Δύο διαφορετικές μουσικές παραστάσεις και για... άλλο κοινό θα πραγματοποιηθούν το Σάββατο 16 (στις 6 το απόγευμα) και την Κυριακή 17 (στις 12 το μεσημέρι) Απριλίου στην Στέγη Ιδρύματος Ωνάση. Σε αμφότερες θα παρουσιαστούν δυο μουσικά παραμύθια για αφηγητή και ορχήστρα. Το «Ένας παράξενος βασιλιάς» έχει συνθέσει ο Αχιλλέας Γουάστωρ σε κείμενο του Κώστα Φασουλά που θα απαγγείλει ο Ηλίας Καρελλάς και το «Το θαρραλέο αγόρι και ο δράκος του πηγαδιού» ο Τάσος Ρωσόπουλος σε κείμενο του Γιώργου Κοροπούλη το οποίο θα απαγγείλει ο Μανώλης Μαυροματάκης ενώ αμφότερα θα εκτελέσει η ΚΟΑ υπό την διεύθυνση του Γιώργου Μπαλατσινού. Οι δύο «λιμπρετίστες», ο ποιητής Γιώργος Κοροπούλης και ο στιχουργός Κώστας Φασουλάς, μιλούν στη συνέχεια για αυτό το πρωτότυπο και ενδιαφέρον εγχείρημα του Ελληνικού Σχεδίου και τους σκοπούς του.
Τι σε έκανε να επιλέξεις το συγκεκριμένο παραμύθι;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ: Με τον συνθέτη (και φίλο μου επί πολλά χρόνια) Τάσο Ρωσόπουλο έχουμε ήδη κάνει τρία παραμύθια. Το πρώτο ήταν ένα παλαιό γερμανικό λαϊκό παραμύθι, αν θυμάμαι καλά, το δεύτερο το είχε γράψει ένα κοριτσάκι και αυτό είναι θρακιώτικο. Διαλέγει πάντα ο Τάσος ή τουλάχιστον φτιάχνει μια εξαιρετικά βραχεία λίστα. Προφανώς υπάρχει κάποια βαθύτερη συνάφεια. Και τα τρία που διάλεξε έχουν σχέση με τη μνήμη ή την απώλειά της, στα δύο πρωταγωνιστεί ένας δράκος ο οποίος δεν αμφιβάλλω πως θα επανεμφανιστεί αν συνεχίσουμε!
ΚΩΣΤΑΣ ΦΑΣΟΥΛΑΣ: Ο αλληγορικός κόσμος του παραμυθιού, το άρωμα υπερρεαλισμού από το δημοτικό μας τραγούδι, η απουσία αληθοφάνειας και η λαϊκή σοφία είναι τα στοιχεία που με γοήτευσαν στο παραμύθι με τίτλο «Κάποτε και τα λόγια ριζώνουν», αυτός είναι ο αυθεντικός του τίτλος. Στη δική μου προέκταση - διασκευή τα λόγια συνεχίζουν να ριζώνουν, ο βασιλιάς παραμένει παράξενος και στοιχειωμένος από το μεγάλο του μυστικό αλλά ο δικός του εφιάλτης στο τέλος γίνεται χορός λυτρωτικός και σε διονυσιακή μέθη ανακοινώνει στο λαό του αυτό που χρόνια τον βασάνιζε.
Συνεργάστηκες καθόλου με τον συνθέτη κατά την διάρκεια της συγγραφής του κειμένου;
Γ. Κ. : Δουλεύω πάνω στον καμβά που μου δίνει ο Τάσος - και ευτυχώς γιατί αλλιώς μπορεί και να μην έκανα τίποτα. Μ' ενδιαφέρει να βρω ένα είδος ρυθμικής εκφοράς, ο Σεφέρης μιλώντας για τον Ερωτόκριτο τον ονόμασε ρετσιτατίβο οπότε, εφαρμόζοντας πιστά την παροιμία «και η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες», προσπαθώ να πετύχω κάτι ανάλογο. Η μονάδα μου είναι το χαλαρό ομοιοκατάληκτο δίστιχο και δεν πρέπει να ξεχνάω ότι γράφω μια ιστορία που κάποιος θα την αφηγηθεί και θα τη συνυφάνει με μουσική. Θα την ακούσουν, δεν θα την αναγνώσουν. Όταν λοιπόν τελειώσω τη δουλειά προφανώς και δέχομαι παρατηρήσεις και από τον συνθέτη και από τον αφηγητή.
Κ. Φ.: Με κοινό βηματισμό βρεθήκαμε με τον συνθέτη μέσα στους κώδικες του πρωτότυπου παραμυθιού και με σύμφωνα κλειδιά ανοίξαμε τις δικές μας πόρτες, αυτές που μας οδήγησαν σε έναν καινούριο κόσμο, με ξαναβαφτισμένους τους ήρωες να πορεύονται σε νέες του παραμυθιού συνθήκες…Νομίζω ότι αυτές οι «συναντήσεις» για να επιτύχουν θα πρέπει να εμπεριέχουν όχι μόνο την συνομιλία των δημιουργών που συμπράττουν άλλα και την σιωπή τους.
