Σε ένα live του Θοδωρή Κοτονιά μπορεί να ακούσει κανείς μουσικές με διαφορετικές «καταγωγές». Από λυρικές μπαλάντες μέχρι νησιώτικους σκοπούς και παραδοσιακά ηπειρώτικα ζυμωμένα με ροκ διαθέσεις. Το μοναδικό αυτό “πάντρεμα” αλλά και η γενικότερη πορεία του στη μουσική, τον καθιστούν ένα σπουδαίο τραγουδοποιό της γενιάς του. Στα χρόνια της ενασχόλησής του με το τραγούδι μαζί με τα «Μακρινά Ξαδέρφια», συνεργάστηκε με καταξιωμένους καλλιτέχνες, ενώ κυκλοφόρησε 4 δίσκους: «Αποδοχή κληρονομιάς» (2003), «Περιμένοντας το Θείο» (2004), «Καλό ταξίδι» (2007), «Τα κλειδιά» (2014). Η συνάντηση μαζί του έγινε την πρώτη μέρα της Άνοιξης. 

 


Συνέντευξη: Μαρίτα Αλημίση



Να ξεκινήσουμε με τα βασικά. Τί είναι για ‘σένα μνήμη και τί εξέλιξη στην μουσική;

Μνήμη… Μνήμη είναι γενικά κάποιες σταθερές αξίες που κουβαλάμε από παιδιά και εξέλιξη θα έλεγε κανείς πως είναι ο συνδυασμός που μπορούμε να κάνουμε μ’ αυτές ακριβώς τις αξίες. Όλα είναι βήματα, δεν μπορείς να πας πολύ πιο πέρα από αυτό που είσαι. Για ‘μένα, δηλαδή, αυτά που έχω περάσει μέχρι να αρχίσω να γράφω μουσική αλλά και κατά την διάρκεια της πρώτης δημιουργικής διαδικασίας με έχουν καθορίσει και αποτελούν την μνήμη. Έχω ζήσει στην ζωή μου σε 5 νησιά τα οποία έχω αγαπήσει πολύ και με έχουν επηρεάσει αφάνταστα. Από την Μυτιλήνη και την Σύμη μέχρι την Κρήτη, την Ικαρία και τα Κύθηρα. Έχω, επίσης, ρίζα ρουμελιώτικη. Ο πατέρας μου είναι από την Φωκίδα και πηγαίναμε συχνά στα πανηγύρια όπου τότε υπήρχε μια απίστευτη υπερσυγκίνηση από τους άνδρες. Αυτό που λέμε μεράκλωμα. Για ‘μένα, ξέρεις, αυτό είναι και η παράδοση στην ουσία, μνήμη. Ένα δείγμα, ένα ερέθισμα από το παρελθόν που έτσι όπως είσαι μικρός και ανοιχτός, το παίρνεις μέσα σου και το κουβαλάς πάντοτε, χωρίς συνείδηση απαραίτητα.

 

Εξέλιξη τώρα ξέρεις τί θα χαρακτήριζα; Επειδή γεννήθηκα και μεγάλωσα σε πόλη, στον Πειραιά, άκουσα και πολύ ξένη μουσική από μικρός. Μια ξαδέρφη από ‘δω, ένας μεγαλύτερος ξάδερφος από ‘κει, δυο κολλητοί, είχα διάφορα μουσικά ακούσματα. Led Zeppelin, Deep Purple, Pink Floyd, λίγο ηλεκτρονική μουσική, μετά απέκτησα κόλλημα με την reggae. Πολλές γκάμες μουσικής με φοβερά στοιχεία τα οποία όμως δεν ανήκαν στο “δικό μας DNA”. Αυτό, λοιπόν, ήταν μια πρώτη εξέλιξη. Φυσικά, μετά ακολούθησε ο Παπάζογλου, μεγάλο είδωλο για’μένα -από τα ελάχιστα που είχα μαζί με τον Ψαραντώνη- και μου άνοιξε δρόμους. Μου έμαθε πως να κοινωνώ αυτό που θέλω να ‘πω, πως να το κάνω να ακούγεται φρέσκο, καινούργιο. Πάντα στο μυαλό του καλλιτέχνη υπάρχει η έγνοια να μπορέσει να εκφράσει αυτό που θέλει με έναν ωραίο για τον άλλο τρόπο χωρίς όμως να χάνει και την αξία του. Ακόμα και τώρα εξελίσσομαι, φυσικά. Ξέρεις πώς πήρα στα χέρια μου το γιουκαλίλι; Ένα Πάσχα που έπρεπε να πάω στην επαρχία για ένα γλέντι και δεν μπορούσα να κουβαλήσω την κιθάρα μου, είχα δει στο μοναστηράκι ένα γιουκαλίλι και το αγόρασα έτσι για πλάκα, για να μπορέσω να το πάρω μαζί μου. Το κούρδισα με έναν άλλον τρόπο, διαφορετικό από τον συνηθισμένο γιατί εγώ δεν ξέρω μουσική και έτσι μου ταίριαξε. Μήπως κι αυτό εξέλιξη δεν είναι;

