Πρωτοετής φοιτητής στο πρώτο μεροκάματο ως μπασίστας στα «μπουζούκια» του παλιού καιρού —σ’ αυτά τα «μπουζούκια», που έχουν οριστικά εκλείψει. Άφωνες που ήθελαν να τραγουδήσουν πάντα Τζένη Βάνου, η καψούρα που άρχιζε να αποτελεί εθνικό ήθος, λουλούδια, κονσομασιόν και   σαμπάνιες «πίστας»: ένας θαυμαστός καινούριος κόσμος για τα μάτια ενός 19άρη. Παρατηρητής με την ασφάλεια του «απ’ αλλού». Αν το μεροκάματο ήταν το κίνητρο του νεαρού, στα χρόνια που ακολούθησαν, με την μυθολογία των  «μπουζουκιών» περίεργα να μεγενθύνεται, οι εμπειρίες αλλά και η αναγκαστική άσκηση της κοινωνικής παρατήρησης εξελίχθηκαν σε κέρδος ζωής ανυπολόγιστο.

 

Ένας καφές με λιακάδα εκεί στο λοφάκι  με φίλους μουσικούς από Συμφωνική, που έχουν βλέμμα χωρίς παρωπίδες και γενναιοδωρία αποκαλύψεων. Η φίλη, φτασμένη βιολίστρια – δια βίου όμως λεπταίσθητη μαθήτρια- να εξιστορεί ανυστερόβουλα και μόνο με θαυμασμό τη στερημένη εποποιΐα των σπουδών του δασκάλου και μέντορά της στα δύσκολα χρόνια του ’60 στη Γερμανία.

 

Το τηλέφωνο που τον βρίσκαμε ήταν αυτό του καφενείου του χωριού του –αφήναμε παραγγγελία στον καφετζή να μας πάρει πίσω και έγκαιρα εκείνος  ανταποκρινόταν. Ερχόταν πάντα με κοστούμι - ακόμη και κατακαλόκαιρο - στο στούντιο και όταν ο παραγωγός του έδινε την αμοιβή του (εννοείται πως δεν ήξερε τι είναι μπλοκ αποδείξεων παροχής υπηρεσιών) έκανε μισή υπόκλιση και έλεγε στον καθένα ξεχωριστά από την ομάδα με χειραψία: «Είναι τιμή μου που ηχογράφησα για τον δίσκο σας». Εκμαίευσα με μεσολάβηση κοινού φίλου  τον σπαρταριστό κλαυσίγελο της πρώτης καθόδου του στην Αθήνα πλάι σε γκράντε λαϊκή φίρμα.

 

Ταξίδι με αυτοκίνητο προς Κομοτηνή για συναυλία. Η Εγνατία, πρόσφατα φτιαγμένη, χαλί απλωμένο εμπρός μου, καθώς οδηγούσα. Κουβέντα στην κουβέντα, ο αδελφός μουσικός δίπλα, γόνος οικογένειας διπλά διωγμένων του Εμφυλίου, ξετυλίγει το κουβάρι της «φυγής» του με εμπορικό πλοίο παράνομα από την Πολωνία του σιδηρού παραπετάσματος στην Σουηδία. Είχε ευτυχώς η Εγνατία ΛΕΑ (Λωρίδα Έκτακτης Ανάγκης) και βιαστικά πάρκαρα — έκανα αρκετή ώρα να συνέλθω.

 

Στάθης Παχίδης, Οι παιχνιδιάτορες, 33 μικρές ιστορίες μουσικών | ΜετρονόμοςΨάρια σε λάθος ενυδρείο -- κακοί ροκάδες σε σκυλάδικο. Το γαβγαβ και το αλύχτισμα πολλοί εμίσησαν, το (παχυλό κάποτε) μεροκάματο κάτι λίγοι ρομαντικοί μόνον. Συνθήκη οριακή, με διλήμματα και συγκρούσεις αισθημάτων, φυλών και κόσμων — ή απλά η χαρά του γραφιά, που ψάχνει με βλέμμα πλάγιο. Δε γινόταν να το αφήσω.

 

Αυτή την ώρα, που τα κείμενα αλλά και η γωνία, απ’ όπου φώτισα αυτές τις ιστορίες των ηρώων μου μουσικών στο βιβλίο «Οι Παιχνιδιάτορες-33 μικρές ιστορίες μουσικών», είναι πια στα χέρια και στην κρίση των αναγνωστών, ανατρέχω στις στιγμές-εναύσματα, στις «πίσω μου σελίδες» σ’ εκείνες τις ώρες, που μόλις άκουγα μιαν ενδιαφέρουσα αφήγηση, έτρεχα να την σημειώσω πρόχειρα έστω και χαράματα. Η λήθη δεν αξίζει σε στιγμές εξαιρετικές.  

 

Αν το ανεκδοτολογικό μέρος, το πυροτέχνημα, που σκάει και φέρνει χαμόγελο, μειδίαμα και «έεεελα ρε συ!» ήταν το τυράκι και για τον παραμυθά αλλά και για τον αναγνώστη του, η φάκα και το στοίχημα είναι να φανεί κάτι από τις δύσκολες ζωές και το sui generis ήθος των ηρώων-μουσικών, που μπορούν και κάνουν το τεράστιο άλμα πάνω από μιαν άβυσσο: από την απόλυτη μοναχικότητα της άσκησης στην όποια δημόσια έκθεση.

 

Η ζωή όλη μια κλίμακα. Η ζωή όλη μια συγχορδία.

                     

 

          

                  31-1-2021

                                               Στάθης Παχίδης