Πώς σου φάνηκε η μουσική του προσέγγιση στη συνέχεια;
Γ. Κ. Αν δεν εκτιμούσα τη δουλειά του Τάσου δεν θα συνεργαζόμασταν. Την παρακολουθώ, όσο μπορώ και βλέπω τι κάνει, πώς εξελίσσει και μετασχηματίζει το ιδίωμά του από παραμύθι σε παραμύθι, από δράκο σε δράκο δηλαδή. Το ιδίωμα αυτό με ενδιαφέρει, μου πάει και γίνεται ολοένα βαθύτερο. Αλλά δεν είμαι αρμόδιος να κρίνω δημοσίως τη δουλειά ενός συνθέτη. Ελάτε ν' ακούσετε και να κρίνετε. Προσωπικά μου αρέσει όλο και περισσότερο πάντως.
Κ. Φ.: Ευφάνταστη και εμπνευσμένη, σεβόμενη τα συναισθηματικά όρια του παραμυθιού. Η μουσική, σ’ αυτού του είδους τις προσεγγίσεις, είναι ο ακροβάτης που καθρεπτίζεται στο κείμενο. Είναι η διεισδυτική ματιά που εντοπίζει τα φανερά και τα κρυμμένα κοιτάσματα του λόγου. Είναι η αποτύπωση μιας διαδρομής πάνω από λέξεις και νοήματα.
Είχες καθόλου κατά νου τα δικά σου παιδιά όσο έγραφες το κείμενο, ότι θα μπορούσαν δηλαδή και αυτά να παρακολουθήσουν την παράσταση, κάτι που φυσικά μπορεί πολύ ωραία και να συμβεί;
Γ. Κ.: Έχω κατά νουν πως, αν την παρακολουθήσουν, δεν πρέπει να χρειαστεί να επέμβει το «Το Χαμόγελο Του Παιδιού» (γέλια). Βέβαια προσέχω εν γένει να μην υποπίπτουν στην αντίληψή τους τα εκάστοτε έργα μου για να διατηρούν τον σεβασμό τους προς τον πατέρα. Αλλά δεν ξέρεις ποτέ...
Κ. Φ.: Το πρώτο αυστηρό φίλτρο του δημιουργού είναι η προσωπική του συγκίνηση, όταν αυτή δεν περιβάλλεται με ναρκισσισμούς και νοθευμένες αξιολογήσεις. Ένα φανταστικό ακροατήριο με παιδιά, παρακολουθώντας μάλιστα τις αντιδράσεις τους, είναι ίσως το ιδανικό πεδίο ανάπτυξης μιας ιστορίας. Είναι αυτό το ακροατήριο που οδηγεί τον συγγραφέα σε συναισθήματα και εικόνες.
Και ποιοι είναι αντίστοιχα οι λόγοι για τους οποίους πιστεύεις ότι ένας ενήλικος θα μπορούσε επίσης να παρακολουθήσει την παράσταση;
Γ. Κ.: Η μουσική του Τάσου πάει πέρα από το κείμενο, δεν θα δυσκολευτούν λοιπόν να την απολαύσουν και οι ενήλικοι, έστω και αν τους φανεί απλοϊκή η πλοκή (καλοί, κακοί, ηρωικές μάχες, έντιμοι συμβιβασμοί...). Επιπλέον υπάρχει εγγύηση, αφηγείται ο Μανώλης Μαυροματάκης. Είμαι πεπεισμένος ότι η εκφορά ποίησης πρέπει να απαγορευτεί στους ηθοποιούς, ειδικά στους ηθοποιούς. Ο Μανώλης λοιπόν εξαιρείται! Οπότε, αν στο κείμενο υπάρχει κάτι, ο κόκκος σινάπεως που αρκεί γα να μετακινούμε βουνά, το βρίσκει και το κάνει παράσταση, εξαιρετική παράσταση. Να έρθουν συνεπώς και οι ενήλικοι, αφού άλλωστε δεν πρέπει ν' αφήσουν τα παιδιά ασυνόδευτα γιατί, όπως προανέφερα, κυκλοφορεί και ένας δράκος!
Κ. Φ.: «Παραμύθιον» στην αρχαιότητα σήμαινε λόγος παρηγορητικός, λόγος που οδηγεί την ανθρώπινη ψυχή σε ένα φανταστικό κόσμο, ικανό να φιλοξενήσει και να διασκεδάσει τους ακροατές του. Το παραμύθι, ως λογοτεχνικό είδος, κρύβει τη μυστική εκείνη γέφυρα που ενώνει τον ενήλικο με τον παιδικό κόσμο, είναι η εστία του ονείρου, της προσδοκίας, της ωραίας ουτοπίας, είναι η περιγραφή της ανθρώπινης ύπαρξης που λειτουργεί ελεύθερη πέραν από τα όρια του χρόνου.