Ποιες ήταν οι αρχικές σου σκέψεις όταν δημιουργούσες τραγούδια γνωρίζοντας ότι αυτά θα υποστηριχτούν από τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου με όλη τη σημειολογία της;
Κατ’ αρχάς μιλάμε για έναν συγκλονιστικό άνθρωπο. Η εμπιστοσύνη που μου έδειξε και η γενναιοδωρία του ήταν το λιγότερο εντυπωσιακές αν σκεφτείς ότι στο δίσκο έπαιξαν όλοι οι μουσικοί μου, ηχογραφήθηκε σε στούντιο της επιλογής μου και κυρίως δέχτηκε αμέσως τραγούδια τα οποία στην αρχή φοβόμασταν με τον Οδυσσέα ότι θα τα απέρριπτε. Όσον αφορά το παρελθόν του Βασίλη και το ρόλο του στις συνθέσεις μου, πρέπει να πω ότι για μένα κάθε συνεργασία που κάνω είναι μια αμφίδρομη σχέση: τι θέλω να δώσω, τι θέλω να πάρω από τον καλλιτέχνη που συνεργάζομαι. Δεν σου κρύβω όμως ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση από πλευράς μου πρόκειται για ένα πολύ συναισθηματικό δημιούργημα γιατί ο Παπακωνσταντίνου συνδέεται με την εφηβική μου ηλικία όπως και όλων μας. Θα ήταν ασέβεια να έλεγα ότι θα του δημιουργήσω κάτι εντελώς καινούριο που δεν το έχει ξανακάνει. Είναι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και
αυτό που με γοήτευσε σε αυτόν, ήθελα να υπάρχει, προσθέτοντας όμως και μια δική μου αισθητική ώστε να έχει νόημα αυτό που αποκαλούμε "συνεργασία"
Πριν από ενάμιση χρόνο είχε πει ο Ιωάννου σε μια κοινή συνέντευξή σας ότι έχει δυο όνειρα που θα ήθελε να πραγματοποιήσει μαζί σου. Το ένα από τα δυο είναι «ένας δίσκος που να έχει τον ήχο των Police. Τύμπανα, μπάσο, κιθάρα, τίποτε άλλο, ούτε πλάτες, ούτε τίποτα. Τον αρχετυπικό ροκ ήχο των Police, τρία οργανάκια». Δεν το υλοποιήσατε, αν και η συγκυρία ήταν ευνοϊκή…Δεν υπάρχει καν –καλώς κατά τη γνώμη μου- ούτε το ένα «γηπεδικό» τραγούδι που συνηθίζεται στους δίσκους του Παπακωνσταντίνου.
Πρώτα από όλα δεν κατέχω αυτό το χώρο του τραγουδιού ως συνθέτης και κατά δεύτερον οι στίχοι του Οδυσσέα δεν είχαν αυτή την κατεύθυνση. Υπάρχουν όμως τραγούδια που έχουν μια νευρικότητα με έναν άλλο τρόπο. Οι «Προσευχές» για παράδειγμα έχουν ένα εσωτερικό βράσιμο και μια εξελικτική ένταση χωρίς αυτή να είναι η άμεσα «γηπεδική». Γενικά ήθελα να υπάρχουν στο δίσκο τραγούδια άχρονα με την έννοια ότι μπορεί να είχαν γραφεί πριν τριάντα χρόνια ή μετά από είκοσι, όπως το «Όλα είναι για μας», αλλά και τραγούδια σημερινά, όπως το «Αυτό που περιμένουμε». Πιστεύω ότι πρόκειται για μια δουλειά πολλαπλών ακροάσεων. Αν ήθελα να φτιάξω τραγούδια πρώτης ακρόασης, θα μπορούσα και αυτό δεν στο λέω αλαζονικά. Θα μπορούσα, δηλαδή, να φτιάξω μεγαλύτερα σουξέ με την έννοια της δομής και της σύμβασης του κομματιού γιατί έχω καταλάβει ποιο είναι το τραγούδι της πρώτης ακρόασης. Σε αυτό όμως το τραγούδι υπάρχει ο κίνδυνος να μην υπάρχει δεύτερη ακρόαση και για μένα αυτή είναι το ζητούμενο.
