Η σπουδαία σολίστ του πιάνου Ντιάνα Βρανούση, εκτός φυσικά από την όχι απλά δεξιοτεχνία αλλά και υψηλότατη ποιότητα που διακρίνει το παίξιμο της, ξεχωρίζει και για το ασυνήθιστα μεγάλο εύρος του ρεπερτορίου της. Ανέκαθεν ερμήνευε έργα που άλλοι/ες πιανίστες/ιες ούτε καν διανοούνται να δοκιμάσουν και συνεχίζει να το κάνει όπως στο ρεσιτάλ που θα δώσει την Πέμπτη 11 Ιανουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής.
Επίκεντρο της συναυλίας αυτής θα είναι έργα δύο ελληνικής καταγωγής συνθετών που έζησαν και εργάστηκαν στο Παρίσι στην διάρκεια του δεκάτου ένατου αιώνα και θα παιχτούν για πρώτη φορά στη χώρα μας. Ο Κάμιλλος Σταμάτης (1811 - 1870) ήταν επαγγελματίας μουσικός και δάσκαλος του πιάνου και η μεταγενέστερη του Μαριώ Φωσκαρίνα Δαμασκηνού (1850 – 1921) ερασιτέχνις αν και συνέθεσε ουκ ολίγα έργα για πιάνο. Αμφότεροι εντάσσονται στο ρεύμα του ρομαντισμού που κυριαρχούσε τότε στην Ευρώπη και για αυτό άλλωστε στο ρεσιτάλ της Ντιάνας Βρανούση θα πλαισιωθούν με ομοειδή έργα των Γάλλων Σεν Σανς, Φορέ, Σαμπριέ αλλά και του Ρόμπερτ Σούμαν.
Ο κριτικός και ιστορικός μουσικής – και ημέτερος του musicpaper – Γιώργος Μονεμβασίτης που θα προλογίσει με μια σύντομη κατατοπιστική ομιλία την συναυλία είναι κατηγορηματικός ως προς την θέση και τον ρόλο των πιανιστικών έργων εντός του συνόλου της ελληνικής λόγιας μουσικής αλλά και για την συμβολή αυτών των δύο αγνώστων στην χώρα μας (και τους) δημιουργών στην ευρωπαϊκή πιανιστική συνθετική παραγωγή. «Το πιάνο ήταν, είναι και κατά πως φαίνεται θα παραμείνει το δημοφιλέστερο όργανο της λόγιας μουσικής. Είναι φυσικό λοιπόν να κυριαρχεί στην εργογραφία των μουσουργών, τόσο των παλαιών όσο και των νέων. Αυτή η διαπίστωση δεν αλλάζει στη χώρα μας. Η δημιουργία έργων λόγιας μουσικής κατά τους δυο τελευταίους αιώνες στην Ελλάδα είναι προφανώς ποσοτικά μικρή σε σχέση με αυτήν της υπόλοιπης Ευρώπης. Ας μη λησμονούμε τι είχε προηγηθεί εκεί και τι εδώ. Σε αυτό όμως το σχετικά μικρό σώμα μουσικών έργων το πιάνο κυριαρχεί: είτε ως σολιστικό όργανο είτε σε έργα μουσικής δωματίου είτε σε λόγια τραγούδια στα οποία η φωνή αποζητά την υποστήριξή του. Στους καταλόγους των έργων όλων ή σχεδόν όλων των σπουδαίων Ελλήνων μουσουργών του δεκάτου ενάτου και του εικοστού αιώνα το πιάνο κατέχει περίοπτη θέση, ενδεικτικά αναφέρω δυο από τους σημαντικότερους. τον Μανώλη Καλομοίρη και τον Νίκο Σκαλκώτα. Στα έργα τους το πιάνο κατέχει δεσπόζουσα θέση και στις τρεις κατηγορίες που προανέφερα, σόλο, μουσική δωματίου και τραγούδια. Ο Σκαλκώτας μάλιστα, μολονότι ήταν βιολονίστας συνέθεσε περισσότερα έργα για πιάνο και μάλιστα με μεγαλύτερη ευχέρεια απ΄ όση για βιολί. Μια ακόμη ένδειξη μας προσφέρει η δισκογραφία. Υπάρχει ικανός αριθμός δισκογραφικών εκδόσεων με έργα Ελλήνων συνθετών για πιάνο, μεγαλύτερος από οποιοδήποτε άλλο μουσικό όργανο.
