Στην πολύχρονη φιλία και συνεργασία του συνθέτη Χρυσόστομου Καραντωνίου με τον τραγουδιστή Πάνο Παπαϊωάννου, προστέθηκε ο στιχουργός Δημήτρης Παπαχαραλάμπους και το αποτέλεσμα είναι ο «Χορός των ημερών», ένας δίσκος που ακολουθεί το παλαιό εθιμοτυπικό της δημιουργίας: «η ισχύς εν τη ενώσει» ή αλλιώς, η ιστορία μιας παρέας που διευρύνεται.

 

Κρατάει χρόνια αυτή η φιλία, έτσι;

Χ.Κ.: Με τον Πάνο γνωριζόμαστε από τα λυκειακά μας χρόνια, τον γνώρισα τυχαία, σε μια μουσική σκηνή που έπαιζε στη Θεσσαλονίκη. Γίναμε κολλητοί φίλοι και κατευθείαν φτιάξαμε οι δυο μας ένα μουσικό σχήμα και παίζαμε σε πολλά μικρά μαγαζιά. Τότε δεν υπήρχε η βοήθεια της τεχνολογίας και θυμάμαι που είχα βρει ένα πρόγραμμα στο playstation για να ηχογραφώ τραγούδια και ερχόταν ο Πάνος σπίτι και κάναμε τα πρώτα demo μας!

Π.Π.: Το θυμάμαι αυτό!  Είχα πάρει ένα ψεύτικο μικρόφωνο και ηχογραφούσαμε τα πρώτα μας τραγούδια. Παίζαμε σε πολλά μαγαζιά και είχαμε αποκτήσει και ένα μικρό κοινό που μας ακολουθούσε.

 

Ωστόσο, Χρυσόστομε, εσύ προχωράς με τις σπουδές στην κλασική κιθάρα και εσύ, Πάνο, στο τραγούδι;

Χ.Κ.: Ναι, έχω σπουδάσει κλασική κιθάρα και έχω συμμετάσχει σε πολλούς διαγωνισμούς κερδίζοντας αρκετά βραβεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό.  Λένε οτι είμαι καλός στην κιθάρα, έχω ταλέντο, έχω αρχίσει, μάλιστα, να το πιστεύω και εγώ... (γέλια).

Π.Π.: Και εγώ από την  κλασική κιθάρα ξεκίνησα, αλλά με τράβηξε το τραγούδι. Ο πατέρας μου έπαιζε στην κιθάρα και τραγουδούσε και από εκεί μυήθηκα. Έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις από γλέντια με λαϊκά  τραγούδια στο πατρικό μου. Έτσι, κρυφά και εγώ, μόνος μου, μάθαινα τραγούδια, αλλά ήμουν πολύ ντροπαλός και δεν το φανέρωνα. Για πρώτη φορά τραγούδησα σε κόσμο, στα δεκαεφτά μου, σε μια γιορτή του Ωδείου. Όμως αργότερα δούλεψε ως τραγουδιστής σε πολλά μαγαζιά, μπουάτ της Θεσσαλονίκης

 

Τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη διαδέχονται και για τους δυο σας τα χρόνια στην Αθήνα δίπλα στον Νίκο Μαμαγκάκη...

Χ.Κ.: Δεν βλέπαμε προοπτική στη Θεσσαλονίκη καθώς και τα μαγαζιά άρχισαν να κλείνουν. Ο λόγος όμως που κατέβηκα μόνιμα ήταν γιατί είχα αρχίσει ήδη να πηγαινοέρχομαι στην Αθήνα, εξαιτίας της συνεργασίας που είχα με τον Μαμαγκάκη καθώς ήμουν ο  κιθαριστής στα έργα που δισκογραφούσε. Γνωριστήκαμε όταν συμμετείχα, δεκατεσσάρων ετών, σε έναν διαγωνισμό στην Πάτρα, όπου είχα πάρει το δεύτερο βραβείο και πρόεδρος της επιτροπής ήταν αυτός. Μετά από δυο χρόνια, λοιπόν, χτυπάει το τηλέφωνό μου και ήταν ο Μαμαγκάκης ο οποίος μου ζητούσε να μάθω μέσα σε δυο εβδομάδες το έργο του για κιθάρα «Εκδρομή», ένα πολύ δύσκολο έργο, επίπεδο διπλώματος για κιθάρα,  και να κατέβω στην Αθήνα για να του το παρουσιάσω. Παράτησα όλες μου τις ασχολίες, το έμαθα και κατέβηκα στην Αθήνα όπου και το ηχογραφήσαμε μετά σε δίσκο. Έχω παίξει στους περισσότερους δίσκους του. Τελευταία κάναμε και μια δουλειά πολύ  δύσκολη κιθαριστική, το «Ρεμπερτόριο», ίσως το τελευταίο του έργο, ορόσημο στην «κιθαρομουσική» όπως την έλεγε και ο ίδιος. 

