Ο κλασικός κιθαρίστας (αν και ικανότατος επίσης στην ηλεκτρική κιθάρα, όπως έχει αποδείξει σε συγκεκριμένες περιστάσεις) Μιχάλης Μοσχούτης, εκτός φυσικά από ενεργά δημιουργικός, πριν από όλα δηλαδή αυτοσχεδιαστής, μουσικός είναι επίσης ιδρυτής της πειραματικής δισκογραφικής εταιρείας Holotype Editions, οργανωτής του φεστιβάλ INMUTE και, από κοινού με τον εμπνευστή του Ilan Volkov, της ελληνικής έκδοσης του φεστιβάλ Tectonics που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο και γενικά μια κεντρική και πολύ σημαντική φυσιογνωμία συνολικά της ελληνικής σύγχρονης, πειραματικής (ή και αμφοτέρων αυτών μαζί) σκηνής. Συνομίλησα μαζί του για μια διαφορετική αλλά και πολύ έντονη και ενδιαφέρουσα εγχώρια μουσική πραγματικότητα η οποία εξελίσσεται πολύ πιο πέρα και μακριά από την οποιαδήποτε mainstream.
Τι σε έκανε να ιδρύσεις την Holotype Editions; Ήθελες να δημιουργήσεις μιαν ακόμα εταιρεία ή το έκανες για κάποιον πολύ πιο συγκεκριμένο λόγο; Και τι σημαίνει αλήθεια το όνομα της, πώς και γιατί το επέλεξες;
Βασικά η επιθυμία του να συνδιαμορφώνω μαζί με μουσικούς που εκτιμώ μια σειρά δισκογραφικών εκδόσεων. Πέραν από την επιθυμία όποιος άλλος λόγος για τον οποίο κάνω ό,τι κάνω θα φανεί στην πορεία, νομίζω ότι εκ των υστέρων φαίνονται αυτά. Το όνομα το επέλεξα γιατί από παιδί με γοήτευε ότι είχε να κάνει με την φυσική ιστορία, την ζωολογία, την ωκεανογραφία και γενικά την ανάπτυξη και εξέλιξη ζωντανών οργανισμών. Ο όρος αναφέρεται στο συγκεκριμένο δείγμα, απολίθωμα ή οποιοδήποτε άλλο εύρημα βάση του οποίου καθορίζουμε το κάθε είδος στην βιολογία και την ζωολογία.
Γιατί βινύλιο και μάλιστα μόνο; Ο τόσο περιορισμένος αριθμός αντιτύπων οφείλεται μόνο στην συμπίεση του κόστους, είναι άποψη που δημιουργεί συλλεκτικές κυκλοφορίες ή γίνεται για κάποιον άλλο λόγο;
Η επιλογή αυτή έχει να κάνει με την ζήτηση αλλά και με το γεγονός ότι δεν μιλάμε για κανονική δισκογραφική εταιρεία, πρόκειται για ένα προσωπικό εγχείρημα με το οποίο ασχολούμαι στον χρόνο που μου απομένει μεταξύ άλλων υποχρεώσεων. Επίσης ο περιορισμένος αριθμός αντιτύπων αυξάνει πολύ το κόστος παραγωγής κάθε δίσκου, για παράδειγμα το κόστος για τριακόσια αντίτυπα δεν είναι πολύ μικρότερο από αυτό για πεντακόσια. Αυτό έχει να κάνει κυρίως με το πως λειτουργούν τα τυπογραφεία.
Πες μου με δυο λόγια το πώς και το γιατί επέλεξες να κυκλοφορήσεις καθέναν από τους όχι και πολλούς μέχρι τώρα δίσκους της H. E.
Δεν θεωρώ ότι επτά LP μέσα σε τέσσερα χρόνια για ένα μικρό πειραματικό label είναι λίγα. Μάλλον το αντίθετο θα έλεγα, ειδικά την εποχή που η δισκογραφία είναι σχεδόν αδύνατο να αποφέρει κέρδη. Κεντρικό ρόλο στην επιλογή των κυκλοφοριών παίζει η προσωπική σχέση με τους δημιουργούς τους. Όλες έχουν προκύψει από προσωπική γνωριμία ή φιλία με τον δημιουργό (ή συγγενή του, στην περίπτωση του Βασιλειάδη) και αυτό είναι και το κομμάτι που μου αρέσει περισσότερο από κάθε άλλο στην ενασχόληση μου με το label.