 

Θοδωρή όντως δεν γνωρίζεις μουσική;

Ναι, δεν ξέρω μουσική, δεν γνωρίζω νότες. Να το γράψεις αυτό, γιατί όχι; Πολλοί άνθρωποι που έχουν ασχοληθεί με τη μουσική δεν ήξεραν. Δεν έχω σπουδάσει μουσική, έχω κάνει μόνο κάποια μαθήματα στο νέι. Έχω προχωρήσει «με το αυτί» που λένε. Ξέρεις, από την μία το να μην χρησιμοποιείς την γνώση, τον “νου”, δηλαδή, είναι σαφώς αδυναμία, από την άλλη όμως σου δίνει μια αγνότητα. Δεν σε βοηθάει, σαφώς, να έχεις μια καλή διαχείριση του ταλέντου, όμως, αυτό πολλές φορές είναι και πιο τίμιο, πιο άμεσο ίσως. Με έχει οδηγήσει στο να ενσωματώνω πολλά διαφορετικά στοιχεία στην μουσική μου χωρίς δόλο, χωρίς να το καταλαβαίνω καν, δηλαδή. Γιατί εγώ δεν γράφω παραδοσιακή μουσική, να το ξεκαθαρίσω αυτό. Υπάρχουν πολλοί σπουδαίοι καλλιτέχνες που το κάνουν ακόμα. Εγώ δανείζομαι απλώς αρκετά παραδοσιακά στοιχεία και τα χρησιμοποιώ στα τραγούδια μου. Έχω κάνει και κάποιες απόπειρες να γράψω τραγούδια χωρίς καθόλου “δυτικά” στοιχεία αλλά μέχρι εκεί.

 

Ανέφερες πριν τον Ψαραντώνη ως ένα άτομο που σε έχει επηρεάσει βαθιά. Ξέρω ότι προσφάτως βρέθηκες μαζί του στην Κρήτη. Πώς ένιωσες εκείνες τις στιγμές;

Τώρα ανοίγεις μεγάλο θέμα. Στον Ψαραντώνη έχω μεγάλη αγάπη, είναι απίστευτος. Πέραν από την μουσική του, είναι και το ίδιο το παρουσιαστικό του. Η ματιά του η καθαρή, η βροντερή φωνή που διαθέτει αλλά και αυτό που βγάζει από μέσα του. Είναι ένας πεντάχρονος Δίας. Έχει μια αγνότητα αλλά και μια δύναμη, ταυτόχρονα, πολύ μεγάλη. Και περηφάνια πραγματική, δεν καμώνεται τίποτα. Δεν μπορείς να μην τον θαυμάσεις, δεν γίνεται να μην σε επηρεάσει βαθιά η μουσική του κι αυτός ο ίδιος. Στην Κρήτη κάναμε ένα πολύ ωραίο γλέντι που θα το θυμάμαι σε όλη μου την ζωή. Με κοιτούσε καθώς τραγουδούσα και μου έλεγε “σε νιώθω” και πραγματικά καταλάβαινα ότι εκείνη την στιγμή με ένιωθε.

 

Είσαι ένας σημαντικός τραγουδοποιός της γενιάς σου. Λόγω συνεργασιών με σημαντικούς καλλιτέχνες, λόγω ενός πετυχημένου συγκροτήματος και, φυσικά, λόγω προσωπικών ικανοτήτων. Τραγουδάς, συνθέτεις, γράφεις στίχο. Θεωρείς ότι, τελικά, αυτό ήταν το άρμα σου στην τέχνη; Το “όλον”;