 

Π.Π.: Ο λόγος που κατέβηκα εγώ στην Αθήνα ήταν ο Χρυσόστομος, ενώ είχα δηλώσει ρητά οτι «δεν κατεβαίνω στην Αθήνα». Μου είπε οτι ο Μαμαγκάκης ψάχνει νέους τραγουδιστές και έτσι γνώρισα τον συνθέτη. Η πρώτη μας συνεργασία ήταν στην επανεκτέλεση του δίσκου «Έντεκα λαϊκά τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου» που είχε πρωτοερμηνεύσει ο Πουλόπουλος.

Μόλις με είδε ο Μαμαγκάκης και με άκουσε, μου είπε «μου θυμίζεις και φωνητικά και εμφανισιακά τον Πουλόπουλο. Θα πεις στον Χρυσόστομο να σου τα μάθει και θα 'ρθεις μετά από τρεις μέρες να τα γράψεις».

Συγκατοικήσαμε, λοιπόν, με τον Χρυσόστομο σε μια μικρή γκαρσονιέρα, στου Γκύζη, την οποία μας είχε παραχωρήσει ο άνθρωπος που τον είχαμε σαν πατέρα, και δυστυχώς δεν βρίσκεται, πλέον, ανάμεσά μας, ο καλλιτέχνης, ζωγράφος, ποιητής, Κώστας Ρούτης.

 

Χ.Κ.: Σε αυτήν την γκαρσονιέρα γράφτηκαν και τα περισσότερα τραγούδια του πρώτου μου δίσκου, «Ποτάμι ο καιρός» ο οποίος κυκλοφόρησε το 2009 και βασικός τραγουδιστής δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Πάνο.

 

 

Με δυο λόγια τι θα λέγατε για τον Νίκο Μαμαγκάκη;

Χ.Κ.: Τον γνώρισα σε πολλές φάσεις της ζωής του και σε καλές και κακές και σε παραγωγικές και σε λιγότερο παραγωγικές, αν και αυτές ήταν ελάχιστες. Ήταν ένας γίγαντας της μουσικής, είχε γνώσεις απίστευτες που δύσκολα τις συναντάς. Κρατώ για πάντα τη συμβουλή που έδινε: «δεν δικαιούσαι να κουράζεσαι». Κι αυτή τη συμβουλή την κατάλαβα τώρα που φτιάχναμε τον «Χορό των ημερών».

 

Π.Π.: Του οφείλουμε τα πάντα. Δεν μπορεί να διανοηθεί κανείς το θάρρος, τη ψυχική ορμή και το νου που διέθετε μέχρι και το τέλος του. Να φανταστείς όταν πήγαν να τον μεταφέρουν από το σπίτι στο νοσοκομείο, κρατιόταν με όσες δυνάμεις είχε από το χερούλι της σκάλας λέγοντας «αφήστε με να πεθάνω σπίτι μου». Ή θυμάμαι μια άλλη φορά, που κάναμε πρόβες, κτυπούσε με τη μπαγκέτα του μαέστρου το γόνατό του τόσο πολύ ώσπου μάτωσε.

Εμείς σταματήσαμε και του δείχναμε το γόνατο και αυτός θυμωμένος μας είπε «Σκάστε και παίξτε!». Όσο σκληρός χαρακτήρας και αν ήταν, ήταν συγκινητικός ο τρόπος που σε βοηθούσε. Δεν ξέρω αν θα συναντήσω ξανά έναν τόσο λαμπερό νου.

 

Πάνο, δουλεύεις, από τότε παράλληλα και ως γραφίστας, έχεις δε σχεδιάσει τις αφίσες πολλών γνωστών καλλιτεχνών. Μίλησέ μου και για αυτήν την ιδιότητα.

