Η «μικρή βαλίτσα» ήταν μια από τις πιο «φορτωμένες» μουσικές αποσκευές που μας κληροδότησε το 2014 για να πορευόμαστε. Μια βαλίτσα με «πληρωμένα» όπως λέει ο ίδιος, «τα τέλη του ταξιδιού της η οποία ψάχνει για συνταξιδιώτες, όχι για συνεταίρους».  Εικοσιδύο χρόνια μετά την πρώτη του δισκογραφική εμφάνιση, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης συνεχίζει να κάνει με το έργο,  τη στάση ζωής και το δημόσιο λόγο του την τέχνη πολιτική πράξη και την πολιτική πράξη τέχνη, όπως έκανε δηλαδή πάντα, και «στις μέρες τις καλές, που ζητιανεύεις να επιστρέψουν»... 

 

 

Σε ενοχλεί το γεγονός οτι στις πρόσφατες συνεντεύξεις σου αναγκάζεσαι, μετά από τόσα χρόνια διαφανούς πορείας, σε πολλά σημεία τους να πρέπει να δικαιολογηθείς και να «αμυνθείς» για ορισμένα γεγονότα όπως τα cd σου στην εφημερίδα, για την ανάγκη της μετανάστευσης όντας επιτυχημένος, ακόμα και για τις τιμές στους  χώρους όπου εμφανίζεσαι μέχρι και την αλλαγή του look σου...;

Όχι, καθόλου. Δεν αμύνομαι, απαντώ όταν με ρωτάνε. Και είναι φυσικό, σε εποχές ύποπτες, όπου υποπτευόμαστε ακόμα και τον εαυτό μας, να ρωτάμε. Δεν κάνω τίποτα που να μην εξηγώ αρχικά στον ίδιο τον εαυτό μου, οπότε μού είναι σχετικά ανώδυνο να απαντώ σε ερωτήσεις άλλων. Κανείς δεν είναι πια διαφανής εξ ορισμού.

Ποτέ δεν ασχολήθηκα ο ίδιος με θέματα που δεν αφορούν στο έργο ενός καλλιτέχνη. Αν το τραγούδι του μιλάει στην ψυχή μου, μου είναι αρκετό. Κατανοώ όμως και την άλλη στάση, που πάντα υπήρχε και σήμερα εντείνεται. Είναι σημάδι της εποχής μας και έχει ενδιαφέρον. Και, παρεμπιπτόντως, τα cd στην εφημερίδα ήταν μια απόφαση της δισκογραφικής εταιρείας που δεν μπόρεσα να ματαιώσω, δεν μετανάστευσα ο ηλίθιος, οι τιμές όπου εμφανίζομαι είναι φτηνές και κουρεύτηκα γιατί έχω ξηροδερμία. Ουφ!

 

Τα τελευταία χρόνια πάντως ο «πολίτης» Ιωαννίδης με τις δηλώσεις και τα κείμενά του φαίνεται να απασχολεί δημοσιογραφικά και κοινωνικά περισσότερο από ό,τι ο «καλλιτέχνης» Ιωαννίδης αν και βρίσκεσαι στην καλύτερη σου, κατ΄ εμέ, δημιουργική περίοδο με πολλές ιδιαίτερες εμφανίσεις στο εξωτερικό και με έναν νέο δίσκο που αποτελεί πρωτίστως και για πολλούς λόγους μια πολιτική πράξη. Η οπισθοχώρηση της προβολής της τέχνης ως σημείο αναφοράς και ο πρωταγωνιστικός ρόλος του καλλιτέχνη-δημόσιου προσώπου πόσο άνετο σε βρίσκει; Αποτελεί και προσωπική σου ανάγκη εκτός από σημείο των προσωποκεντρικών καιρών;

Η έκφραση «δημόσιο πρόσωπο» μου θυμίζει συχνά τα δημόσια ουρητήρια, το Ελληνικό Δημόσιο και άλλες δύσοσμες καταστάσεις. Είναι όμως φυσικό (αν και όχι ιδιαίτερα χρήσιμο κατά τη γνώμη μου) σε εποχές όπου ψάχνουμε αγωνιωδώς για μιαν απάντηση, το να δίνουμε μεγαλύτερη βαρύτητα στα λόγια του καθενός απ’ ότι στα έργα του. Το ξάφνιασμα ήταν μεγάλο μετά το πρώτο κείμενο που πήρε τεράστια δημοσιότητα. Είχα γράψει και άλλα στο παρελθόν, με τα οποία κανείς δεν ασχολήθηκε, οπότε δεν περίμενα τέτοιον χαμό. Όμως, αυτό ξαφνικά αναπαρήχθη μαζικά και με διέλυσε για καιρό. Έκανα έναν χρόνο να γράψω ξανά, κι όταν το τόλμησα, μέσα στη δίνη της Κυπριακής κατάρρευσης, έγινε χειρότερος χαμός.

