Ο καινοτόμος και ειδικευμένος στην όπερα – και γενικότερα στο μουσικό θέατρο - σκηνοθέτης Αλέξανδρος Ευκλείδης ήταν στενός συνεργάτης του Γιώργου Κουμεντάκη πριν ακόμα εκείνος γίνει καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ. Η συνεργασία τους συνεχίστηκε και εκεί και, όταν ο Γ. Κουμεντάκης άφησε την καλλιτεχνική διεύθυνση της Εναλλακτικής Σκηνής για να εστιάσει στην Κεντρική Σκηνή της ΕΛΣ, τον διαδέχτηκε. Ο προγραμματισμός της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ η οποία αυτή την σεζόν ξεκινάει επίσημα την λειτουργία της ήταν λοιπόν ένας πολύ καλός λόγος για μια συζήτηση μαζί του. Μια εξίσου καλή αφορμή όμως ήταν το εναρκτήριο έργο της σεζόν για την Εναλλακτική Σκηνή. Πρόκειται για μια παράφραση, δηλαδή περισσότερο νέα «ανάγνωση» παρά απλή μεταφορά στο σήμερα της όπερας του Ρίχαρντ Βάγκνερ «Το Λυκόφως Των Θεών» με τίτλο «Το Λυκόφως Των Χρεών» σε μουσική Χαράλαμπου Γωγιού, κείμενο Δημήτρη Δημόπουλου και σκηνοθεσία του ίδιου του Αλέξανδρου Ευκλείδη ο οποίος είχε και την ιδέα της. Θα παίζεται στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ στις 6, 8, 10, 12 και 14 Οκτωβρίου και σε έναν δεύτερο κύκλο στις 5. 7, 10, 12, 14, 17 και 19 Ιανουαρίου 2018.
Με ποιες αρχές έγινε ο προγραμματισμός της Εναλλακτικής Σκηνής για αυτή τη σεζόν και πώς αυτές υλοποιούνται στην πράξη, μέσω συγκεκριμένων έργων ίσως; Και πώς το πρόγραμμα αυτής της σεζόν εντάσσεται στον πιο μακροπρόθεσμο προγραμματισμό που υποθέτω ότι έχετε κάνει για τα επόμενα λίγα και στους τυχόν κεντρικούς άξονες του;
Ο προγραμματισμός της εφετινής σεζόν είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της προετοιμασίας που για περισσότερα από δύο χρόνια γινόταν από την ομάδα η οποία ανέλαβε να συγκροτήσει την Εναλλακτική Σκηνή υπό την καθοδήγηση του Γιώργου Κουμεντάκη. Η στόχευση του προγραμματισμού αυτού είναι πολλαπλή και χαρακτηρίζεται από την πολυσυλλεκτικότητα, την έλλειψη αισθητικών και ιδεολογικών αγκυλώσεων και την έμφαση στην πρωτογενή δημιουργία. Οι βασικοί άξονες του προγραμματισμού της Εναλλακτικής Σκηνής θα παραμείνουν αναλλοίωτοι σε βάθος τριετίας και θα αναπτυχθούν γύρω από το τρίπτυχο εκπαίδευση, κοινωνία, δημιουργία.