Τι κρατάς ως φυλαχτό σου από αυτή τη συνύπαρξη με τον Παπακωνσταντίνου;
Την απλότητα και την αγνότητά του. Η συνάντησή μας μου έδωσε πολύ μεγάλο κουράγιο καθώς είδα ότι γίνεται να είσαι πενήντα χρόνια στο χώρο και να παραμένεις «καθαρός» και προσιτός.
Η συνεργασία σου με τον Ιωάννου συνεχίζεται σταθερά. Τι είναι αυτό που ενώνει δυο διαφορετικές γενιές δημιουργών;
Ο Οδυσσέας μου αρέσει γιατί πάνω από όλα είναι ειλικρινής. Οι προσωπικοί περίοδοι της ζωής του, η διάθεσή του, η οικογενειακή του κατάσταση, η υπαρξιακή του θέση, οι εμμονές του, καταγράφονται μέσα στους στίχους και αυτό για μένα είναι συγκινητικό γιατί με αφορά ο άνθρωπος με τον οποίο συνεργάζομαι να είναι καλλιτέχνης, να εκφράζει αυτό που τον «καίει» και να αποτυπώνει την προσωπικότητά του. Με τρομάζουν οι άνθρωποι που δεν αποτυπώνονται στα έργα τους.
Στο δίσκο αυτό θα έλεγα ότι η νέα του δημιουργική εμμονή είναι τα «χέρια» με ένα διττό τρόπο: τα χέρια που αγκαλιάζεις και τα χέρια που χάνεις, κινούμενος από το ατομικό στο συλλογικό και το αντίστροφο.
Ναι, είναι ένας βασικός άξονας του δίσκου, αλλά και της ζωής μας. Ο τρόπος με τον οποίο θα συνδεθούν τα χέρια μας, είναι το βασικό «εργαλείο» με το οποίο θα πορευτούμε στη νέα εποχή…
Βασικό «εργαλείο» της νέας εποχής είναι και τα social media… Εκεί τα χέρια που πατούν τα πλήκτρα είναι ιδιαιτέρως μπλεγμένα… Είτε προσωπικά είτε ως τριάδα, εννοώ μαζί με την Μποφίλιου και τον Ευαγγελάτο, έχετε δεχτεί από υπέρμετρους διθυράμβους μέχρι αρνητικότατες κριτικές. Πώς αντιμετωπίζεις τα δυο άκρα;
Έχω τις σταθερές μου και τις βάσεις μου και μπορώ να διακρίνω τι κρύβεται πίσω και από τις δυο άκρες. Το τραγούδι είναι η χαρά μου, παίζω με αυτό, το αγαπάω, τίποτα και κανένας δεν μπορεί είτε να με κάνει να ψωνιστώ με τα λόγια του είτε να μου φθείρει τη σχέση μου με αυτό. Δέχομαι πάντως τις κριτικές όταν γίνονται με εμπεριστατωμένο τρόπο. Ο συγχωρεμένος Νίκος Ράλλης μου έκανε πολλές φορές σκληρή κριτική με επιχειρήματα, τι να αντικρούσω;
Το ότι δημιουργείς έχοντας πια τη συνθήκη της ανοικτής πόρτας προβολής για τα τραγούδια σου, πόσο σε κατευθύνει;
Δεν ισχύει απόλυτα αυτό που λες διότι έχω κάνει και πράγματα που τα θεωρούσα πολύ καλά και που είχαν την δυναμική να ακουστούν, αλλά δεν ακούστηκαν. Όση προώθηση και να έχει ένα έργο, αν δεν αρέσει πραγματικά, θα μείνει στον αφρό για δυο μήνες και μετά θα εξαφανιστεί. Όσον αφορά εμάς, θεωρώ ότι έχει κερδηθεί μια εμπιστοσύνη. Τα ραδιόφωνα μας αγκάλιασαν πολύ πριν εμφανιστούν ίσως και λόγοι -εκτός των ίδιων των τραγουδιών- για να το κάνουν.
