Μπορεί να ακούγεται και να διαβάζεται ως υπερβολικός ο τίτλος αλλά είναι κάτι που πρέπει να τονίσω ότι και εμένα αλλά και τους θεατές κατέλαβε αν κρίνω από τα πρόσωπα τους όταν όρθιοι όλοι μαζί χειροκροτούσαμε (προσωπικά για δεύτερη φορά) τη Νένα Μεντή σε ένα ρόλο που τον βιώνει για 6η χρονιά φέτος. Ασχέτως στο αν διαφωνώ σε μερικά σημεία ανάπτυξης του το σίγουρο είναι ότι όχι μόνο φεύγεις με ολοζώντανες εικόνες από τη σκηνή μεσα σου, αλλά σε συντροφεύουν και μέρες μετά. Για αυτήν την επιτυχημένη παράσταση μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη Πέτρο Ζούλια. Ένα απόσπασμα αυτής της κουβέντας μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω:
Κύριε Ζούλια κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων και βλέποντας το έργο σας σε τόσο διαφορετικούς χώρους έχετε αναθεωρήσει ή επαναπροσδιορίσει κάποια σημεία της παράστασης;
Ενώ κάθε φορά λέμε με τη Νένα και συζητάμε και λέμε να αλλάξουμε το α ή β στοιχείο, είναι η πρώτη φορά που νιώθω ότι δεν μπορώ να αλλάξω τίποτα. Ειναι τέτοια η αποδοχή και η συγκίνηση του κόσμου που μας αφοπλίζει. Νιώθω ότι έχει γίνει ένα αρχιτεκτόνημα που αν κάτι αφαιρέσεις, θα καταρρεύσει ολόκληρο αλλά αυτό ίσως είναι και μία υπερβολή λόγω της μεγάλης αγάπης που έχει δείξει ο κόσμος στην παράσταση. πρέπει να σας πω ότι όταν ξεκινήσαμε στο Ιλίσια Βολανάκη δεν ξέραμε αν μπορέσει να αντέξει αυτή η παράσταση και τελικώς παίχτηκε σε πολύ μεγάλα θέατρα, σε αρχαία θέατρα με εκατοντάδες θεατές. Θεωρώ ότι έχει τη δύναμη της αυθεντικότητας αυτή η παράσταση και είναι και τα τραγούδια με τα οποία έχουν συνδεθεί τα δρώμενα της. Τα τραγούδια είναι τόσο ισχυρά που πραγματικά είναι δύσκολο να αλλάξεις κάτι από τη σύνθεση.
Άλλαξε η έρευνα για το κείμενο, η σκηνοθεσία και τελικώς ή ίδια η παράσταση τη σχέση σας με το ελληνικό λαϊκό τραγούδι;
Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε μια τεράστια συμφιλίωση που έχει να κάνει με αυτό το κομμάτι του πολιτισμού μας. Η γενιές οι δικές μας, μιλώ για ανθρώπους που τώρα είναι 50 και κάτι, πέρασα μεγάλα διαστήματα κατά τη διάρκεια της φοιτητικής της ζωής με τεράστια αμφισβήτηση για να μην πω "ανάθεμα" απέναντι σε ένα λαϊκό πολιτισμό που ήταν τόσο ισχυρός και ίσως ο τρόπος με τον οποίο μας τον μάθαιναν μας έκανε λίγο καχύποπτους, δύσπιστους και επιφυλακτικούς.
Εγώ έπρεπε να κάνω διάφορες διαδρομές για να αποδεχθω τον Σακελάριο, τον Καζαντζίδη, την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και ένα ολόκληρο κομμάτι του πολιτισμού μας που με διαμόρφωσε και κάποια στιγμή το πέταξα και το αμφισβήτησα.
Με πήρε λίγο και αυτό που λέμε ξενομανία, αντιμετώπισα λίγο αφ υψηλού αυτή τη δημιουργία καλλιτεχνών όπως η Ευτυχία.
Τι ήταν αυτό που σας κέντρισε το ενδιαφέρον στην Ευτυχία Παπαγιανοπούλου, πέρα από την υπογραφή της κάτω από μερικά από τα ομορφότερα λαϊκά τραγούδια;
Η γενιά της Ευτυχίας είχε το μεγάλο χάρισμα του ταλέντου για ζωή". Η δικιά μας η φτώχεια είναι αστεία μπροστά σε αυτά που έζησαν αυτοί οι άνθρωποι. Η Ευτυχία ήρθε από τη Σμύρνη πρόσφυγας, με την ίδια συνθήκη αυτών που καθημερινά βλέπουμε αλλά από απόσταση εμείς οι ίδιοι με το κύμα προσφύγων στο Αιγαίο. Εμείς είμαστε σε απόσταση , από την ασφάλεια του σπιτιού μας, αυτή το έζησε. Φτάσανε στη Λέρο και από εκεί και πέρα άρχισε με το τίποτα και να δημιουργεί αυτούς τους στίχους τους θαυμάσιους που έγιναν γνωστοί και άντεξαν στο χρόνο με μια πολύ σπάνια δύναμη να κάνει τον πόνο, τον καημό και τη φτώχεια, φως, τραγούδι και χαρά. Αυτή η γενιά είχε ταλέντο στο να ζει.
Μου κάνει εντύπωση και παρατηρώ ότι πολλές φορές στην κουβέντα μας έχετε αναφέρει την ηρωίδα του έργου σας με το μικρό της όνομα. «Η Ευτυχία». Σημάδι προφανώς ότι έχετε δημιουργήσει εσωτερικούς δεσμούς με την φιγούρα της.
Ναι σαφώς. Έχει υπάρξει ένας διάλογος με αυτόν τον άνθρωπο, εσωτερικός, που πιστεύω ότι καθένας που θα αναλάβει να ψάξει και να δομήσει ένα έργο πάνω στη ζωή ενός άλλου ανθρώπου τον κουβαλά μέσα του για καιρό. Θα έλεγα ότι έγινε μια βύθιση σε μια εποχή, ένα ολόκληρο κόσμο διότι η Ευτυχία από την άλλη όσο ήταν ένας μοναδικός άνθρωπος άλλο τόσο ήταν και αντιπροσωπευτικός τύπος ανθρώπου της Ελλάδας εκείνης. Το ιδιαίτερο της φετινής παράστασης στο Θέατρο Χώρα είναι το ότι είναι στον ίδιο δρόμο, στην οδό Αμοργού που ήταν το τελευταίο σπίτι της Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου και νομίζω ότι και τώρα αν ζούσε στην σημερινή Κυψέλη θα είχε επιλέξει να ζει. Η γενιά αυτή είχε το χάρισμα στο σκοτάδι να βρίσκει φως και ήταν το πρώτο πράγμα πρέπει να σας ομολογήσω που με τράβηξε και με συγκίνησε στην προσωπικότητα της Ευτυχίας.
Διαβάστε ακόμη:
* ΕΙΔΑΜΕ: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου με τη Νένα Μεντή
* Η Νένα Μεντή ως Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου για 6η χρονιά