Κοίτα, όσο αφορά το συγκρότημα, τα “Μακρινά Ξαδέρφια” ήταν ακριβώς αυτό που λέει το όνομα τους. Εγώ, δηλαδή, ήθελα να ονομαζόμαστε “ξαδέρφια” για να υπάρχει πάντα ας πούμε μια οικογενειακή κατάσταση, μια οικειότητα. Από την άλλη “μακρινά” γιατί δεν είχαμε απαραίτητα όλοι μας κοινές καταβολές. Υπήρξαν τρεις ομάδες μουσικών όλα αυτά τα χρόνια που έδωσαν σημαντικότατα προσωπικά στοιχεία στους δίσκους. Υπήρχε για να καταλάβεις ένας φίλος με κλασσική παιδεία, άλλος που ήθελε ρεμπετοκατάσταση, άλλος με παραδοσιακή τελείως νοοτροπία, έτσι πήγαινε το πράγμα. Και κάπου εκεί συναντιόμαστε και φτιάχναμε όλοι μαζί τραγούδια. Εμείς τα ενορχυστρώναμε, τα κάναμε όλα μόνοι μας. Και γενικώς κι εμένα μου αρέσει πολύ να σκηνοθετώ, να κάνω πολλά πράγματα μόνος μου. Θα μπορούσα να μην τραγουδάω. Θέλω όμως. Δεν ξέρω ίσως είναι ματαιόδοξο ή και θρασύτατο μαζί (γέλια). Έτσι μπορώ και λειτουργώ όμως καλύτερα. Έχω δώσει, βέβαια, και τραγούδια μου σε καλλιτέχνες που εκτιμώ απεριόριστα, δεν είμαι απόλυτος. Έχω μοιραστεί και ίσα-ίσα θεωρώ πολύ ωραίο πράγμα το μοίρασμα.

 

 

Χαρακτηριστικές είναι και οι ζωντανές εμφανίσεις σου. Μίλησέ μου λίγο γι αυτή την διαδικασία.

Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορώ να επικοινωνήσω καλύτερα αν θέλεις. Στις ζωντανές εμφανίσεις υπάρχει συντονισμός. Θέλω να καταλαβαίνω ότι είμαστε όλοι καλά, ότι περνάμε όλοι όμορφα. Να μην υπάρχει ούτε ένας που να μην είναι συντονισμένος. Πρώτος απ’ όλους έρχομαι εγώ στο κέφι γιατί καταλαβαίνω την ευθύνη πως αυτήν την εκδήλωση τώρα πρέπει να την οδηγήσω. Όπως κι όταν βρίσκομαι σε κάποιο live σαν ακροατής, την οδηγεί ένας άλλος κι εγώ γίνομαι μέρος αυτού. Δεν είμαι ο θεός, είμαι όμως ο παπάς εκείνη την ώρα (γέλια). Ένας καλός ενδιάμεσος. Και βέβαια τρέφομαι και ο ίδιος από αυτό όπως το είπες. Όπως ακριβώς δίνω ενέργεια, έτσι παίρνω κιόλας.

Πολλές φορές, μάλιστα, αν δεν πάει κάτι καλά, εγώ την πληρώνω περισσότερο από εκείνον που με ακούει γιατί θα με “αδειάσει” και είναι λογικό. Αλλά ευτυχώς αυτό δεν συμβαίνει συχνά γιατί το κοινό πλέον είναι φίλοι. Κι αν δεν είναι φίλοι, γίνονται. Θέλω, προσπαθώ να τους γνωρίζω όλους, να κατεβαίνω κάτω και να μιλάμε, να τους ρωτάω από πού ήρθαν, πως πέρασαν. Άλλοι έρχονται και με βρίσκουν από μόνοι τους γιατί φαίνομαι από μακρυά ότι το αποζητάω. Κι αυτό για ‘μένα είναι πολύ σημαντικό. Θέλει κάτι άλλο ο άνθρωπος, νομίζεις; Χαμόγελα θέλει και να αισθάνεται ο καθένας μας ότι ενώ είναι ισχυρός σαν ύπαρξη, δεν είναι μόνος του. Δεν είναι το “εγώ” του πάνω απ’ όλα, το εξωτερικό μέρος του εαυτού του. Έτσι γίνεται και με την μπάντα. Παίζεις με τους μουσικούς και σπάει αυτό το “εγώ”. Υπηρετείς ένα σύνολο εκείνη την ώρα, είτε πάνω είτε κάτω από την σκηνή.. Αυτό με γεμίζει πάρα πολύ.

