλο το χαμένο «χρώμα» του μικρασιάτικου και το λυγμό μιας λαϊκής βυζαντινότητας και φολκ απόχρωσης πάνω στο τραγούδισμά του. Με μία πιο προσεχτική «ματιά» στο έργο του, ωστόσο, θα παραμείνει στις μνήμες ως ένας από τους μεγαλύτερους μερακλήδες της ελληνικής μουσικής, που αγάπησε βαθιά την παράδοσή της και μάλιστα το εξέφρασε αριστουργηματικά, έστω και επιλεκτικά.

 

Δεν είναι διόλου τυχαίo το ότι επέλεξε ως απάγγειο το ακριτικό νησί της Νισύρου και ότι έχτισε το κονάκι του στο ορεινό χωριό (!), Νικιά, με το τόσο πλούσιο πολιτιστικό παρελθόν, μιας και οι κάτοικοί του διετέλεσαν υπερδραστήριοι έμποροι και παινεμένοι καπεταναίοι της Ανατολικής Μεσογείου. Αφετέρου, το σπίτι που έμελλε να φιλοξενήσει το διάδοχο του στούντιο «Αγροτικόν» βρίσκεται σε ένα φυσικό μπαλκόνι που απλώνεται έρμαιο στη θέα και τις διαθέσεις του ηφαιστείου «Πολυβώτης» της Νισύρου. Η αίσθηση της απόλυτης συμφιλίωσης με τη φύση και τη μοίρα είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά των εσχάτως συγχωριανών του «Παπάζη», που δεν πρόλαβε να χαρεί την παρέα τους όσο θα ήθελε…

 

Ακολουθεί ένα κείμενο που γράφτηκε υπό το «βάρος» και την αλήθεια των στιγμών για το περιοδικό «Δίφωνο», ακριβώς ένα χρόνο πριν. Θα ευχόμουν να μην είχε χρειαστεί να το γράψω…

Αναδημοσίευση από το «Δίφωνο»

 

papazoglou_rasoulis«Είναι κάτι στιγμές τρυφερές και λεπτές, σαν κλωστές τυλιγμένες σ’ αδράχτι

σε γυρνούν απαλά σε μεθούν σιωπηρά, σε γεμίζουν με πείσμα και άχτι…»

Πήρε παραμάσχαλα το cd με τη «Σελήνη» κι έφυγε για το σπίτι στα Νικιά. Εκεί αγναντεύοντας μια τον Πολυβώτη και μια το ανοιχτό πέλαγο, πέρα ως την Αστυπαλιά και την Κάρπαθο έπλασε τη μουσική πάνω στη νισυριώτικη, παραδοσιακή μελωδία και ταίριαξε τους στίχους της Πολυξένης Βελένη.

 

 

Κάθε στίχος και μία εικόνα από τον πολυαγαπημένο του τόπο, που αντίκρισε για πρώτη φορά πριν από είκοσι τόσα χρόνια, όταν πετούσε πάνω από την Κω με το αεροπλάνο του και ανέμενε άδεια προσγείωσης. Πήγαινε να βρει τις «Μικρές Περιπλανήσεις». Πάνω στην αναμονή και κάνοντας κύκλους (όπως οι δικοί του «Στρόγγυλοι δίσκοι») πρόσεξε το νησί που έμελλε να γίνει η τρίτη του πατρίδα. Πρώτη της προηγούμενης γενιάς, η Σμύρνη, δεύτερη δική του γενέτειρα, η Θεσσαλονίκη, τρίτη τούτη εδώ η κουκίδα στο χάρτη με το κωνοειδές σχήμα. Η Νίσυρος.

 

 

Κυνηγημένοι έφτασαν οι πρόγονοί του το ’22, στη… χώρα του Αλεξάνδρου, κυνηγημένος κι ο Γίγαντας Πολυβώτης από τον Ποσειδώνα έφτασε στ’ ανοιχτά της Κω και εκεί ο τρομερός θεός τον καταπλάκωσε και σχηματίστηκε η Νίσυρος. Ο Νίκος Παπάζογλου αγάπησε πολύ αυτόν τον τόπο. Έχτισε πάνω σε μια πλαγιά, στο έμπα των Νικιών, το σπίτι του, το απάγγειο του και είχε για λιμάνι τους Πάλους, στο άπλωμα το λόφου. Από εκεί έπαιρνε το ιστιοφόρο κι ανοιγόταν στο Πέλαγος. Λάτρευε τη θάλασσα, λάτρευε και τον ουρανό, αλλά πατούσε σταθερά πάνω στη γη. Στα Νικιά, τους Πάλλους και το Μανδράκι ησύχαζε σαν έφτιαχνε ο καιρός. Έγινε ένα μ’ αυτό το νησί της άγριας, ατόφιας ομορφιάς, που αναβλύζει το θειάφι και η αύρα του σε συνεπαίρνει άπαξ και πατήσεις το πόδι σου στο ευλογημένο χώμα του.

