Πατέρας της, ο ζωγράφος - χαράκτης Σταύρος Δαλάκος, από τους πρώτους ιδρυτές της Στέγης Γραμμάτων και Καλών Τεχνών. Μητέρα της, η Χριστίνα, επιβλέπουσα οικοδέσποινα της Gallerie D' Art στην καρδιά της Αθήνας, με πλούσια εικαστική δράση. Η ίδια, από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60,  «μούσα» του Γιάννη Μαρκόπουλου και βασικό πρόσωπο πάνω και πίσω από τις σκηνές των μπουάτ της εποχής έχοντας ως προίκα της πολλές ιστορίες να θυμάται. Συνθέτρια, δασκάλα φωνητικής και ενεργός πολίτης κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό μια καινούρια δουλειά με τον τίτλο «Όλα αλλάζουν». Κι ας μοιάζουν ίδια. 

 

 
Δεκαπέντε χρόνια μετά τις «Κόκκινες μπογιές» ένας νέος δίσκος. Ποιο είναι το ιστορικό του;
Μετά τις «Κόκκινες Μπογιές» ακολούθησαν ζωντανές εμφανίσεις, παράλληλα με τις οποίες άρχισαν να γεννιούνται ιδέες για νέα τραγούδια. Σ' αυτό, με κέντρισαν οι εικόνες που καταστάλαζαν μέσα μου, από τις περιπετειώδεις περιπλανήσεις μου στην νησιώτικη άγονη γραμμή, κάτι που γινόταν πάντα. Εκτός αυτού στα live, διαπίστωσα πως κάποια τραγούδια από τις  «Κόκκινες  Μπογιές» επιθυμούσα να τα «μεταλλάξω».  Κι  αυτό έκανα. Έτσι στο «Όλα Αλλάζουν» υπάρχουν 5 τραγούδια από εκείνα, με νέα άποψη και 6 ολοκαίνουργια.
 
Συνεχίζετε να πειραματίζεστε με ηλεκτρονικούς ήχους αν και γέννημα θρέμμα μιας «άλλης» εποχής. Πώς προέκυψε αυτή η κατεύθυνση;
 Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου δεν έπαψα να πειραματίζομαι ποτέ και να ανιχνεύω καινούργιους δρόμους και νέους τρόπους έκφρασης. Πριν καν  αρχίσω την καριέρα μου, τραγουδούσα αποκλειστικά ξενόγλωσσο τραγούδι. Αρχίζοντας τις σπουδές μου στη φωνητική στο Ωδείο Αθηνών που ήδη σπούδαζα από μικρή ηλικία πιάνο, ανακάλυψα τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες της εποχής και η γνωριμία μου με τον Γιάννη Μαρκόπουλο με έμπασε σ' αυτό  το  δραστήριο καλλιτεχνικό εργαστήρι του Ελληνικού τραγουδιού, των σπουδαίων ποιητών και των Boites. Αργότερα άρχισα να γράφω αναζητώντας τα προσωπικά μου στοιχεία και σιγά σιγά διαμορφωνόταν το νέο μου υλικό σε κάτι που για μένα ήταν απόλυτα φυσικό να γίνεται. Το «Μετά την Παράσταση» π.χ. είναι μια τέτοια μορφή από τις τζαζ-ροκ καταβολές μου.
 
Τώρα, όσον αφορά τους ηλεκτρονικούς ήχους, ήταν κι' αυτό ένα φυσικό επακόλουθο των πειραματισμών μου από την στενή συνεργασία  μου με τον εξ αίματος συνεργάτη μου στην παραγωγή και στις ηχογραφήσεις μας στο home studio. Αυτός, δεν είναι άλλος από τον Κωσταντίνο  Καμπάνη, γνωστό από τις ηλεκτρονικές του δισκογραφικές δουλειές, ως Mr Woofer. Ο Κωσταντίνος, βιολοντσελίστας, μουσικοτεχνολόγος και συνθέτης είναι γιος μου και συνεργάτης στενός, πολλά χρόνια τώρα κι' από τότε που συμμετείχε αρχικά ως τσελίστας, αργότερα και ως προγραμματιστής στην μπάντα με την οποία κάναμε live. 
 