Π.Π.:  Μια αγαπημένη μου ασχολία όταν δούλευα ως τραγουδιστής στη Θεσσαλονίκη ήταν να πηγαίνω τα πρωινά στα μικρά δισκάδικα στη Τσιμισκή, απέναντι από τα μεγάλα δισκάδικα, για να μπορώ να ανοίγω τα cd και να τα ακούω, να πιάνω τα ένθετα και να τα επεξεργάζομαι. Σπούδαζα γραφιστική παράλληλα και έτσι άρχισα να με ενδιαφέρει περισσότερο. Οι γραφιστικές δουλειές του Πέτρου Παράσχη, για παράδειγμα, με επηρέασαν πολύ και αποφάσισα να ασχοληθώ και εγώ επαγγελματικά με το συγκεκριμένο είδος γραφιστικής. Από τότε έχω σχεδιάσει ένθετα και αφίσες για πολλούς καλλιτέχνες τους οποίους τους γνώρισα από κοντά. Όσο «θράσος», πάντως, μου λείπει για να πλησιάσω έναν καλλιτέχνη ως τραγουδιστής τόσο «θράσος» είχα να τον προσεγγίσω για να του προτείνω να του φτιάξω μια αφίσα. Αντίθετα, ό,τι συνεργασίες έκανα σε καλλιτεχνικό επίπεδο, συνέβαιναν εκ του φυσικού. Για παράδειγμα στο πρώτο «μεγάλο» live που έκανα στον Μύλο, στη Θεσσαλονίκη, έτυχε να με ακούσει ο Σταυριανός και αμέσως ξεκινήσαμε τη συνεργασία. Από αυτή με άκουσε ο Γιώργος Ζήκας και συνεργαστήκαμε, από αυτόν με άκουσε ο Παντελής Θεοχαρίδης και με πήρε στο σχήμα του κ.ο.κ.

 

Δημήτρη, σε πρωτογνωρίσαμε μέσω της συνεργασίας σου με τον Μάλαμα, το 2007. Πώς προέκυψε αυτή;

Δ.Π.: Έγραφα στίχους για πολλά χρόνια, όμως εξαιτίας μια προσωπικής μου δυσκολίας να προσεγγίσω καλλιτέχνες, δεν είχε προχωρήσει καμία συνεργασία. Οι στίχοι όμως δεν είναι κάτι που μπορεί να μένει στο συρτάρι, είναι κάτι που ζητάει μια «συνάντηση», μολονότι για πάνω από είκοσι χρόνια έγραφα χωρίς την προοπτική δημοσιότητας, η γραφή, δηλαδή, μού  κρατούσε απλώς συντροφιά σε σταθερή βάση. Σε μια, λοιπόν, από τις απονενοημένες προσπάθειές, αφού είχα περάσει και φάσεις ματαίωσης, «αποτυχίας» και εσωτερικού «άγχους», άφησα έναν φάκελο με στίχους μου στον Σταυρό του Νότου για τον Σωκράτη Μάλαμα και ενώ αυτός συνήθως δεν διαβάζει τα γράμματα, όμως πιάνει τον φάκελο και διαβάζει τους στίχους μου. Μια βδομάδα μετά με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει οτι έχει ετοιμάσει πέντε τραγούδια για τον δίσκο που ετοίμαζε εκείνον τον καιρό.

 

Ανήκεις σε μια «νέα» γενιά στιχουργών με αξιοσημείωτη παρουσία τα τελευταία χρόνια και με  αρκετούς κοινούς κώδικες γραφής. Συμφωνείς;

Δ.Π.: Εξωτερικά βλέποντας τον εαυτό μου, σαν να ήταν τα τραγούδια κάποιου άλλου, ναι, μπορώ να δω κοινές γραμμές. Τους θεωρώ, ασφαλώς, συνοδοιπόρους και τους εκτιμώ. Στιχουργικά έχουμε πολύ καλό επίπεδο τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, δεν λειτουργώ με σταθερές δομές και κανόνες. Μου αρέσει ο στίχος να είναι απλός και ουσιαστικός, να έχει λόγο ύπαρξης και να αφηγείται μια ιστορία. Αγαπημένος μου στιχουργός είναι ο Άκης Πάνου. Για μένα, πάντως, το ελληνικό τραγούδι είναι το μεγαλύτερο σχολείο. Είμαι φανατικός ακροατής συνειδητά από πολύ μικρός. Όνειρό μου ήταν να γίνω ραδιοφωνικός παραγωγός.

 

 

Και ερχόμαστε στον «Χορό των ημερών». Πώς γνωρίστηκες με τα παιδιά;

Δ.Π.: Λίγο πριν γνωριστούμε, είχα ξεκινήσει μια συνεργασία με τον Νίκο Παραουλάκη για τον δίσκο που ετοιμάζαμε τότε, το «Από το φως και το σκοτάδι» και αναζητούσαμε ερμηνευτές. Ο Νίκος μου πρότεινε τον Πάνο μεταξύ των άλλων συμμετοχόντων. Ακούω τον Πάνο στον youtube, μου αρέσει πολύ η φωνή του και ερχόμαστε σε επαφή. Έτσι πάνω στη φωνή του Πάνου δοκιμάστηκαν ως demo τα περισσότερα τραγούδια του δίσκου και απέκτησαν μιαν ερμηνευτική ταυτότητα. Ο Νίκος παράλληλα συνεργάζεται με τον Χρυσόστομο και έτσι τον γνωρίζω σε μια συναυλία που είχανε και γίναμε φίλοι.