Όταν ο Γιώργος Κουμεντάκης σας πρότεινε να αναλάβετε αυτή τη θέση σας έθεσε κάποιους συγκεκριμένους στόχους εντός του δικού του συνολικού οράματος για την ΕΛΣ τους οποίους σας ζήτησε να εκπληρώσετε; Αντίστοιχα εσείς του ζητήσατε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο για να μπορέσετε να λειτουργήσετε όπως θέλετε και κάποια δημιουργικά ή και πρακτικά εχέγγυα για να μπορέσετε να το κάνετε απρόσκοπτα;
Συνεργάστηκα με τον Γιώργο Κουμεντάκη από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την θέση του υπεύθυνου καλλιτεχνικού προγραμματισμού της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ. Επομένως οι στόχοι και οι προτεραιότητες που θέσαμε για την ΕΣ με αντιπροσωπεύουν και εμένα απόλυτα. Ανέλαβα την καλλιτεχνική διεύθυνση της διαδεχόμενος τον Γιώργο Κουμεντάκη και συνεχίζοντας ένα όραμα το οποίο ασπάζομαι απόλυτα. Όσον αφορά στα εχέγγυα νομίζω ότι αυτή είναι μια συζήτηση η οποία στο πλαίσιο της κρίσης, με τις πολύπλευρες συνέπειες που έχει στους καλλιτεχνικούς θεσμούς, είναι ουσιαστικά χωρίς νόημα. Όσα εχέγγυα και αν λάβεις, όση υποστήριξη και αν έχεις, η συνθήκη που έχεις να αντιμετωπίσεις είναι δύσκολη. Σε κάθε περίπτωση πάντως διατηρούμε με τον Γιώργο, αλλά και με τους συνεργάτες της ΕΛΣ, μία άψογη σχέση συνεργασίας. Στην παρούσα φάση της η ΕΛΣ χαρακτηρίζεται από μία λογική ομαδικής δουλειάς επί τη βάσει κοινών αξιακών στόχων.
Διστάσατε πριν αναλάβετε την καλλιτεχνική διεύθυνση της Εναλλακτικής Σκηνής; Αισθάνεστε ότι ρισκάρετε κάνοντας το;
Δεν δίστασα καθόλου καθώς ήδη εργαζόμουν στην ΕΛΣ και είχα πλήρη επίγνωση των κινδύνων που διέτρεχα. Οι βασικότεροι είναι η υπερκόπωση και η διαρκής ενασχόληση με πρακτικά και εν γένει πνευματοκτόνα ζητήματα. Είναι το αναγκαίο τίμημα για να μπορέσεις να υλοποιήσεις ή καλύτερα να βοηθήσεις να υλοποιηθούν ορισμένα από τα όνειρα και τις (καλλιτεχνικές) φαντασιώσεις σου.
Θέσατε σαν προϋπόθεση στον εαυτό σας ότι το ρεπερτόριο της Εναλλακτικής Σκηνής πρέπει μεν να υπερβαίνει όρια και να τα διευρύνει αλλά διατηρώντας πάντα τα βασικά στοιχεία της όπερας ή αυτό δεν είναι απαραίτητο;
Η προϋπόθεση είναι να παραμείνουμε στο πλαίσιο του μουσικού θεάτρου σε όλες του τις εκφάνσεις.
Το μουσικό θέατρο, που έχει μια λαμπρή Ιστορία στην Ελλάδα, είναι τις τελευταίες δεκαετίες ο φτωχός συγγενής των παραστατικών τεχνών στη χώρα μας. Η Εναλλακτική Σκηνή φιλοδοξεί να γίνει ένας χώρος έρευνας, προαγωγής και δημιουργίας για το μουσικό θέατρο σε κάθε δυνατή του έκφανση, από την πλέον πειραματική ως την πιο λαϊκή.
Είναι κομβική επιδίωξη σας η ανάπτυξη της νέας ελληνικής δραματουργίας και γενικότερα δημιουργίας ή απλά σας ενδιαφέρει η Εναλλακτική Σκηνή να παρουσιάζει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα με σύγχρονες κατευθύνσεις;
Όπως έχουμε ήδη δείξει με τον ως τώρα προγραμματισμό μας η Εναλλακτική Σκηνή έθεσε ως πρωταρχικό της στόχο την πρόσκληση νέων δημιουργιών στο πεδίο του μουσικού θεάτρου και της όπερας. Έτσι στο εφετινό μας πρόγραμμα περιέχονται πέντε αναθέσεις νέων έργων σε σύνολο οκτώ παραγωγών. Η ποσόστωση αυτή πρόκειται να συνεχιστεί σε βάθος τριετίας.