Θα ήθελα όμως να αναφερθείς ξεχωριστά σε αυτόν με μουσική του Στέφανου Βασιλειάδη. Πέραν φυσικά από το τι είναι ένα πολύτιμο ντοκουμέντο, γιατί τον κυκλοφόρησες; Τι πιστεύεις ότι έχει να προσφέρει αλλά και να διδάξει ίσως ακόμα η πρωτοπορία του Βασιλειάδη στους σημερινούς μουσικούς αλλά και στο «υποψιασμένο» κοινό;
Όπως σε κάθε δίσκο της Holotype Editions και σε αυτόν το ηχητικό υλικό του μπορεί να μην έφτανε ποτέ στα αυτιά του υποψιασμένου ή μη κοινού. Ειδικά το έργο «Βάκχες», στην δεύτερη πλευρά, ίσως να μην το είχαν ακούσει καν οι φίλοι και κοντινοί συνεργάτες του Βασιλειάδη, το έγραψε για μια παράσταση της Ζουζούς Νικολούδη που παίχτηκε μόλις επτά φορές στην Καλιφόρνια! Ίσως να μην το άκουσε κανείς στην Ελλάδα και πολύ πιθανό αν παιζόταν την δεκαετία του 70 να φαινόταν τεχνικά και συνθετικά απλοϊκό όμως, σαράντα χρόνια μετά, αποδεικνύεται βαθιά πρωτοποριακό καθώς προοιωνίζεται τάσεις της ηλεκτρονικής μουσικής που αναπτύχθηκαν περισσότερο τις επόμενες δεκαετίες. Αλλά πάνω από όλα είναι έργο που ήδη έχουν απολαύσει αρκετοί ακροατές εντός και εκτός Ελλάδας και αυτό μόνον εμένα μου αρκεί.
Noise, πειραματισμός, αυτοσχεδιασμός...Σε ποιαν από αυτές τις τρεις κατηγορίες θα έλεγες ότι εντάσσεται περισσότερο το ρεπερτόρια της εταιρείας ή, αν εντάσσεται και στις τρεις, ποιο θα έλεγες ότι είναι περίπου το ποσοστό καθενός;
Σίγουρα και στις τρεις αλλά και σε αρκετές άλλες. Πάντως την τελευταία κυκλοφορία, του Ghedalia Tazartes και της Maya Dunietz, την τοποθέτησα στην κατηγορία «no genre» (κανένα μουσικό είδος). Είχε πραγματικά τόσο πολλά στοιχεία από τόσα πολλά μουσικά είδη που δεν θα μπορούσα να την εντάξω σε κάποιο συγκεκριμένο. Τον υπολογισμό των ποσοστών καλύτερα να τον αφήσουμε στους λογιστές!
Το ίδιο ακριβώς πνεύμα που διαπνέει την εταιρεία καθορίζει και τις δύο μέχρι τώρα φεστιβαλικές διοργανώσεις σου, το INMUTE και το Tectonics ή η φιλοσοφία τους είναι εντελώς διαφορετική, ίσως ακόμα και του ενός από το άλλο;
Σίγουρα ό,τι κάνω εμπεριέχει πάντα μια διάθεση πειραματισμού και εξερεύνησης. Το INMUTE όμως αφορά στην σχέση ήχου και κινούμενης εικόνας στις ζωντανές performances ενώ το Tectonics, το οποίο βασικά είναι project του Ilan Volkov,αφορά στην σύγχρονη μουσική και την θέση που μπορεί να έχει η συμφωνική ορχήστρα σε αυτήν.
Πως προέκυψε το INMUTE, τι ήθελες να εκφράσεις με αυτό και η κεντρική ιδέα του παραμένει η ίδια ή αλλάζει και εξελίσσεται καθώς προχωρά και ενηλικιώνεται;
Η ιδέα του INMUTE προέκυψε από την δική μου ενασχόληση με την κινηματογραφική μουσική, αρχικά με προβολές βωβών ταινιών μαζί με ζωντανή μουσική και στην συνέχεια με ζωντανές οπτικοακουστικές προβολές ή αλλιώς expanded cinema performances. Αυτό που συνεχίζει να με συναρπάζει είναι η δυναμική της σχέσης ήχου και κινούμενης εικόνας, ειδικά όταν εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο και όχι σε κάποιο post production studio.
Μίλησε μου για το εφετινό INMUTE, τις πρακτικές ή και θεωρητικές διάφορες του από τα προηγούμενα και το αν θα προσφέρει στο κοινό κάτι περισσότερο από αυτά.