 

Έχεις πει παλαιότερα ότι η μουσική όπως όλες οι τέχνες είναι ο καθρέφτης μας. Τί δείχνει, σήμερα, αυτός ο καθρέφτης; 

Τον τελευταίο χρόνο υπήρξε στην σελίδα της NASA ένα βίντεο στο οποίο ένα μικρόφωνο τοποθετημένο σε συγκεκριμένα σημεία στο διάστημα έπαιρνε τους ήχους από όλους τους πλανήτες. Ηχογραφούσε κανονικά, δηλαδή, τι ήχο ακριβώς βγάζει ο κάθε πλανήτης από μακρυά. Δεν έχω δει -σου λέω αλήθεια- ποιο ωραίο βίντεο κι εγώ σκέψου δεν τα έχω και πολύ καλά με την επιστήμη. Το περίεργο, μάλιστα, ήταν ότι ο κάθε πλανήτης έβγαζε έναν ήχο σχετικό με αυτό που συμβόλιζε από την αρχαιότητα. Ας πούμε από τον Ποσειδώνα ακουγόταν ένα πράγμα σαν κύμα. Ο Κρόνος είχε έναν πιο απόκοσμο ήχο. Έτσι και η γη, λοιπόν, έβγαζε απλώς έναν θόρυβο. Θόρυβο, όχι ήχο. 

Αυτό ακριβώς νομίζω ότι συμβαίνει και με τη μουσική. Αντανακλά σε γενικές γραμμές αυτό που είμαστε, αυτό που νιώθουμε την συγκεκριμένη περίοδο. Κι απλώς θα πρέπει σε σκοτεινές εποχές, να ψάχνει να βρει κανείς πράγματα μέσα του που προέρχονται από πιο φωτεινά σημεία. 

Η σκέψη είναι μια μεγάλη λούμπα, γενικά. Προβάλλονται τα πάντα, αρνητικά και θετικά. Άμα τα βρούμε με την προσδοκία και σταματήσουμε να αγχωνόμαστε γι αυτά που πρέπει να γίνουν, γι αυτά που μας επιβάλλουν οι άλλοι να γίνουν, ίσως τελικά τότε να βρούμε τα θετικά στο σήμερα -έστω και σ’ αυτά τα λίγα- και να αντλήσουμε έμπνευση από ‘κει.

 

Θα μου ‘πεις, τελικά, με πιο τραγούδι σου ταιριάζεις πιο πολύ;

Ωραία ερώτηση αυτή. Θα σου ‘πω με ποιο τραγούδι μου νιώθω απολύτως καλά. Με την «Άνοιξη», νομίζω. Είναι από τα πρώτα μου κομμάτια και από τα λίγα που θεωρώ ότι έχουν έναν κύκλο. Πάντα έτρωγα απανωτά χτυπήματα από την άνοιξη γι αυτό είναι και λίγο λαϊκή η κατάληξη του ρεφρέν αν παρατηρήσεις. “Γιατί δεν μας λυπάσαι”. Έχω από μικρός ένα ψώνιο μέσα μου, δεν ξέρω τι είναι αυτό το πράγμα. Πάντα όταν ακούω ένα τραγούδι μου, υπάρχει κάτι που δεν μ’ αρέσει. Πάντα. Είναι κάτι που δεν με αφήνει να ησυχάσω. Ε, η Άνοιξη μ’ αρέσει ολόκληρη (γέλια). Επίσης, το “Έλα να σε δω” είναι για ‘μένα αρκετά σημαντικό λόγω συνθηκών. Ήμουν σε μια περίοδο ανομβρίας και το τραγούδι αυτό ήταν κάτι σαν επίκληση στην έμπνευση. Δεν είναι ερωτικό κομμάτι όπως όλοι νομίζουν.

 

 

Τα κλειδιά από την τελευταία σου δισκογραφική δουλειά έχουν γνωρίσει μεγάλη επιτυχία. Πώς γεννήθηκε, άραγε, αυτό το τραγούδι;

Τα κλειδιά πρώτα απ’ όλα τα πήρε ο Δημήτρης Βραχνός από το συρτάρι που λέμε -του το χρωστάω αυτό- κι άρχισε να τα παίζει μόνος του στο ραδιόφωνο. Δεν τον ήξερα καν προσωπικά τον άνθρωπο. Ξεκίνησαν το ταξίδι τους το 2011 από τους Αγώνες Τραγουδιού της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών όπως και «Το Μπαλόνι» και μετά βρήκαν τον δρόμο τους. Τώρα αν με ρωτάς για την έμπνευση του τραγουδιού, ήταν μια απόπειρα να περιγράψω τις αποτυχημένες προσπάθειες μιας σχέσης. Εν τω μεταξύ, εγώ εκείνη την περίοδο ήμουν έξω από όλο αυτό, δεν ήμουν καθόλου συναισθηματικά φορτισμένος, δηλαδή, και γι αυτό μπόρεσα τελικά ψύχραιμα να το κάνω τραγούδι. Ήθελα να αποτυπώσω αυτή την αίσθηση που υπάρχει όταν νομίζεις ότι έχεις βρει έναν άνθρωπο που πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να είστε μαζί και τελευταία στιγμή κάτι χαλάει πάλι. Έτσι έγιναν τα κλειδιά. Τα τραγούδια, ξέρεις, έρχονται, τα γιορτάζουμε και φεύγουν. Και κάπου εκεί πάμε στα επόμενα. Σαν τις σχέσεις.