Ας έρθουμε όμως στο εναρκτήριο έργο της σεζόν. Καταρχήν πώς προέκυψε η ιδέα της μεταφοράς στο σήμερα του «Το Λυκίφως Των Θεών»; Σας αρέσει τόσο πολύ ο Βάγκνερ ή ΄έστω η συγκεκριμένη όπερα του;
Δεν πρόκειται για μια απλή σκηνοθετική μεταφορά του έργου στο σήμερα αλλά για μια πολυεπίπεδη ριζική διασκευή του πρωτότυπου ώστε να μετουσιωθεί σε ένα νέο μετα-έργο. Η πυρηνική ιδέα από την οποία προέκυψε η διασκευή αυτή ήταν ο κατακρημνισμός της Ακρόπολης, της δικής μας Βαλχάλας και το τέλος του εθνικού φαντασιακού το οποίο χτίστηκε πάνω και γύρω από τον «ιερό βράχο». Βεβαίως πάνω στην πρώτη αυτή ιδέα χτίστηκε ένα έργο το οποίο έγινε με πολύ κόπο, πολλή συζήτηση και με, τολμώ να πω, αρκετή γνώση και περίσκεψη από μία τριμελή δημιουργική ομάδα, τον Χαράλαμπο Γωγιό, τον Δημήτρη Δημόπουλο και εμένα που δουλέψαμε ισότιμα και δημοκρατικά.
Γιατί δεν παραγγείλατε ένα νέο έργο πάνω σε αυτή την ιδέα και με αυτό το θέμα αλλά προτιμήσατε να προσαρμόσετε/εκσυγχρονίσετε ένα κλασικό παλαιότερο;
Οι όπερες σε παράφραση είναι ένας βασικός άξονας του προγραμματισμού της Εναλλακτικής Σκηνής. Στόχος του άξονα αυτού είναι η ανανέωση της σχέσης του κλασικού ρεπερτορίου με τη σύγχρονη δημιουργία μέσα από τη ριζική διασκευή έργων. Η όπερα, ειδικά στη χώρα μας, περιβάλλεται συχνά από ένα περίεργο πέπλο ιερότητας. Πάντως δεν πρόκειται, επαναλαμβάνω, για εκσυγχρονισμό, όπως γίνεται για παράδειγμα σε μια εκσυγχρονιστική σκηνοθεσία αλλά για επαναδιατύπωση του έργου με εντελώς διαφορετικά εννοιολογικά αλλά και μουσικά μέσα.
Με ποια κριτήρια επιλέξατε πρώτα υποθέτω τον λιμπρετίστα και στη συνέχεια τον συνθέτη οι οποίοι θα υλοποιούσαν την ιδέα σας;
Με τον Χαράλαμπο Γωγιό και τον Δημήτρη Δημόπουλο είμαστε μια άτυπη ομάδα που έχει συνεργαστεί σε σειρά αντίστοιχων αλλά και εντελώς διαφορετικών παραστάσεων. Δεν επέλεξα κάποιον εγώ αλλά ξεκινήσαμε όλοι μαζί μία νέα δημιουργία πάνω σε μία αρχική ιδέα μου.
Θεωρείτε το «Το Λυκόφως Των Χρεών» περισσότερο πολιτικό ή κοινωνικό έργο; Και, αντίστοιχα, θα το λέγατε πολύ πικρή μάλλον σάτιρα ή απλά κωμωδία πάνω στην σημερινή πραγματικότητα;
Είναι οπωσδήποτε ένα πολιτικό έργο από τη στιγμή που διαπραγματεύεται με τα εργαλεία του μουσικού θεάτρου τη δυστοπική πραγματικότητα της σύγχρονης χρεοκρατίας. Χρησιμοποιεί μια σειρά από εργαλεία και τόνους ηθελημένα εντελώς αντιφατικά μεταξύ τους, από το μελόδραμα στην επιθεώρηση και από τον φορμαλισμό στην αποδόμηση. Είναι μία περίπτωση έργου και παράστασης που επικαλούνται οτιδήποτε είναι χρήσιμο για το στόχο τους, χωρίς κόμπλεξ και ενδοιασμούς.