Όπως και τις προηγούμενες χρονιές και εφέτος έχουμε ένα νέο έργο, δηλαδή μια ανάθεση που θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο φεστιβάλ. Ο γνωστός συνθέτης Kassel Jaeger συνεργάστηκε με την σκηνοθέτιδα Eleonore Huisse στην δημιουργία του «Yamayaki» το οποίο θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την Πέμπτη 23 Νοεμβρίου στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Επίσης θα έχουμε μια expanded cinema performance από τον Greg Pope, την προβολή της βωβής ταινίας «Häxan» με την ζωντανή μουσική του Ιταλού Antonio Bertoni, τον Καναδό αυτοσχεδιαστή Arthur Bull σε μια μοναδική σύμπραξη με τους Elektronik Meditation, τον φοβερό ντράμερ Γιώργο Δημητριάδη με την video artist Ερατώ Τζαβάρα και την ιδιαίτερη συνεργασία του Constantine με τους Embassy For The Displaced.
Το Tectonics ήταν σίγουρα ένα επιτυχημένο φεστιβάλ, πέραν όμως από αυτό σου έμαθε ή έστω σου έδειξε κάτι; Η συνεργασία σου με τον Ilan Volkov πρόκειται να επαναληφθεί, με οποιονδήποτε τρόπο και μορφή;
Μου έμαθε ότι πριν από όλα πρέπει να υπάρχει κάποιο όραμα. Ο Ilan Volkov είναι πραγματικά ένας οραματιστής και αυτό το φέρνει σε οτιδήποτε κάνει. Ήταν μια μοναδική εμπειρία! Και ναι, προσπαθούμε να ξαναφέρουμε μιαν ακόμα έκδοση του Tectonics στην Αθήνα.
Ο τίτλος «Nylon» καταρχήν του δίσκου σου αναφέρεται στις χορδές της κιθάρας σου όπως υποθέτω ή και σε κάτι άλλο; Επιδίωκες να πεις κάτι συγκεκριμένο με αυτό το album ή είναι απλά το αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης δημιουργικής διαδικασίας;
Σωστά, αναφέρεται κυρίως στο υλικό με το οποίο είναι φτιαγμένες οι τρεις ψιλές χορδές της κλασικής κιθάρας. Το «Nylon» είναι αποτέλεσμα πολλών ετών ενασχόλησης μου με την κλασική κιθάρα και τους τρόπους που μπορεί να σταθεί ως σόλο όργανο. Αυτή η πορεία αποκρυσταλλώθηκε σε μερικά σύντομα και εντελώς «αυθόρμητα» και αυτοσχεδιαστικά recording sessions χωρίς συγκεκριμένο στόχο.
Γιατί αλήθεια ένας τόσο ευρηματικός εκτελεστής της ηλεκτρικής κιθάρας δείχνει να την έχει εγκαταλείψει για χάρη της κλασικής; Λειτουργείς μόνο σαν αυτοσχεδιαστής και θεωρείς τον εαυτό σου αποκλειστικά τέτοιο ή ξεκινάς έστω από υλικό που κάπως έχεις συνθέσει;
Όπως είπα και πριν ήμουν πάντα κυρίως ένας κλασικός κιθαρίστας. Έχω περάσει από όλα τα στάδια, από ωδειακές σπουδές και ρεσιτάλ μέχρι πρώτα βραβεία σε διαγωνισμούς κλασικής κιθάρας αλλά μάλλον κάνω ό,τι μπορώ για να φανεί ότι δεν ξέρω να παίζω! (γέλια) Ανάλογα με το τι κάνω κάθε φορά μπορώ να λειτουργήσω σαν αυτοσχεδιαστής, σαν συνθέτης ή και τα δύο μαζί, ούτως ή άλλως πολλές φορές δεν είναι ευδιάκριτα τα όρια μεταξύ σύνθεσης και αυτοσχεδιασμού.
Υπάρχει ένα πλάνο, δισκογραφικό ή γενικότερο, για την προσωπική σου μουσική πορεία;
Πλάνα υπάρχουν πολλά αλλά πάντα ο χρόνος είναι λίγος. Το απόλυτο κλισέ, το ξέρω αλλά όσο και αν θέλω να το αποφύγω δεν μπορώ...
Και τέλος τα σχέδια σου για την εταιρεία αλλά και για τυχόν νέες μελλοντικές φεστιβαλικές ή συναυλιακές διοργανώσεις;
Είναι προγραμματισμένη μια κυκλοφορία στην Holotype Editions για την άνοιξη του ’18 την οποία όμως δεν μπορώ να ανακοινώσω ακόμα. Επίσης την ίδια περίοδο θα πραγματοποιηθεί στην Στέγη Ιδρύματος Ωνάση το Borderline Festival του οποίου πλέον έχω αναλάβει την επιμέλεια.