Μέχρι άρθρα στις εφημερίδες έγραφαν και μ’ έφτυναν. Δεν το είχα ξαναζήσει. Φανταζόμουν πως κανείς δεν θα ασχοληθεί με τις απόψεις ενός τραγουδιστή που γράφει στην προσωπική του ιστοσελίδα το αίσθημά του για τα όσα συμβαίνουν στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Έκανα λάθος! Δεν είμαι άνθρωπος που μπορεί να διαχειριστεί τέτοια πράγματα χωρίς προσωπικό κόστος.

Οι πολιτικοί πρέπει να είναι πράγματι παχύδερμα, ή να ντοπάρονται ασύστολα από τους γύρω τους, αλλιώς δεν αντέχεται αυτό το πράμα! Για μέρες, δεν τολμούσα να πάρω εφημερίδα ή να μπω στο ίντερνετ. Από παντού ξεφύτρωνε η φάτσα μου, με απίστευτα σχόλια, θετικά και αρνητικά. Σκεφτόμουν πως, αν οι απόψεις ενός καλλιτέχνη μάς απασχολούν τόσο, δύο τινά μπορούν να συμβαίνουν: είτε έχουμε φτάσει ως κοινωνία σε δυσθεώρητα πνευματικά ύψη, είτε είμαστε χαμένοι και δεν ξέρουμε τι μας γίνεται. Υποψιάζομαι πως συμβαίνει το δεύτερο.

 

Όντως, αυτή η δημόσια έκθεση, αντί για τα τραγούδια της είχε τα παρατράγουδά της... Θυμάμαι πως μέχρι και «ο επόμενος εθνικός καλλιτέχνης» σε χαρακτήρισαν εξαιτίας του κειμένου σου «Ελεύθεροι Κατακτημένοι». Πώς αισθάνθηκες;

Κολακεύτηκα! Ειδικά με τη λέξη “επόμενος” (έχουμε επετηρίδα -εγώ έχω και πυτιρίδα- οι εθνικοί καλλιτέχνες, δεν είμαστε τίποτα απολίτιστοι! –“Στη σειρά σας κύριε!” –“Δε φταίω, με σπρώχνει ο μεθεπόμενος!”) Βρήκα τον χαρακτηρισμό ακόμη πιο τιμητικό κι απ’ το “ανθελληνικό σκουλήκι”, που επίσης μού αποδόθηκε.

 

 

Το γεγονός ότι η συναυλία στις Σκουριές Χαλκιδικής όπου συμμετείχες αν και για πολλούς λόγους είχε μεγαλύτερη σημασία από ό,τι άλλες συναυλίες συμπαράστασης, δεν έτυχε συνειδητά της ίδιας προβολής και υποστήριξης ακόμα και από Μέσα αντικυβερνητικά,  σε προβλημάτισε ως «πολιτικό» φαινόμενο;

Δυστυχώς, μου φάνηκε αναμενόμενο. Ένας αγώνας συντηρείται όσο μεγαλώνει. Αυτός ο τεράστιος αγώνας κάποιων από τους κατοίκους της περιοχής, παρά τις σπουδαίες νίκες, κινδυνεύει να παρακμάσει σε επίπεδο χωριού αν δεν απευθυνθεί εντατικά και οργανωμένα στον “έξω” κόσμο. Το να διοργανώνονται μεγαλειώδεις συναυλίες δεν αποτελεί αρκετά αποτελεσματική επικοινωνία, παρά μόνο για το εσωτερικό. Πώς γίνεται εγώ να ξέρω τι συμβαίνει σε μια φυλή στον Αμαζόνιο, κι ένας Νορβηγός οικολόγος να μην έχει ιδέα για το τι συμβαίνει εδώ; Ο αγώνας των Ζαπατίστας δεν θα έφερνε τα αποτελέσματα που έφερε, αν δεν στηνόταν ταυτόχρονα με το ξέσπασμά του ένα παγκόσμιο δίκτυο υποστήριξης.

