Τα πρώτα σκαλίσματα άρχισα να τα γράφω αρχές καλοκαιριού, δυο χρόνια πριν, στην Θεσσαλονίκη. Δεν με πολυχώραγε το σπίτι, οπότε έβγαινα νωρίς για να πιάσω θέση στο σημείο που μου αρέσει. Στον Κήπο των εποχών, στην παραλία. Πίσω μου δέντρα, μπροστά θάλασσα. Ίσως από κει ήρθαν τόσα "κύματα" και "φύλλα" στους στίχους. Το ήξερα και είχαμε πει πως ήρθε η ώρα να δουλέψουμε για δίσκο, αλλά εγώ δεν το έβαλα ποτέ μέσα μου έτσι. Έγραψα γιατί είχε μαζευτεί μέσα μου κάτι που έπρεπε να κοιταχτεί.

 

Πρώτα έγραψα την ιστορία ενός ταυρομάχου που ορμάει στον θάνατο μα μπροστά στην αγάπη γονατίζει σα μικρό παιδί. Η ιστορία μου άρεσε, οι στίχοι όχι. Τους πέταξα όλους εκτός απο έναν: "Απο μικρό, μικρό παιδί ταύροι πετούσαν στ' όνειρό μου". Άκουσα κάπου για ένα φυτό που ακόμη και όταν πεθαίνει με λίγες σταγόνες νερό ανασταίνεται, ξαναγεννιέται. Το βράδυ ήρθε σκέψη πριν κοιμηθώ. Το φαντάστηκα, το είδα, έπλασα μέσα μου ιστορία. Μετά κοιμήθηκα. Το πρωί ξεκίνησα και σχεδόν τελείωσα το τραγούδι που ανοίγει τον δίσκο. Το "Ρόδο της ερήμου". Εκεί στο Gran Desierto, στο Μεξικό, χώρεσε και το όνειρο του ταυρομάχου.

 

Σε αυτές τις φωτεινές μέρες έγραψα το "Θέρος". Η συνάθροιση, η λήθη στην καρδιά, ο οίνος και τα θαύματα τριγύρω. Με αυτά που ζω, με αυτά που βλέπω ανθρώπους που αγαπώ να περνούν, με τον άρχοντα τον πόνο να μας κοιτάει πάντα από ψηλά, ήθελα από καιρό να φωνάξω: "Αδέρφια μου αντέξετε, αδέρφια μη σκορπάτε, και πολεμάτε σα θεριά, για κείνα που αγαπάτε".

 

Σε αυτές τις φωτεινές μέρες έγραψα και την "Μάγισσα νύχτα". Κάτω από τον ήλιο του Αυγούστου, ήρθε και με μάγεψε το απόκοσμο, το σκοτάδι, το βάθος και η γοητεία της νύχτας. Οκ.

 

Θα πω τέλος και για κάποιον που ένιωθα μέσα μου καιρό και πήρε μορφή τώρα. Ο "Βασιλιάς της μοναξιάς" έδωσε τελικά τον τίτλο σ' όλο το άλμπουμ. Είναι η ιστορία του βασιλιά που έχει τους πολεμιστές του να τον ακολουθούν πιστά παντού, τους εχθρούς του ασφαλώς κλειδωμένους στα μπουντρούμια, και τα υπόγεια του γεμάτα χρυσάφι, μα είναι τελικά φτωχός γιατί του λείπει το μόνο νόμισμα που έχει σημασία: η αγάπη.

 

Η στιγμή που το τραγούδι από προσωπικό πόνημα γίνεται ομαδική υπόθεση και μοίρασμα είναι ένας από τους λόγους που γράφω. Αυτό που τόσο καιρό άκουγες στο κεφάλι σου τώρα το ακούς με τα αυτιά σου, απλά πολλές φορές καλύτερο, κατά πολύ πλουσιότερο πια, με την συνδρομή της φαντασίας ανθρώπων που θαυμάζεις για το ταλέντο τους. Ευτυχία...

Κάθε δίσκος είναι ένα ταξίδι. Οι δικοί μας ξεκινάνε στον χάρτη μου μα τελικά το κάνουμε όλοι μαζί, με πολλές παρακάμψεις, ιδέες της στιγμής, σκασμένα λάστιχα και ξυστά περάσματα απο τον γκρεμό. Μα κοίτα να δεις που πάντα τελικά φτάνουμε και πάντα είναι ο προορισμός πιο ωραίος απο ότι τον φαντάστηκα.


ΕΚΜΕΚ: Άλκης Κανίδης - φωνή, κιθάρα | Αλέκος Σπανίδης - τύμπανα | Στέργιος Γιάννος - μπάσο | Γιώργος Αβραμίδης - τρομπέτα | Σάκης Ραπτόπουλος – ακκορντεόν.