Έχεις αισθανθεί να σε πλησιάζουν καλλιτέχνες, ιδίως μιας άλλης μεγαλύτερης γενιάς, εξαιτίας του ρεύματος που έχεις και όχι μόνο για το ταλέντο σου;
Φυσικά και θα μπορούσε να είναι ένας λόγος: «Αυτός τώρα παίζεται στα ραδιόφωνα και πουλάει, ας τον προσεγγίσω». Το ζητούμενο όμως είναι πόσο αυτό ανατρέπεται κατά τη διάρκεια της συνεργασίας, όταν δηλαδή ο πρώτος –εμπορικός- λόγος από την πλευρά του άλλου εξελίσσεται σε δημιουργία και συναίσθημα γιατί μόνο έτσι μπορώ εγώ να λειτουργήσω. Και μέχρι τώρα μόνο τέτοιες συνεργασίες έχω. Θα πρέπει επίσης να σου πω ότι όταν τα «είδωλά» μου, μου ζητάνε συνεργασίες εγώ όχι μόνο δεν σκέφτομαι πονηρά για αυτούς, αλλά κάνω τούμπες από τη χαρά μου.
Η διευρυμένη απήχηση της τριάδας έφερε και την παρουσία σας σε νυχτερινούς χώρους που λειτουργούν με άλλους όρους. Έχεις κάνει «απολογισμό» αυτής της νέας εμπειρίας;
Βρισκόμαστε σε μια φάση που η βεντάλια του κοινού μας έχει ανοίξει. Αυτό συμβαίνει περίπου κάθε δυο τρία χρόνια όταν ανεβαίνει ο βαθμός αναγνωρισιμότητας. Υπάρχει μια υπολογίσιμη ποσόστωση ανθρώπων οι οποίοι έρχονται να μας δουν είτε επειδή είμαστε της «μόδας», είτε τους άρεσε ένα τραγούδι, πάντως δεν ήρθαν απολύτως συνειδητά, κυρίως στους χειμερινούς χώρους. Μετά από λίγο γίνεται ένα ξεκαθάρισμα και μένουν οι ακροατές και θεατές που συνδέονται με αυτό που κάνουμε. Το μαθαίνουν και το κατανοούν. Οι εμφανίσεις στο Estate στην Αθήνα και στο Stage στη Θεσσαλονίκη έφεραν ένα τέτοιο «άνοιγμα της βεντάλιας» και πιστεύω ότι συνδέεται και με την εξωστρεφή φάση που βρεθήκαμε οι ίδιοι τον τελευταίο καιρό, που για μένα ήταν πολύ διασκεδαστική και την απόλαυσα. Πάνω στη σκηνή, φυσικά, ήμασταν με τους δικούς μας όρους, τη δική μας αισθητική και άποψη.
Θέλαμε πρώτα από όλα εμείς οι ίδιοι να παρουσιαστεί κάτι εξωστρεφές, ένα βαλκανικό γλέντι, για αυτό και έγινε
Κάτω από τη σκηνή όμως;
Γνωρίζουμε το τίμημα της συμμετοχής σε αυτούς τους χώρους που αναφέρεσαι. Σκέψου όμως ότι οι προδιαγραφές που έχει μια παράστασή μας, με τουλάχιστον είκοσι συντελεστές κάθε φορά, δεν μπορούν μαθηματικά να στηριχθούν από μια μουσική σκηνή τριακοσίων ατόμων. Θα έπρεπε ή να υπάρχουν μεγάλοι χώροι απολύτως κατάλληλοι να υποστηρίξουν αυτό που θέλουμε να παρουσιάσουμε ή να παίζουμε πέντε μέρες τη βδομάδα σε μικρότερα μαγαζιά. Κάτι που δεν θα μπορούσαμε ποτέ να υποστηρίξουμε. Επιπλέον, όσο και να ακούγεται «κάπως» έχουμε μιαν ευθύνη για τις δουλειές τόσων ανθρώπων με τους οποίους συνεργαζόμαστε. Μπορείς να τους πεις ότι δεν θα γίνουν παραστάσεις και θα χάσουν τα χρήματά τους επειδή ο χώρος θα έχει φωτογράφους; Ό,τι μπορούμε να διεκδικήσουμε, το κάνουμε• για παράδειγμα ζητήσαμε οι φωτογράφοι να μην γυρίζουν στα τραπέζια την ώρα της παράστασης.