Τι σημαίνει για σας η επανεμφάνισή σας στη δισκογραφία και εν γένει στη μουσική σκηνή;
 Οι «εμφανίσεις» μου έχουν να κάνουν με το τι και πότε έχω να πω κάτι. Στα ενδιάμεσα, ασχολούμαι δημιουργικά σε δρόμους που πάντα έχουν να κάνουν με τη μουσική και που μπορεί να μη «φαίνονται», αλλά που για μένα είναι εμπειρίες, πειραματισμοί για νέο υλικό. Το πιο σημαντικό για μένα είναι ν' αποκαλύψει πτυχές μου που μπορεί να μην είχαν την ευκαιρία να εμφανιστούν νωρίτερα. Άλλωστε όταν γράφω, δεν σκέφτομαι, ούτε τη «δόξα», πόσο μάλλον το χρήμα. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να το μοιραστώ μ' εκείνους, που θα νοιώσουν αυτά που θέλω να πω.  
 

Περισσότερες φωτογραφίες εδώ 
 
 
Συνεχίζετε να εκπαιδεύετε νέους στο Drama Therapy και να εργάζεστε ως καθηγήτρια φωνητικής; Πώς βλέπετε όλα αυτά τα τηλεοπτικά «φωνητικά» εργαστήρια- shows;
Αυτό το κεφάλαιο έκλεισε γιατί απλά ένοιωσα ότι ολοκληρώθηκε. Άλλωστε έδωσε επιτυχημένα δείγματα της δουλειάς του - μιλώ για το εργαστήρι Δραματοποιημένου Τραγουδιού «Πειραματάνθρωποι»- πολλές παραστάσεις, στις οποίες δίδαξα, σκηνοθέτησα, έγραψα μουσικές και τραγούδια, πολλές φορές και το ίδιο το  σενάριο. ΄Ηταν καιρός να κλείσει και πάνω στο ζενίθ του, για να έχω χρόνο να αφοσιωθώ στις μουσικές μου. Όσο για τα τηλεοπτικά, είναι αυτό ακριβώς που λέτε: Shows!...Εργαστήρια; Ποτέ!
 
Είστε από τους πρωτεργάτες της γενιάς των μπουάτ. Μάλιστα ένα δικό σας δημιούργημα μαζί με τον Σπύρο Καμπάνη, η «Απανεμιά» εξακολουθεί να είναι ενεργή.   Θα ήθελα να μου διηγηθείτε τρεις από τις ιστορίες που σας έρχονται πρώτες στο μυαλό από εκείνα τα χρόνια. 
 Πραγματικά, η «Απανεμιά» ήταν το δημιούργημά μας με τον ηθοποιό και ποιητή Σπύρο Καμπάνη, που είχαμε γνωριστεί προηγουμένως στις «Νεφέλες».
Πήραμε έναν εγκαταλελειμμένο χώρο, τον διαμορφώσαμε με προσωπική εργασία, τον βαφτίσαμε από το ποίημα του Σπύρου που είχα μελοποιήσει και τραγουδήσει σε Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης κι' αργότερα μέσα εκεί ηχογραφήσαμε ζωντανά τον ομότιτλο δίσκο μου. Θα σας πω, κάποιες από τις ιστορίες λοιπόν και πρώτα μου έρχεται η σχεδόν καθημερινή επίσκεψη στις «Νεφέλες» της Μελίνας Μερκούρη, πλαισιωμένη πάντα με φωτεινές προσωπικότητες της τέχνης και όχι μόνο. Ένα βράδυ, λοιπόν, κατέφθασε με μια θορυβώδη μεγάλη παρέα, που δεν ήταν άλλη από τους χορευτές και συντελεστές  των Μπαλέτων Μπολσόϊ, με την Μαργκότ Φοντέϊν και τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ που εμφανίστηκε στην είσοδο της μπουάτ με μια εντυπωσιακή πιρουέτα. Εγώ τραγουδούσα εκείνη τη στιγμή τα δικά μου στο πιάνο, σε μια προϋπάρχουσα κατανυκτική σιγή που διαταράχτηκε αφόρητα με την είσοδο των καλλιτεχνών που δεν είχαν αποβάλλει ακόμα την υπερδιέγερση της παράστασής τους στο Ηρώδειο. Μην μπορώντας ν' αντέξω τη φασαρία, τέλειωσα το πρόγραμμά μου νωρίτερα και σηκώθηκα από το πιάνο.
 

