Ο σκηνοθέτης Κώστας Παπακωνσταντίνου και η ομάδα Ξανθίας μεταφέρουν άλλο ένα λογοτεχνικό έργο  στη σκηνή. Μετά τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Αργύρη Εφταλιώτη και τον Μιχαήλ Μητσάκη, σειρά έχει ο Γεώργιος Βιζυηνός. Τρεις ηθοποιοί και ένας μουσικός επί σκηνής δραματοποιούν το διήγημά του «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπολέως» στην Αίθουσα Διδασκαλίας της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.  Το “Rio Grande”, ένα από τα μεγαλύτερα πλοία της εποχής, ταξιδεύει από τον Πειραιά έως τη Νάπολη της Ιταλίας. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο Ποιητής και αφηγητής της ιστορίας, συναντά μια παιδική του φίλη και τον βαθύπλουτο πατέρα της. Οι νέοι ερωτεύονται αλλά ο πατέρας έχει άλλα σχέδια για την κόρη του. Οι δύο ερωτευμένοι καταφέρνουν να ξεπεράσουν όλες τις αποστάσεις που τους χωρίζουν, την ηλικιακή, τη γεωγραφική, αλλά όχι την κοινωνική, όπως την ορίζει το χρήμα. Η ιστορία εκτυλίσσεται σαν αεράκι πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου.

 

Ο συνθέτης του έργου Νίκος Κολλάρος ο οποίος και παίζει πιάνο επί σκηνής,  σημειώνει στο MusicPaper για το έργο:

«Είναι κείμενα που πέφτουν στα χέρια σου, είναι όμως και άλλα που πέφτεις εσύ στα δικά τους. Τον Αύγουστο του 1883 δημοσιεύεται στην Εστία το «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», το πιο ανάλαφρο διήγημα του Γ. Βιζυηνού, το οποίο ερωτεύτηκα με τη σειρά μου την Άνοιξη του 2018. Η ιστορία ξεκινά και τελειώνει στο κατάστρωμα του RioGrande, όσο διαρκεί το ταξίδι με ατμόπλοιο από τον Πειραιά ως τη Νάπολη της Ιταλίας. Είναι μια ερωτική ιστορία ή μάλλον μια πολιτική ιστορία ή μάλλον όπως κάθε ερωτική ιστορία, είναι πολιτική.  Οι δύο πρωταγωνιστές, ο Ποιητής και η Μάσιγγα, πάνω στο πλεούμενο της Ποίησης, ονειρεύονται την ουτοπική Καλκούτα. Και αντιμάχονται τη δύναμη του Πλούτου.
 
Είχα εντυπωσιαστεί από τις παραστάσεις του Κώστα Παπακωνσταντίνου και τον τρόπο που αναδεικνύει  λογοτεχνικά κείμενα, κόντρα στη φύση τους,στο θέατρο. Οι ιστορίες του Παπαδιαμάντη, του Εφταλιώτη, του Μητσάκηγίνονταν μια διήγηση παραμυθιού, μια κοινή ανάγνωση. Όταν μιλήσαμε για το διήγημα του Βιζυηνού, ξεκίνησα με παιδική χαρά να ψάχνω το ρόλο της μουσικής στο έργο.
 
Και βρήκα την ίδια τη μουσική μέσα στη γλώσσα του συγγραφέα, στην καθαρή του καθαρεύουσα. Η γλώσσα αυτήνιώθεις ότι είναι η μόνη κατάλληλη για να αποτυπώσει τις πτυχές, το λεπτό ανάγλυφο του συναισθήματος.  Η μουσική του έργου γράφτηκε σα να  βρέθηκε σε εκείνα τα τελικά σύμφωνα που παραμελήθηκαν, σε εκείνα τα φωνήεντα που ξεχάστηκαν να αρθρώνονται. Η μουσική δεν παίζεται στις σιωπές του έργου∙ στην αρχή, στο τέλος, στις αλλαγές των σκηνών. Αλλά κάτω από τα λόγια του έργου για να φορτίσει το τραγούδισμα που κουβαλάνε οι λέξεις, οι φράσεις, τα νοήματα.
 
Οαφηγητής-Ποιητής απαγγέλει το κείμενο του Βιζυηνού και ακούει το γέλιο του κοριτσιούαπό το κατάστρωμα, το αργυρόηχο γέλιο του, να διαπερνά τους υδάτινους όγκους των κυμάτων. Ποια μουσική να τρέχει άραγε στο μυαλό του;  
 
«Και ο γέλως, ο αργυρόηχος αυτής γέλως, εν τω µέσω του θορύβου των κυµάτων…».
 