 

Χ.Κ.: Κι εγώ παράλληλα, τότε, ήθελα να κάνω έναν ολοκληρωμένο δίσκο με τον Πάνο ως τραγουδιστή γιατί πίστευα και πιστεύω πως διαθέτει μια φωνή την οποία χρειάζεται η μουσική μας σκηνή. Γυναίκες τραγουδίστριες έχουμε, αντρικές όμως φωνές, σαν του Πάνου, δεν έχουμε.  Είχα, λοιπόν, πρόβλημα στους στίχους που θα μελοποιούσα αφού εγώ δεν είμαι στιχουργός. Ζήτησα, λοιπόν, από τον Δημήτρη να μου στείλει στίχους. Όταν διάβασα αυτά που μου έστειλε σκέφτηκα «πού ήταν κρυμμένος αυτός ο τύπος;». Αυτομάτως, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να αρχίσω να τους μελοποιώ και μέσα σε δυο εβδομάδες είχα έτοιμα έξι-εφτά τραγούδια.

Π.Π.: Ξεκινήσαμε, έτσι, να ηχογραφούμε τα τραγούδια χωρίς να έχουμε κάποιο ακόμα πλάνο. Στείλαμε τρία τραγούδια στους Αγώνες Δημιουργίας Ελληνικού Τραγουδιού και τα «Μεροκάματα» κερδίζουν το Βραβείο Κοινού.

 

Τα «Μεροκάματα» αποτελούν, θεωρώ, μαζί με τις «Μέλισσες» και τα «Διόδια», τα τρία τραγούδια των τελευταίων χρόνων που αγαπήθηκαν και «επιβλήθηκαν» από τον κόσμο και όχι από κάποια ραδιοφωνική playlist.

Π.Π.: Ναι, το κοινό «έβαλε πλάτη» σε αυτά τα τραγούδια.

Δ.Π.: Πολύς κόσμος μου είπε οτι του άρεσε γιατί του μιλάει ουσιαστικά και προσωπικά.

Χ.Κ.: Αυτό το τραγούδι ήταν που μας δυνάμωσε και μας έδωσε ώθηση να προχωρήσουμε με τον δίσκο.

Π.Π.: Η επιτυχία που έκαναν «Τα μεροκάματα» ήταν ο λόγος που δεν επέστρεψα μόνιμα στη Θεσσαλονίκη.

 

Είχα πει στον εαυτό μου: «θα κάνεις το κέφι σου άλλα τρία-τέσσερα χρόνια στην Αθήνα και έπειτα θα σηκωθείς να φύγεις, θα πας στην Χαλκιδική και θα μαζεύεις ελιές και θα ψαρεύεις».

Χ.Κ.: Ισχύει και για μένα, θα επέστρεφα σαν «βρεγμένη γάτα».

 

Αυτό γιατί; Επειδή δεν βρήκατε την αποδοχή μέχρι τότε του κόσμου;

Π.Π.: Κάποια στιγμή κουράζεσαι, αισθάνεσαι μια ματαιότητα, όπως έλεγε νωρίτερα και ο Δημήτρης, ειδικά όταν δεν έχεις σχέση με αυτό που λέγεται δισκογραφικό σύστημα, παραγωγούς, ραδιόφωνα κ.τ.λ. Είχα κουραστεί να τραγουδάω σε ταβέρνες και να περνάει από μπροστά μου το πιάτο με την μπριζόλα. Έπειτα ήρθε και η κρίση και καπέλωσε τα πάντα. Η φόρα, λοιπόν, που μου έδωσε αυτή η παρέα και η αποδοχή του τραγουδιου μού ανέτρεψε τα πάντα.

 

Χ.Κ.: Εγώ έχω πλέον και οικογένεια, οπότε δεν μπορούσα να συνεχίσω κάνω απλώς το κέφι μου. Βλέποντας οτι μετά την πρώτη δισκογραφική μου δουλειά δεν υπάρχει καμία προοπτική και σε συνδυασμό οτι είμαστε ρομαντικοί, δηλαδή, θέλαμε την όποια καριέρα να την κάνουμε με τον παραδοσιακό τρόπο, μέσω του έργου μας και όχι παρακαλώντας και κάνοντας δημόσιες σχέσεις, βρισκόμουν σε προβληματισμό. Ο διαγωνισμός στη Στέγη και έπειτα η εταιρεία, η Feelgood, που μας πίστεψε, μας άνοιξαν τα φτερά.