Τότε η Μελίνα έρχεται προς το μέρος μου κι' όπως καθόμουν στο καμαρίνι μας γονατίζει μπροστά μου και μου λέει με κείνη την γαλίφικη βραχνάδα της.

 
«Έλα Μαιράκι μου, συχώρα τους, δεν έχουν ακόμα καταλάβει τον χώρο. Εγώ για σένα τους έφερα. Έλα κι  εγώ θα τους εξηγήσω, να δεις που θα βγάλουν τον σκασμό!»
 
Μιαν άλλη ιστορία είναι η αιφνίδια επίσκεψη του Όρσον Ουέλς στις «Εσπερίδες» δίπλα. Ήρθε μιαν Άνοιξη ξαφνικά κι ακούμπησε πάνω στο πιάνο μου, κάτω από τ' ανοιχτό παράθυρο προς την αυλή, την ώρα που άρχιζα με τα μάτια κλειστά το «Χάρτινο το Φεγγαράκι». Όταν κάποια στιγμή τ' ανοίγω, τον αντικρίζω να με κοιτάει σιωπηλός με τα φρύδια του σμιχτά κι' ένα αμυδρό χαμόγελο, «παίζοντας», συμμετέχοντας ερμηνευτικά, ακολουθώντας με μέχρι το τέλος και χειροκροτώντας με πρώτος. Το κοινό ακολούθησε εντυπωσιασμένο, όπου από το βάθος πετάγεται η Όλγα, η σύντροφος του Γιάννη Αργύρη, παρορμητική κι' ενθουσιώδης και μέσα από τους χοντρούς φακούς της μυωπίας της αναφωνεί δυνατά: «Περάστε κύριε Χατζιδάκι, καθίστε!»
 
 Στην «Απανεμιά» πάλι μας βρήκε η δικτατορία και το αδιάκοπο κυνηγητό της τοπικής ασφάλειας κι' αγορανομίας με σκοπό να μας κλείσουν, ως τόπους που συνωστίζονταν «ύποπτα πρόσωπα». Τότε ως από μηχανής θεός ανέλαβε την αποκατάσταση του ονόματός μας ένας σπουδαίος δημοσιογράφος της εποχής, ο Παύλος Παλαιολόγος που αρθρογραφούσε στο «Βήμα». Πήγα και τον βρήκα, παίρνοντας το θάρρος από το ότι μου είχε μιλήσει γι' αυτόν ο πατέρας μου, ο Σταύρος Δαλάκος. Ο πατέρας ήταν ζωγράφος και Καλλιτεχνικός Έφορος στη Στέγη Γραμμάτων και Καλών Τεχνών τότε κι είχε συχνές επαφές με τους δημοσιογράφους. Ο Παλαιολόγος έδειξε θερμό ενδιαφέρον, παρέα με έναν φωτορεπόρτερ πήρε σβάρνα όλες τις μπουάτ και κατέγραψε τις μαρτυρίες όλων μας, καλλιτεχνών και θαμώνων, αφιερώνοντας μας ούτε ένα ούτε δύο, αλλά μια σειρά από χρονογραφήματα στην πρώτη σελίδα του  «Βήματος». Η «Απανεμιά» ήταν το μουσικό μου σπίτι, δεν ξεχνώ ποτέ τα όσα βίωσα εκεί μέσα, αλλά μετά από κείνο το καλοκαίρι που αποφασίσαμε με τον Σπύρο να το επενοικιάσουμε κι από μια ανόητη απροσεξία τους ο χώρος με όλα του τα υπάρχοντα έγινε παρανάλωμα φωτιάς, είπα ότι πρέπει να τραβήξω άλλο δρόμο.
 