 
* ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ
"Rio Grande" ὠνομάζετο τὸ ἀτμόπλοιον, καὶ τὸ ὄνομα ἥρμοζεν εἰς τὸ πρᾶγμα, διότι ἦτο ἀληθῶς μέγα πλοῖον, τὸ μεγαλήτερον τῆς ἑταιρίας. Εἶχε φθάσει ἀργότερον τοῦ δέοντος εἰς Πειραιᾶ, καὶ ὁ ἥλιος ἀνέτειλε πολὺ πρὶν παραλάβῃ τοὺς ἐξ Ἑλλάδος ἐπιβάτας, ἐνῷ, κατὰ τὸ δρομολόγιόν του, ὤφειλε νὰ καταλίπῃ τὸν λιμένα δύο ὥρας μετὰ τὸ μεσονύκτιον.
Ἀνήκων εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ποτὲ δὲν τὰ ἔχουν καλὰ μὲ τὴν θάλασσαν, ὅταν ἔθεσα τὸν πόδα ἐπὶ τοῦ καταστρώματος τοῦ κολοσσοῦ ἐκείνου ᾐσθάνθην ἓν εἶδος ἀφοβίας πρὸς τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον, πολὺ ὁμοίας μὲ τὴν αὐθάδειαν τοῦ μυθολογουμένου ἐριφίου, εἰς τὰς λοιδορίας τοῦ ὁποίου, ὡς γνωστόν, ὁ λύκος ἀπήντησε τὸ «οὐ σὺ μὲ λοιδορεῖς, ἀλλ' ὁ τόπος».
Ἡ θάλασσα, ἀξιοπρεπεστέρα τοῦ λύκου, οὐδ' ἐσημείωσε κἄν τὴν ἀλαζονείαν μου. Ἐν τούτοις ἐγὼ τὴν σιωπὴν αὐτῆς δὲν τὴν ἀπέδωκα εἰς τὴν ἀκαταδεξίαν, ἀλλ' εἰς τὴν ἀδυναμίαν της. Τὰ ἀτρεμοῦντα ὕδατα τοῦ λιμένος μοὶ ἐφαίνοντο ἀπολέσαντα τὴν εὐκινησίαν αὐτῶν μόνο καὶ μόνον ὡς ἐκ τοῦ τεραστίου βάρους τοῦ καταπιέζοντος τὰ στήθη των. Καί, μετ' ἀκραδάντου πεποιθήσεως περὶ εὐπλοΐας, ἔβλεπον ἐναλλὰξ τὸ "Rio Grande" κολακευτικῶς, καὶ προκλητικῶς τὰ κύματα. −Ἄ! ἔλεγον πρὸς αὐτὰ ἐν τῷ νῷ μου. Αὐτὸν ἐδῶ τὸν φίλον δὲν θὰ μοῦ τὸν παίξετε εἰς τὰ δάκτυλά σας, καθὼς τὰ ἀτμοκίνητα τοῦ Γύρου. − Καὶ μὲ τὴν πεποίθησιν ταύτην ἤρχισα νὰ βηματίζω στερρῷ τῷ ποδὶ κατὰ μῆκος τοῦ καταστρώματος.
Ἐπρόκειτο νὰ πλεύσω μέχρι Νεαπόλεως· καὶ ἐπειδὴ ἐμέλλομεν ἀναμφιβόλως νὰ ἔχωμεν καλοκαιρίαν, ἤρχισα νὰ περιεργάζωμαι τοὺς συνεπιβάτας μήπως εὕρω τινὰς γνωστούς, ἢ καταλλήλους πρὸς σύναψιν σχέσεων. Ὁ πλοῦς εἶναι μακρός, ἐσκέφθην, καὶ θὰ ἔχω ἐπαρκῆ χρόνον νὰ ἀπολαύσω τὰς καλλονὰς τῆς φύσεως κατὰ μόνας, νὰ συναναστραφῶ καὶ ἀνθρώπους ἐν κοινῷ. Καὶ ἐνῷ ἐσκεπτόμην ταῦτα, βλέπω ἕνα βραχύσωμον κύριον βηματίζοντα γοργῷ τῷ ποδί, ἀλλ' ἀντιθέτως πρὸς ἐμέ, μὲ χαμηλὸν ταξειδιώτου σκοῦφον ἐπὶ κεφαλῆς, μὲ ὀφθαλμοὺς ἠδονικῶς προσηλωμένους εἰς τὸ ἄκρον τοῦ χονδροῦ αὐτοῦ σιγάρου, τὸ ὁποῖον ἐβύζανε κρατῶν, ὡς μοὶ ἐφάνη, διά τε τῶν χειλέων καὶ τῶν ὀδόντων του. − Κάπου εἶδον αὐτὸν τὸν κύριον! − εἶπον κατ' ἐμαυτόν, καὶ ἡτοιμάσθην νὰ χαιρετήσω. Ἀλλ' ἐκεῖνος, πολὺ ἐνησχολημένος μὲ τὸ σιγάρον του, δὲν μὲ παρετήρησεν.
Αἱ φορτωτικαὶ τοῦ πλοίου μηχαναὶ εἶχον παύσει τὸν θόρυβόν των πᾶσαι, ἐκτὸς μιᾶς, ἥτις ἐξηκολούθει ἀναβιβάζουσα κιβώτια ἐπὶ κιβωτίων, διαφόρου μὲν σχήματος καὶ μεγέθους, ἀλλὰ πάντα σεσημασμένα τοῖς αὐτοῖς ἀρκτικοῖς γράμμασι, πάντα ἐπιμελῶς κεκλεισμένα ἐντὸς ἀδιαβρόχων περικαλυμμάτων τοῦ αὐτοῦ χρώματος. Ἐφαίνετο, ὅτι Ἀθηναῖός τις Ἰακὼβ μετὰ τῶν υἱῶν καὶ θυγατέρων, τῶν νυμφῶν καὶ τῶν γαμβρῶν, τῶν ἐγγόνων καὶ τῶν δισεγγόνων του, ἀπήρχετο εἰς ὑπερπόντιον παντοτεινὴν μετοικεσίαν. Καλότυχοι ὅσοι ἐπρόφθασαν νὰ καταλάβουν κλίνας! εἶπον κατ' ἐμαυτόν, καὶ ᾐσθάνθην τὴν περιέργειαν νὰ μάθω τίς ἡ πολυμελὴς οἰκογένεια, ἥτις ἔπρεπε νὰ συνίσταται τοὐλάχιστον ἐκ τριάκοντα ἡλικιωμένων προσώπων, ἐὰν ὑποθέσωμεν, ὅτι εἰς ἕκαστον αὐτῶν ἀνελόγει ἓν κιβώτιον. Ἐν τούτοις τοιαύτη τις συμπαγὴς συνοδία δὲν ἐφαίνετο ἐπὶ τοῦ καταστρώματος.