Μια περαιτέρω επιβεβαίωση προσφέρει το υπερπολύτιμο Αρχείο Ελλήνων Μουσουργών που έχει δημιουργήσει και συντηρεί με θαυμαστό τρόπο ο Θωμάς Ταμβάκος. Υπάρχει σε αυτό καταγραμμένη πληθώρα έργων για πιάνο ή με πιάνο Ελλήνων συνθετών αλλά και Ελλήνων συνθετών της διασποράς. Ανάμεσά τους και έργα δυο άγνωστων ελληνικής καταγωγής συνθετών που έζησαν στο Παρίσι την εποχή του κορυφώματος του ρομαντισμού, του Κάμιλλου Σταμάτη και της Μαριώς Φωσκαρίνας Δαμασκηνού. Η μουσική την οποία συνέθεσαν δεν έχει ελληνικά στοιχεία, είναι αμιγώς ρομαντική και διαθέτει συχνά τα χαρακτηριστικά «μουσικής σαλονιού». Είναι δηλαδή ευχάριστη, γοητευτική και χωρίς μουσικολογικές ιδιαιτερότητες και νεοτερισμούς. Επομένως δεν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ελληνική μουσική για πιάνο, είναι καθαρά ευρωπαϊκή μουσική. Συναισθηματικά βεβαίως μας ενδιαφέρει και μας συγκινεί λόγω της ελληνικής καταγωγής των δημιουργών της. Όσον αφορά όμως στη θέση της στην ευρωπαϊκή πιανιστική φιλολογία φρονώ ότι ειδικά η προσφορά του Κάμιλλου Σταμάτη είναι άδικα παραγνωρισμένη. Ίσως η πρωτογενής δημιουργία του επισκιάστηκε από την παιδαγωγική του δραστηριότητα καθώς ήταν ο επιφανέστερος και ο πλέον περιζήτητος δάσκαλος πιάνου εκείνη την εποχή στο Παρίσι. Πάντως και οι δυο τους έβαλαν το λιθαράκι τους στο οικοδόμημα της πιανιστικής μουσικής της εποχής τους. Ας μην λησμονούμε ότι σύγχρονοι τους ή σχεδόν σύγχρονοί τους ήταν, μεταξύ άλλων σπουδαίων, ο Φρεντερίκ Σοπέν, ο Φέρεντς Λιστ, ο Ρόμπερτ Σούμαν, ο Φέλιξ Μέντελσον και ο Γκαμπριέλ Φορέ».
Γα το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα συγκεκριμένα έργα για τον σημερινό εκτελεστή, όταν μάλιστα είναι και ο ίδιος Έλληνας, η Ντιάνα Βρανούση λέει ότι:
«στην περίπτωση του Κάμιλλου Σταμάτη και της Μαριώς Φωσκαρίνας Δαμασκηνού εγώ προτάσσω ως κύριο χαρακτηριστικό ενδιαφέρον την ελληνικότητά τους. Όχι της μουσικής τους, που αν υπάρχει είναι δυσδιάκριτη, αλλά της προσωπικότητάς τους. Η ελληνικότητα που τους χαρακτήριζε με συγκινεί πάρα πολύ και μου δίνει μεγάλη χαρά το γεγονός ότι θα ερμηνεύσω πρώτη έργα τους στη σύγχρονη εποχή. Το πρόσθετο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα έργα τους, αλλά και γενικότερα κάθε έργα τέτοιου είδους που δεν έχουν ξαναπαιχτεί, είναι αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε "της ανεξερεύνητης γης", τόσο μουσικά όσο και πιανιστικά. Είναι έργα γνήσια ρομαντικά, με μια τάση προς το είδος που ονομάζεται «μουσική σαλονιού» που ήταν τότε πολύ της μόδας, ακούγονται ευχάριστα αλλά δεν στερούνται μουσικής αξίας. Ειδικά το έργο του Σταμάτη έχει πολλές συγκινητικές ως και συγκλονιστικές στιγμές. Σε καμιά περίπτωση πάντως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εύκολη η ερμηνεία της μουσικής τους. Στη μουσική, όπως και σε κάθε τέχνη άλλωστε, δεν υπάρχει το εύκολο».
Όσο για τις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες αυτών των έργων η Ντιάνα Βρανούση θεωρεί ότι:
«αμφότεροι ήταν καθαρά ρομαντικοί συνθέτες που έγραφαν στο κυρίαρχο τότε στιλ του γαλλικού ρομαντισμού. Τα έργα τους χαρακτηρίζονται από την ρομαντική υπερβολή που εκφραζόταν με μεγάλη έμφαση στο συναίσθημα. Η μουσική γραφή τους είναι ίδια με αυτή που συναντάμε, ως επί το πλείστον, σε όλα τα έργα για πιάνο του ρομαντισμού. Υπάρχουν, αν όχι τα ίδια, ανάλογα τεχνικά προβλήματα και ανάλογα ζητήματα αισθητικής. Δεν υπάρχει κάποια ιδιαιτερότητα ως προς αυτό. Είναι αντίστοιχη μουσική γραφή, με τις ίδιες τεχνικές προδιαγραφές, με εκείνη του Σοπέν, του Σούμαν και όλων των άλλων που μεσουράνησαν εκείνη την εποχή. Τα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν την εξέλιξη της τότε ερμηνευτικής τεχνικής είναι λίγο – πολύ κοινά σε όλους, με τις ιδιαιτερότητες βεβαίως που έχει η γραφή κάθε συνθέτη, αυτές που προσδιορίζουν τα προσωπικά χαρακτηριστικά του. Το ζητούμενο για τον πιανίστα είναι να αναδείξει με την ερμηνεία του αυτή τη διαφορετικότητα. Το θέμα είναι περισσότερο εκφραστικό/αισθητικό και λιγότερο τεχνικό».
Οι εραστές λοιπόν της κομψής, αληθινά γαλατικής ευγένειας, ρομαντικής πιανιστικής φιλολογίας θα ήταν καλό να παρακολουθήσουν το ρεσιτάλ της Πέμπτης για να ανακαλύψουν κάποια άγνωστα μέχρι τώρα διαμαντάκια της που μάλιστα είναι και ελληνικής... εξόρυξης!