 

Δ.Π.: Εγώ, επειδή έχω μια κάποια σταθερή επαγγελματική βάση, είμαι εκπαιδευτικός, είχα ένα μεγάλο άγχος για αυτά τα παιδια αλλά και για όλους τους μουσικούς που κατά καιρούς έχω γνωρίσει, για το πώς θα προχωρήσουν, πώς θα αναγνωριστεί η δουλειά που κάνουν τόσα χρόνια και έχουν αφιερωθεί σε αυτή. Τους αξίζει να ανταμειφθούν για όλα όσα έχουν κάνει. Και δεν το λέω μόνο σε επίπεδο οικονομικό, αλλά και σε επίπεδο αξιοπρέπειας.

 

Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ιστορία πίσω από «Τα μεροκάματα»;

Δ.Π.: Κατ' αρχάς να πω οτι οι στίχοι αυτοί έχουν γραφτεί πριν από οκτώ χρόνια. Όταν ξεκινώ να γράψω δεν έχω κάποιο θέμα ή είδος. Πάντα ξεκινώ από μια λέξη, μια εικόνα, που γίνεται ένα ποτάμι και ακολουθεί η μια την άλλη.

Γράφτηκαν με αφορμή ένα τραγούδι, όχι πολύ γνωστό, το «Γραμμή τα μεροκάματα», σε στίχους του Μιχάλη Γκανά.

Μου είχε κολλήσει ως φράση και ενώ προσπαθούσα να την αποφύγω, γίνεται έμμονη ιδέα. Για να την «ξεφορτωθώ» λοιπόν, αποφασίζω να αλλάξω το «γραμμή» με το «μικρά» και ξεκίνησε να γράφεται έτσι ολόκληρο. Η μελωδία του τραγουδιού είναι τόσο δυνατή που μπορεί να μετατραπεί σε κάθε είδος τραγουδιού, ως λαϊκό  ως ροκ, ως μπαλάντα. Έχει μια ευρύτητα που σε «πιάνει».

 

Ναι, μπορείς να την «κουβαλήσεις» μαζί σου χωρίς να χρειάζεται να ακούς το τραγούδι, όπως συμβαίνει πάντα με τις γερές μελωδίες. Αξίζει να σημειωθεί, Χρυσόστομε, οτι αν και κιθαριστής, ακούγοντας και τα άλλα τραγούδια του δίσκου, δεν περιορίζεις τις συνθέσεις σου με βάση το κατεξοχήν όργανο που γνωρίζεις.

Χ.Κ.: Ναι, ακόμα και την κιθάρα τη χρησιμοποιώ με μέτρο, μου αρέσει να δίνω το ηχόχρωμά της όμως επιχειρώ όχι μια πλούσια ενορχήστρωση αλλά μια έξυπνη ενορχήστρωση δίνοντας ελευθερία και στους μουσικούς που συμμετέχουν να βάλουν και το δικό τους στίγμα παρόλο που όλα κινούνται πάνω από παρτιτούρα. Αυτές οι πινελιές δίνουν ένα στοιχείο αμεσότητας, είναι η ψυχή του καθενός.

 

Το επόμενο στοίχημα που πρέπει να κερδίσετε είναι ο κόσμος που αγάπησε «Τα μεροκάματα», από το ραδιόφωνο και το διαδίκτυο, να έρθει και στα live σας...

Π.Π.: Ναι, ο κόσμος πρέπει να ταυτίσει το τραγούδι με τα πρόσωπά μας. Προχωράμε με άλλο ηθικό, με άλλες γνώσεις και με άλλη πια βοήθεια από ανθρώπους που μας πιστεύουν όπως ο Χρήστος Καρυώτης, ο Αντώνης Βιλλιώτης,  η Αντιγόνη Γιαλουρίδου, ο Μάνος Τρανταλίδης, ο Δημήτρης Βραχνός.

Χ.Κ.: Αυτό που μου έχουν πει άνθρωποι που είναι βαθιά χωμένοι στο χώρο είναι πως αν κάναμε πριν δέκα χρόνια αυτό που κάνουμε τώρα, θα ήταν τα πράγματα αλλιώς για εμάς.

Δ.Π.: Πέραν των τραγουδιών τα παιδιά έχουν και μια σημαντική live παρουσία, αξίζουν, δηλαδή και ως performer.