 

Ο μόνος τρόπος να κρατηθεί ο αγώνας των κατοίκων είναι να διευρυνθεί. Να βρεθούν οι άνθρωποι, οι μηχανισμοί και οι τρόποι ώστε να διεθνοποιηθεί. Να βρει ουσιαστική και όχι φραστική στήριξη από τα οικολογικά κινήματα και τους οργανισμούς, από τις αλληλέγγυες κοινότητες, να γνωστοποιηθεί στους πολίτες άλλων κρατών, να βρει στήριξη από συλλογικότητες άλλες, να αποκτήσει φωνή διεθνώς και όχι σε τοπικό μόνο επίπεδο, κρατώντας στη βάση του τον δυνατό χαρακτήρα που ήδη έχει. Να γιγαντωθεί στην περιοχή η προσπάθεια στήριξης των ανέργων, να οργανωθούν περισσότερα και μεγαλύτερα οικολογικά και επιστημονικά συνέδρια, να αυξηθούν οι βιοκαλλιέργειες, ο αγροτουρισμός, να στηθεί ένας δημιουργικός και αποδοτικός μηχανισμός σαν απάντηση στα όσα διατείνεται ότι θα προσφέρει το μεταλλείο. Υπάρχει τεράστια, θαυμαστή θέληση από το κίνημα και πρέπει να βρεθεί ο τρόπος. Γιατί οι Σκουριές είναι το προπύργιο, και μια ήττα θα σημάνει την αρχή πολλών άλλων κακών, για τα οποία σήμερα είμαστε ανυποψίαστοι.

 

Κάποιοι έχουν πληρώσει απίστευτα μεγάλο προσωπικό τίμημα ώστε να κρατιέται ζωντανό αυτό το κίνημα σήμερα. Το πλήρωσαν με φυλακίσεις, ξύλο και διωγμούς. Το πλήρωσαν εγκαταλείποντας τις εργασίες και τις οικογένειές τους προκειμένου να αγωνιστούν και να προσφέρουν στην περιοχή τους. Κι είναι ίσως άδικο κάποιοι να μιλάμε χωρίς να έχουμε πληρώσει το κόστος. Όσο εμείς λέμε το μακρύ και το κοντό μας εκ του ασφαλούς, κάποιοι εκεί παλεύουν. Η γνώμη μου πάντως είναι πως αυτή η υπόθεση πρέπει να συνεχίσει να διευρύνεται, γιατί η κούραση καραδοκεί, η συνήθεια είναι αμείλικτη και τέτοιες εταιρείες έχουν αντιμετωπίσει ξανά στο παρελθόν μεγάλες αντιδράσεις και ξέρουν να δίνουν χρόνο και χρήμα κερδίζοντας συναίνεση.

 

«Αυτός ο κόσμος που αλλάζει» ακουγόταν σε ένα σποτάκι του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στις περασμένες εκλογές. Προφητική, πιστεύεις, για τις επερχόμενες, αυτή η μουσική τους επιλογή;

Το σκηνικό φαίνεται επιτέλους να αλλάζει δραστικά, πράγματι... Οι αγωνίες μου συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με αυτές του συγκεκριμένου κόμματος, αν και διατηρώ ταυτόχρονα αμφιβολίες, ερωτήματα και αντιρρήσεις, όπως και μιαν ανίατη καχυποψία προς τα κόμματα γενικά. Δεν έμαθα να εναποθέτω τις ελπίδες μου σε αυτά. Αδυνατώ (ντρέπομαι που το λέω) να ονειρευτώ, ακόμη και στιγμιαία, μέσα σε κομματικά πλαίσια. Είμαι κομματικά ανάπηρος. Πιστεύω πως, για να αλλάξει κάτι αποτελεσματικά, πρέπει να αλλάξει ο καθένας μας και η κοινωνία, και όχι μόνο η κυβέρνηση. Και αυτό παλεύω, με λέξεις και με νότες, χρόνια τώρα.