Αν και συνεργαστήκατε με πολλούς από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες στις δεκαετίες ΄60 και ΄70,  από τα χρόνια κυρίως του ΄90 και μετά «ανεξαρτητοποιηθήκατε»  κυριολεκτικά και μεταφορικά. Γιατί; 
 Πρώτα γιατί έπαψε να μ' ενδιαφέρει να παρουσιάζομαι ανελλιπώς και σε κάθε σαιζόν σαν τραγουδίστρια και μόνο. Είχα ήδη αρχίσει να πειραματίζομαι με τις δραματοποιημένες παραστάσεις και μετατοπίστηκε το ενδιαφέρον μου εκεί. Έπειτα έγραφα πλέον πιο πολύ από παλιά και μ' ενδιέφερε να παρουσιάζω τη δουλειά μου όποτε είχα έτοιμο υλικό, με τον τρόπο που θεωρούσα ότι τους ταίριαζε και στους χώρους που εύρισκα κατάλληλους γι' αυτό. Αυτό, μόνο αν ανεξαρτητοποιηθείς γίνεται...άλλωστε ποτέ δεν επιδίωξα να ανήκω σε κάστες. Επ' ουδενί θα μπορούσα να παραμείνω στο σημείο από όπου ξεκίνησα εξαργυρώνοντας αενάως όσα καλά βίωσα στα πρώτα χρόνια που συνέπεσε να είναι και η χρυσή εποχή των μουσικών πραγμάτων. Αυτά, αποτελούν την πολύτιμη παρακαταθήκη μου, και το εφαλτήριο για να εξελίσσομαι στο χρόνο. Μ' αυτά όλα δεν θέλω να πω άλλο τι παρά ότι νοιώθω ότι αυτό μου ταιριάζει πλέον.
 
«Ζω για τα χαράτσια» είχατε πει σε μια παλαιότερη συνέντευξή σας κοινοποιώντας τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζατε αποκαλώντας μάλιστα «καταραμένη κληρονομιά» το σπίτι που σας κληροδότησε ο πατέρας σας. Πώς είναι σήμερα τα πράγματα; 
Γεγονός είναι ότι ο πατέρας μού άφησε ένα υπέροχο σπίτι, πλην όμως παλιό και σε μια περιοχή που κατακλύστηκε από νεόπλουτους κι' έτσι χαρακτηρίστηκε περιοχή πλουσίων, όπου όλοι οι άλλοι που δεν ανήκουμε σ' αυτήν την κατηγορία, παλιότεροι κάτοικοι επί το πλείστον, χρεωνόμαστε με δυσανάλογους για τα εισοδήματά μας φόρους. Κι' αυτό συμβαίνει γιατί εκτοξεύτηκαν προς τα πάνω οι αντικειμενικές αξίες που καμία σχέση δεν έχουν με την αγοραστική αξία. Ακολούθησαν και τα δημοτικά τέλη κι' όλα τα παρελκόμενα. Αρκετοί γείτονές μας τα πουλάνε ήδη σ' εξευτελιστικές τιμές, κάτι τρομερά στενάχωρο και για μας που ακόμα παραμένουμε πεισματικά κι' όσο αντέξουμε. Με κρατάει και το ότι σ' αυτό το σπίτι, μπορώ να μελετάω, να σκέφτομαι και να κάνω τις μουσικές μου.