Επίσης, κάποιους τους ενοχλεί το γεγονός ότι η Νατάσσα μπορεί να αποδώσει το «Μόνο» της Λένας Πλάτωνος και να είναι συγκλονιστική, και παράλληλα να χορέψει ζεϊμπέκικο στη σκηνή του Estate και να είναι μια όμορφη γυναίκα και επικοινωνιακή. Δεν σημαίνει ότι αλλάζεις όχθη (γιατί φυσικά πιστεύω ότι υπάρχουν όχθες στο τραγούδι και ακτές και κολπίσκοι και όλα) αν χορέψεις το «Μέχρι το τέλος» και πεις και ένα «’Άιντε ρε παιδιά». Η όχθη του τραγουδιού που αγαπώ τα περιλαμβάνει όλα αυτά απενοχοποιημένα και ελεύθερα γιατί πολύ απλά υπάρχει ο ακροατής που θα νιώσει το διονυσιακό τού «Να ‘ταν η χαρά οικόπεδο», πλάι στο μυσταγωγικό τού «Fragile» του Sting. Αυτόν τον ακροατή αγαπώ και με αυτόν ταυτίζομαι.
Το επόμενο βήμα της τριάδας ποια κατεύθυνση θα έχει;
Θέλουμε να φτιάξουμε μια παράσταση ακρόασης. Θεωρώ ότι είναι η στιγμή να δημιουργήσουμε κάτι που να έχει μια αλλληλεπίδραση πιο πνευματική είτε αυτό έχει να κάνει με την επιλογή του ρεπερτορίου είτε με την ενορχήστρωση είτε με το χώρο.
Η ηχητική σου εξέλιξη από το «Εν Λευκώ» μέχρι τη «Βαβέλ» και το «Όλα είναι για μας» είναι φανερή. Σε ενδιαφέρει και διεύρυνσή σου και σε άλλα πεδία σύνθεσης π.χ. ορχηστρική ή συμφωνική μουσική;
Μου αρέσει πολύ η ιδέα μια μεγάλης ορχήστρας τύπου συμφωνικής, αλλά με μια χρήση όχι ιλουστρασιόν, αλλά συναισθηματική. Δεν με ενδιαφέρει να φορέσω το φράκο και να κερδίσω τα εύσημα ότι κατάφερα και αυτό, ειδικά όταν η συμφωνική μουσική δεν ρέει στο αίμα μου. Σίγουρα πάντως θα ήθελα να είχα περισσότερο χρόνο ώστε να εμπλουτίσω τις θεωρητικές μου γνώσεις. Μαθαίνω όμως και στην πράξη, μέσα από τις συνεργασίες μου είτε αυτή είναι με έναν θεατρικό ή κινηματογραφικό σκηνοθέτη όπως ήταν η συνεργασία μου στο «Ουζερί Τσιτσάνης» με τον Μανούσο Μανουσάκη ή με τον Ανδρέα Μορφονιό στην ταινία «Τζαμάικα» που θα βγει στις αίθουσες τους επόμενους μήνες, με τον Σπύρο Παπαδόπουλο και τον Φάνη Μουρατίδη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ως συνθέτης όλο αυτό το σύγχρονο κύμα των διασκευών πώς το εισπράττεις;
Δεν θέλω άλλες «έξυπνες» διασκευές, θέλω ωραία καινούρια τραγούδια γιατί η δικιά μας γενιά πρέπει να καταθέσει ένα μεγάλο όγκο καινούρια δημιουργίας και με την πάροδο του χρόνου να γίνει η διαλογή τι είναι καλό και τι κακό.