Λένε πως η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού. Προτιμώ το ανέφικτο της τέχνης. Κι έτσι συντηρώ μέσα μου την ψευδαίσθηση πως με τα τραγούδια είμαι χρήσιμος. Κι αυτή η ψευδαίσθηση, προς το παρόν, μου είναι αρκετή. Μεγαλώνοντας και μαθαίνοντας τα κουσούρια μου, συνειδητοποιώ πως μόνο μέσα από την απροστάτευτη, ασυνάρτητη, ιδιοπαθή μοναχικότητά μου μπορώ να χρησιμεύσω στο σύνολο. Μόνο προστατεύοντάς την μπορώ να έχω φωνή που να τραγουδά τις ζωές μας, εντός και εκτός. Μόνο έτσι μπορώ να τραγουδώ για εμάς στα ξένα ακροατήρια, μόνο έτσι μπορώ να κοιτάζω στα μάτια το κοινό εδώ, μόνο έτσι μπορώ να αντικρίζω τον εαυτό μου, μόνο έτσι μπορώ να στηρίζω ή να μη στηρίζω μια κοινή προσπάθεια. Κι αυτό πολιτική είναι, από μιαν άποψη...

 

Εύχομαι πάντως ολόψυχα για το καλό όλων μας, αν επιτέλους σχηματιστεί αριστερή κυβέρνηση να ανεβάσει το επίπεδο και να φέρει πίσω ένα μέρος της χαμένης μας αξιοπρέπειας. Γιατί αλλιώς θα την διαδεχθεί ακόμη βαθύτερη μαυρίλα από τη σημερινή. Το τέρας θα επιστρέψει ανελέητο, σε μια κοινωνία που θα είναι πιο αδύναμη, εξευτελισμένη και απελπισμένη από ποτέ. Έχουν επωμιστεί τεράστια ευθύνη και πιστεύω πως το αντιλαμβάνονται.

 

Ας περάσουμε στα του δίσκου. Γιατί χαρακτήρισες τη «Μικρή Βαλίτσα» ως τον πιο «τίμιο» δίσκο σου;

Γιατί λέει ακριβώς αυτό που έχει να πει, σε όποιον θέλει να το ακούσει. Και γιατί μου κόστισε πολύ και σε πολλά επίπεδα η δημιουργία της. Έχει πληρωμένα τα τέλη του ταξιδιού της. Ψάχνει για συνταξιδιώτες, όχι για συνεταίρους.

 

 

Κάθε καινούρια δισκογραφική σου δουλειά έχει και ένα ιδιαίτερο ύφος ως προς τον τρόπο ενορχήστρωσης των τραγουδιών. Ποιες είναι οι «καινοτομίες» αυτή τη φορά;

Στη «Μικρή Βαλίτσα», ενώ η σύνθεση είναι φαινομενικά απλή, είναι ιδιαίτερα περίπλοκη στο βάθος και στο σύνολό της. Χρησιμοποίησα αποκλειστικά ακουστικά όργανα. Κυρίως κουαρτέτο εγχόρδων, κοντραμπάσο, κιθάρα, πιάνο, λαούτο και τρίχορδο μπουζούκι. Καθόλου κρουστά, με την εξαίρεση ενός τριγώνου στη «Χατζιδακιάδα». Θέλησα οι τρικυμίες και οι νηνεμίες να δοθούν κυρίως μέσα από τα έγχορδα. Να μην τα αντιμετωπίσω συνοδευτικά, όπως συνήθως αντιμετωπίζονται στην τραγουδοποιία. Να τους δώσω ρόλο ρυθμικό, λυγμικό, συχνά καταιγιστικό, έντονο και ταυτόχρονα ξεκάθαρο. Ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον το να γράφω για έγχορδα σε τραγούδια, με έναν άλλο τρόπο. Με βοήθησαν οι πολύ καλοί μουσικοί, ο Μιλτιάδης Παπαστάμου που δίδαξε τις νότες και έπαιξε το πρώτο βιολί, ο Παύλος Μιχαηλίδης που ήρθε από την Κύπρο για να παίξει το δεύτερο βιολί, ο Φώτης Σιώτας στη βιόλα και ο Γιώργος Καλούδης στο τσέλο. Διάλεξα ανθρώπους που αγαπώ χρόνια και θαυμάζω, όχι μόνο για την αδιαπραγμάτευτη δεξιοτεχνία τους, αλλά κυρίως για τη βαθιά σχέση τους τόσο με την κλασική μουσική, όσο και με τη σύγχρονη δημιουργία, την Ανατολική παράδοση, αλλά και για τον σεβασμό τους στο ίδιο το τραγούδι. Πιστεύω πως ένα σπουδαίο, αποκλειστικά «κλασσικό» κουαρτέτο δεν θα μπορούσε να παίξει με τον ίδιο τρόπο αυτό το υλικό. Χωρίς τύμπανα, το κοντραμπάσο του Δημήτρη Τσεκούρα πήρε άλλη θέση ηχητικά και ερμηνευτικά, με δοξάρι ή δάχτυλο. Βασικό ρόλο επίσης, έχει ο Μανόλης Πάππος, με το μπουζούκι, ο Δημήτρης Μυστακίδης με την λαϊκή κιθάρα και ο Χάρης Λαμπράκης με το σόλο νέυ στο τελευταίο τραγούδι.