Γιατί αποφασίσατε να μην εκσυγχρονιστεί το έργο και μουσικά και όχι μόνον από πλευράς κειμένου;
Δεν είναι ακριβές ότι δεν «εκσυγχρονίστηκε» μουσικά. Βεβαίως υπήρξε μια βασική επιλογή, το να διατηρηθεί σχεδόν αυτούσιο το ερμηνευτικό κείμενο και μάλιστα υποστηριγμένο από ένα ακμαίο καστ τραγουδιστών. Ωστόσο, παρόλη την βαγκνερίζουσα ενορχήστρωση που έγινε με μεγάλη μαεστρία από τον Χαράλαμπο Γωγιό ο οποίος κατάφερε να αποστάξει σε οκτώ όργανα το θηριώδες πρωτότυπο, υπάρχουν ορισμένες μουσικές επιλογές που είναι εντελώς επινοημένες από το νέο έργο. Αναφέρομαι κυρίως στην αντικατάσταση βαγκνερικών μοτίβων από σύγχρονα ελληνικά, μία λεπτεπίλεπτη παρέμβαση του Χαράλαμπου στον συνθετικό ιστό του Βάγκνερ η οποία ωστόσο αλλάζει πλήρως το εννοιολογικό πλαίσιο του έργου και στο επίπεδο της μουσικής.
Κάποιος που κατέχει διευθυντική θέση σε έναν δημόσιο πολιτιστικό φορέα την οποία φυσικά του έχει ανάθεσε κάποια κυβέρνηση έχει την πρακτική δυνατότητα να ασκεί κριτική στην όποια πολιτική εξουσία; Για να το προεκτείνω ακόμα περισσότερο, θεωρείτε ότι από δεοντολογικής, αν όχι ηθικής, πλευράς δικαιούται να το κάνει;
Αν δεν δικαιούται να κάνει αυτό ακριβώς που θεωρεί ότι οφείλει να κάνει ως καλλιτέχνης τότε δεν πρέπει να αναλαμβάνει καμία δημόσια θέση. Ως καλλιτέχνες οφείλουμε να πολεμάμε για την τέχνη σαν δημόσιο και όχι ως κρατικό αγαθό. Το δημόσιο συμφέρον είναι οι καλλιτέχνες να κάνουν αυτό που επιθυμούν διαφορετικά απλά εξυπηρετούν κρατικά συμφέροντα, κάτι το οποίο είναι εξ ορισμού αντίθετο με κάθε έννοια καλλιτεχνικής ελευθερίας. Το κράτος βεβαίως έχει τη δυνατότητα να απομακρύνει κάποιον στον οποίο ανέθεσε ένα έργο αν θεωρεί ότι υπερβαίνει τα εσκαμμένα. Το πού βρίσκονται τα όρια όμως είναι δουλειά του κρατικού μηχανισμού να το ορίσει και όχι του καλλιτέχνη, έστω και υπό την ιδιότητα του διευθυντή ενός θεσμού.
Τι θα θέλατε να αποκομίσει το κοινό από την παράσταση και ποιες θεωρείτε ότι θα είναι οι αντιδράσεις του;
Θα ήθελα ορισμένοι έστω από τους θεατές να αντιληφθούν τις νοητικές διαδρομές του έργου, να αντιληφθούν το χιούμορ μας αλλά και την απελπισία μας, να βιώσουν κάτι που μόνο σε μια παράσταση μουσικού θεάτρου θα μπορούσαν να βιώσουν. Μεγάλη προσδοκία βέβαια...Θα είμαι ευχαριστημένος ωστόσο και μόνον αν γίνουν αντιληπτά ο κόπος και η έγνοια για τη λεπτομέρεια με την οποία δουλέψαμε όλοι για την παράσταση αυτή.