Θα συμμετείχες στην επιτροπή ενός τηλεοπτικού talent show με τραγούδια;
Δεν θέλω να λέω μεγάλες κουβέντες γιατί ποτέ δεν ξέρεις πώς τα φέρνει η ζωή. Και δεν θέλω να γίνω σαν αυτούς που κάποτε μάχονταν υπέρ μιας άποψης με λύσσα και μετά αναγκάστηκαν να κάνουν πως ξεχνούν. Προς το παρόν ωστόσο μου φαντάζει πολύ μακριά από την πραγματικότητα μου κάτι τέτοιο. Το talent show αυτή τη στιγμή δεν έχει διαφορά από οποιοδήποτε άλλο show. Παίζει με τους κανόνες της τηλεόρασης και στόχος είναι η τηλεθέαση και ένα θελκτικό τηλεοπτικό προϊόν. Δεν αξιοποιεί τα νέα ταλέντα αυτή η δομή. Αξιοποιεί τις επιτροπές της, τις μεταξύ τους σχέσεις και την τηλεοπτική γοητεία των προσώπων που τις απαρτίζουν. Το ότι έχει αφετηρία το τραγούδι δε μου λέει τίποτα. Δεν λέω ότι είναι άσχημο θέαμα, κάθε άλλο. Πολλές φορές έχω παρακολουθήσει κάποια από από αυτά γιατί απολάμβανα π.χ. τη λάμψη του Κωστή Μαραβέγια ή του Πάνου Μουζουράκη ή τη γλύκα της Έλενας Παπαρίζου. Απλώς είναι πιο κοντά σε ένα reality show ή ένα τηλεπαιχνίδι με σασπένς παρά σε ένα φυτώριο νέων καλλιτεχνών.
Είσαι από τους λίγους, νομίζω, που δημοσίως αναγνώρισες και τις προσωπικές σου ευθύνες στο θέμα της διεκδίκησης των δικαιωμάτων σου από την ΑΕΠΙ τα προηγούμενα χρόνια, προτού δηλαδή ξεσπάσει η καταιγίδα.
Μα αυτή ήταν η αλήθεια. Τα περασμένα χρόνια βολεύτηκα αφήνοντας άλλους ανθρώπους- συναδέλφους που εμπιστευόμουν να με εκπροσωπούν στις συζητήσεις με την ΑΕΠΙ. Αυτοί αφιέρωσαν χρόνο από την προσωπική τους ζωή, όσο εγώ στην ουσία ασχολιόμουν με τα καλλιτεχνικά. Δεν έχω την κατάρτιση να υποστηρίξω σθεναρά κάποια άποψη ούτε μπορώ να ξέρω ποια είναι η σωστή θέση. Είχα μιαν αντίθεση σε κάποια θεσμικά ζητήματα και στην τήρηση βασικών αρχών της δημοκρατίας τα οποία εξέφρασα. Από εκεί και πέρα όμως θεωρώ ότι δεν δικαιούμαι ούτε τον έξυπνο να κάνω ούτε να επιπλήξω κάποιον συνάδελφο. Μόνο ένα ευχαριστώ χρωστώ σε όλους και μιαν ευγνωμοσύνη που καταπιάστηκαν με όλο αυτό το άχαρο θέμα.
«Όλα είναι για μας» και «όλα είναι δρόμος»… εκεί που για ένα ακόμα συναυλιακό καλοκαίρι βρίσκεστε. Προλαβαίνεις να μαζεύεις «ιστορίες» για να βγαίνουν οι χειμώνες;
Η αλήθεια είναι οτι θέλω να πω τόσες πολλές ιστορίες που δεν ξέρω ποτέ και αν θα προλάβω! Λατρεύω τη μουσική και τη δημιουργία. Το καλοκαίρι ήδη σκέφτομαι πώς θα διασκευάσω τα τραγούδια για του χρόνου. Όταν τελειώνω ένα δίσκο, σκέφτομαι πώς θα στήσω τον επόμενο. Όχι από ματαιοδοξία ή απληστία -τα χρήματα είναι αστεία σε σχέση με τη δουλειά. Από το ψώνιο που έχω με τη μουσική.