 

Σε αυτή τη δουλειά, επίσης, θεωρώ οτι έδωσες για πρώτη φορά στην προσωπική σου δισκογραφία συνειδητά βάρος και στη φωνή σου σαν να ήταν ένα μουσικό όργανο. Λυρική, λαϊκή, σκωπτική, θυμωμένη, απολογητική, λυγμική...ανάλογα το ύφος των τραγουδιών. Συμφωνείς;

Αν συμβαίνει αυτό, δεν το έκανα συνειδητά. Άφησα, την ώρα της ηχογράφησης, τα τραγούδια να μου πουν πώς θέλουν να ακούγονται. Αυτό έκανα πάντοτε όμως... Ίσως να είναι τα ίδια τα τραγούδια πιο σίγουρα, ίσως να φανέρωσαν πιο καθαρά το πώς ήθελαν να λεχθούν. Ίσως κι εγώ να ήμουν σε μια εποχή που με βοήθησε να αφουγκραστώ τις «επιθυμίες» τους καλύτερα. Μπόρεσα, πριν τα τραγουδήσω, να τα ακούσω στο κεφάλι μου πιο ολοκληρωμένα από άλλες φορές.

 

Το εξαιρετικό ποίημα του πατέρα σου Άντη, «Η μάνα μου το Πάσχα» μελοποιήθηκε όπως σημειώνεις στο φοιτητικό σου δωμάτιο το 1989...Γιατί επέλεξες να το εντάξεις ειδικά σε αυτόν το δίσκο;

Είναι μια ακριβή στιγμή για μένα και την φύλαγα. Όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα, οι γονείς μου με έπαιρναν τηλέφωνο μια συγκεκριμένη ώρα κάθε Σάββατο. Ένα από τα πρώτα Σάββατα λοιπόν, αντί να τους πω τα νέα μου, τους τραγούδησα το τραγούδι. Έκτοτε, υπήρχε πάντοτε στο μυαλό μου, αλλά δεν ταίριαζε στο περιβάλλον κανενός από τους δίσκους που έκανα. Στο ποίημα, ο πατέρας μου μιλάει για τη μάνα του. Είναι μια αιώνια εικόνα. Στη «Μικρή Βαλίτσα» προσθέτει στιχουργικά ένα μέρος του παρελθόντος που έφερα μαζί μου από την Κύπρο στην Αθήνα. Φέρνει στο τώρα έναν κόσμο βαθύτερο, λυρικότερο και απλούστερο από τον σημερινό. Έναν κόσμο αγιότερο και μαζί αγριότερο. Για μένα, φτιάχνοντας έναν δίσκο για το πριν, το τώρα και το μετά, ήταν πολύτιμο στοιχείο.

 

Με το προ πενταετίας καβαφικό «Ο δρόμος σου είσαι εσύ» είχα την εντύπωση πως είχες ξεμπερδέψει με αυτά τα διλήμματα, εσύ όμως, όπως δήλωσες, τρεις φορές σκέφτηκες να φύγεις για αλλού. «Τι στο καλό σε δέρνει και νυχτώνεσαι»; Βρήκες καμιά απάντηση μετά την ηχογράφηση του δίσκου τελικά;

Πριν και κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης ήρθαν κάποιες απαντήσεις, που γέννησαν νέες ερωτήσεις. Μετά δεν πρόλαβα να αναρωτηθώ για τίποτα, πλακωθήκαμε στις πρόβες και στις παραστάσεις με το που βγήκε ο δίσκος. Τώρα παριστάνω τη λεχώνα, κρατάω το νέο μωρό και σκέφτομαι τι θα γίνει όταν θα μεγαλώσει...