Ποιά είναι τα επόμενα βήματα, λοιπόν;
Αυτό τον καιρό παίζαμε στο Κελάρι τα «βιολογικά μας τραγούδια» μαζί με την Μαρία Παπαλεοντίου. Λέγοντας βιολογικά εννοούμε παλιά αλλά και νέα ακυκλοφόρητα κομμάτια τα οποία θα ενταχθούν κάποια στιγμή στο μέλλον σε μία νέα δισκογραφική δουλειά. Είναι τραγούδια που θέλουν τον χρόνο τους γι’ αυτό και δεν θα βιαστώ. Προσπαθώ να είμαι πιο οργανωμένος αυτήν τη φορά. Ψάχνω να βρω σωστούς τρόπους να βγουν προς τα έξω ώστε να προστατεύσω κι εγώ την δουλειά μου αλλά και να γίνει όλο αυτό την στιγμή που πρέπει. Ήδη οι «Δύο δρόμοι», ένα από τα καινούργια κομμάτια ταξιδεύει ραδιοφωνικά από τον Μελωδία. Μέχρι τότε, εμείς συνεχίζουμε τα live με τραγούδια δικά μας και διασκευές αγαπημένων δημιουργών σε Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Νάουσα αλλά και στην Απανεμιά την Μεγάλη Τρίτη, εδώ στην Αθήνα.

 

 

Αντί επιλόγου θα ήταν καλύτερο να κλείσουμε με έναν μύθο για την αλήθεια που είπε εκεί στο τέλος της συζήτησής μας ο Θοδωρής. Όχι τόσο για την θαυμαστή απλότητα που έχουν πάντοτε αυτοί οι μύθοι, μα κυρίως γιατί δείχνει πολλά για τον ίδιο, την φιλοσοφία του και κατ’ επέκταση την τέχνη του.

 

«Ένας μύθος λέει πως στην αρχή της ανθρωπότητας μαζεύτηκαν οι θεοί για να αποφασίσουν πού θα κρύψουν την αλήθεια. Φοβόντουσαν, βλέπεις, να μην την βρουν οι άνθρωποι και τους την πάρουν. Ο πρώτος είπε να την κρύψουν βαθιά μέσα στην γη μα όλοι συμφώνησαν πως αυτό θα είναι σίγουρα ένα σημείο όπου οι άνθρωποι θα ψάξουν από την αρχή και θα την βρουν. Πρότεινε, τότε, κάποιος άλλος να την βάλουν στο πιο ψηλό βουνό μα πάλι οι θεοί σκέφτηκαν πως κι εκεί θα καταφέρει ν’ ανέβει ο άνθρωπος και θα την ανακαλύψει με ευκολία. Ένας τρίτος, λοιπόν, είπε να την βάλουν στον ωκεανό, όμως, οι υπόλοιποι του θύμισαν ότι ο άνθρωπος θα εξερευνήσει σύντομα τα βάθη των ωκεανών και θα την βρει οπωσδήποτε. Ο επόμενος σκέφτηκε να την στείλουν μακρυά στο φεγγάρι, οι θεοί, όμως, ήξεραν πως οι άνθρωποι θα φτάσουν κάποια στιγμή ακόμα και ‘κει και θα τους την πάρουν για πάντα. Τότε, ο σοφότερος εξ’ αυτών πρότεινε “Ας την κρύψουμε μέσα τους που δεν θα ψάξουν ποτέ ”. Έτσι είναι η αλήθεια. Τα μάτια συνήθως την ψάχνουν έξω, όμως, τελικά βρίσκεται μέσα μας. Εκεί πρέπει να ψάξουμε για να την ανακαλύψουμε και να την φυλάξουμε καλά. Και πάντα να την κάνουμε τέχνη.»