 

 

Φρόντισε γι’ αυτό η Παναγιά η Σπηλιανή. Στα «πόδια» της, εκεί άραζε ο Νικόλας μαζί με τον φίλο του τον Αντρίκο, που ‘χει το όμορφο καφενείο στην άκρη της πλατείας της Ηλικιωμένης. Αράζανε και πίνανε τα ουζάκια τους μέχρι να νυχτώσει. Μερακλής ο Νικόλας. Δέθηκε όσο δεν πάει μ’ αυτόν τον τόπο. Και σαν παρουσιάστηκε «κώλυμα» με την κατασκευή στο κονάκι του, ούτε που το σκέφτηκε. «Ο βράχος να μείνει εκεί όπως είναι». Έχτισε το σπίτι χωρίς να πειράξει το γέννημα της γης που τον καλοδέχτηκε. Για χάρη της, άλλωστε, άλλαξε και στίχο στο τραγούδι του Γιώργου Μπίλλη, την «Καπετάνισσα» και σαν έφτανε η ώρα για τα νησιώτικα στις συναυλίες, έλεγε και ξανάλεγε γεμάτος χαρά «Μα, στη Νίσυρο σαν πάμε, καπετάνιος θα ‘μαι εγώ». Το εννοούσε και το ‘πραττε με ευγνωμοσύνη σαν μικρό παιδί. Εκεί καλούσε τους φίλους του. Εκεί έφτιαξε χειροποίητα –ως συνήθιζε- ένα μικρό ξύλινο θεατράκι δίπλα στον «Στέφανο», τον εντυπωσιακό κρατήρα του ηφαιστείου στην καρδιά της Νισύρου και το εγκαινίασε με Αυγουστιάτικη Πανσέληνο.

Μου ‘χε πει η φίλη και «κόρη» του, Πηγή Καφετζοπούλου πως τη «Μά’ισσα Σελήνη» την συλλάβισε τραγουδιστά απνευστί, μια κι έξω. Όταν «έφυγε» η Πηγή, ο Νικόλας το ‘χε κρίμα μέσα του. Έψαχνε ένα τελευταίο τραγούδι που του ‘χε δώσει η «Νεράιδα» και μιλούσε για το «λυτρωτικό φως». Δεν πρόλαβα να του πω ότι τον σκεφτόταν μέχρι τελευταία στιγμή και γεμάτη με αγάπη έλεγε «Ο πατέρας μου». Μια ο Νικόλας και μια ο Σωκράτης. Αυτούς είχε στο μυαλό της. Κι όταν του ‘δωσε (του Νικόλα) τα τραγούδια για τη «Μά’ισσα» είχε γράψει γι’ αυτόν…

 

«Όταν πεθάνω κάψτε με, κάντε με στάχτη, βάλτε με, σ' ένα μπαγλαμαδάκι

Να το 'χω στο ταξίδι μου, καμάρι και στολίδι μου, να σβήνω τα μεράκια μου, με ‘κανα τραγουδάκι»

 

Πόσο καλά τον ήξερε…

 

 

nikos papazoglou_1Τον είδα για τελευταία φορά σε τρία στιγμιότυπα. Στους Πάλλους, η παρέα περίμενε την παραγγελιά στο ταβερνάκι. Ξεπέζεψε, περπάτησε παράμερα στο μισοσκόταδο και πήρε βαθιά αναπνοή, σαν να ‘θελε να γεμίσει από θαλασσινή εσπέρα. Κατόπιν, στην ολόλευκη πλατεία, στα Νικιά. Γλέντι είχε με τον Σκουλά και τον Περυσινάκη. Οι νέοι της Νισύρου είχαν βάλει τους δύο Κρητικούς να αραδιάζουν σούστες. Αυτός είναι ο χορός τους. Κι ο Παπάζογλου να τους καμαρώνει και πιο πολύ τον Σιδερή, τον «Αρσιβαρίστα» στην μετά τη «Νοσταλγό», τρίτη ταινία της Αλεξανδράκη για τη Νίσυρο. Κι αυτή Θεσσαλονικιά, αν θυμάμαι καλά. Κι αυτή δεν αντέχει μακριά από το νησί πάνω από λίγους μήνες. Όπως και η Όλια –η Αννιώ της «Νοσταλγού»- Λαζαρίδου. Όλοι μια παρέα. Ο Σιδερής, γιος του κυρ Λευτέρη, φύλακα του ηφαιστείου, που πάντα περίμενε τον Νικόλα με καλό μεζέ και σούμα.

Το «έχε γεια» ήταν στο Κάστρο, πάνω από το Μανδράκι, που είχε μόλις ανοίξει ξανά τις πύλες του μετά από εκατοντάδες χρόνια. Με μια συναυλία του, όπως και στο ηφαίστειο, έτσι κι εδώ. Με ελεύθερη είσοδο για όλους. Αντάλλαγμα φιλοξενίας. Καλά τον λέγανε «εκπορθητή».

 

 

 

Είχε ανοίξει κι άλλα κάστρα.

Εκείνο το βράδυ τραγούδησε με την ψυχή του νησιώτικα τραγούδια. «Πρόσταζε» για δοξαριές τον Οικονομίδη και έκανε χάζι τα νέα τα κορίτσια να σέρνουν το χορό. Το ‘χε ευχαριστηθεί αυτός, αντάμα κι εμείς.

Ήταν η τελευταία του συναυλία σε ανοιχτό χώρο, από όσο γνωρίζω.

Όπως έλεγες κι εσύ… Εις το επανιδείν, Νικόλα!

 

 


Το βίντεο είναι –φυσικά- από την ταινία «Η Νοσταλγός» της Ελένης Αλεξανδράκη, για την οποία έγραψε μουσική ο Νίκος Παπάζογλου (οι στίχοι στις «Στιγμές» είναι της Πολυξένη Βελένη). Επελέγη διότι είναι πλημμυρισμένο από… Νίσυρο.