 

 

Στις παραστάσεις σου έχεις κράτησει το ενορχηστρωτικό κλίμα του δίσκου;

Ναι, στις παραστάσεις, που ξεκίνησαν από το Γυάλινο Μουσικό Θέατρο και θα συνεχιστούν για καιρό σε διάφορα μέρη, ο ήχος είναι πολύ κοντά σε αυτόν του δίσκου. Παίζουμε χωρίς κρουστά, χωρίς πλήκτρα, χωρίς ηλεκτρικά όργανα. Με κάποιους από τους μουσικούς που καθόρισαν τον ήχο του δίσκου, χωρίς ευκολίες και κρυψώνες, αποδίδουμε τις εντάσεις και τις ιδιαιτερότητες των παλιών και νέων τραγουδιών με τις 66 χορδές των ακουστικών οργάνων μας. Βιολί και βιόλα παίζει ο Σιώτας, ο Καλούδης τσέλο και κρητική λύρα, κοντραμπάσο ο Τσεκούρας. Σπουδαίοι μουσικοί! Κράτησα τις κιθάρες και το λαούτο για μένα, από συνήθεια. Και, για πρώτη φορά στην πορεία μου, υπάρχει στην μπάντα μπουζούκι, τρίχορδο βεβαίως, και μάλιστα αυτό του Μανόλη Πάππου! Χαίρομαι σαν μικρό παιδί... Ο ήχος και ο τρόπος του Μανόλη με διαπότισε στην αρχή της πορείας μου. Ξεκίνησα να τραγουδάω στο «Χάραμα» με τη Δήμητρα Γαλάνη, την Ελένη Τσαλιγοπούλου και τον Γεράσιμο Ανδρεάτο, το 1993. Έλεγα δυο-τρία τραγούδια στην αρχή του προγράμματος και μετά έπαιζα κιθάρα και κρουστά πίσω από τον Μανόλη, ενώ όλο το είναι μου ήταν καρφωμένο στον ήχο και στον κόσμο που έφερνε το όργανο και το παίξιμό του.

 

Μετά είδα το μπουζούκι να γκρεμίζεται, να εξυπηρετεί άλλες καταστάσεις, να γίνεται γραφικό, να παίζεται επιδεικτικά σαν πολυβόλο, να χρησιμοποιείται σαν «χρώμα» και όχι σαν «κόσμος», στο νεο-σκυλάδικο, στο έντεχνο, στο ροκ, στο Μέγαρο, στην «πειραματική» σκηνή. Και μετά πήγα στους Κέλτες, όπου είδα το μπουζούκι να κατέχει βασικό ρόλο στις ορχήστρες τους, στα παραδοσιακά τους τραγούδια αλλά και στα σύγχρονα. Την πρώτη φορά είχα πάει για να παρακολουθήσω συναυλίες. «Περιμένουμε να έρθεις, να παίξεις του χρόνου, να ακούσουμε αληθινό μπουζούκι», μου είπαν οι Σκοτσέζοι. «Είμαστε σοβαροί μουσικοί, αστειεύτηκα, δεν κάνουμε τέτοια πράματα». Ντράπηκα. Και ορκίστηκα όταν γυρίσω να μάθω μπουζούκι. Και δεν έμαθα. Κι έτσι πήρα τηλέφωνο τον Μανόλη...

 

Και κάτι τελευταίο: γράφεις στο βιογραφικό σου πως αν δεν είχες ασχοληθεί με τη μουσική θα γινόσουν, μεταξύ των άλλων, αρχαιολόγος. Περιμένοντας τις σχετικές ανακοινώσεις από την Αμφίπολη, το μετάνιωσες, άραγε, βλέποντας το νέο μας αυτό «εθνικό σπορ»...;

Μικρός, δούλεψα σαν εργάτης σε δύο ανασκαφές στην Κύπρο. Αν και το 1986, μαθητής λυκείου ακόμη, έφερα στο φως τα λουτρά του Αρχαίου Κουρίου (αλήθεια λέω), δυστυχώς δεν έγινα διάσημος. Μπορώ όμως να ξαναπροσπαθήσω, συνδυάζοντας τις δύο ιδιότητες: Να οργανώσω, με κρατικά κονδύλια βέβαια, συναυλία στον περιβάλλοντα χώρο (ή μέσα στον τάφο, αν βρέχει) με το εξής πρόγραμμα:

Μέρος Α’:  Όλος ο «Επιτάφιος».

 

Διάλειμμα: (μαλλί της γριάς, μεταλλαγμένο μακεδονικό καλαμπόκι, παράσταση Καραγκιόζη «Ο Μεγαλέξανδρος και ο καταραμένος όφις», πρωταγωνιστούν: Α. Ιωαννίδης, Α. Παναγιωταρέα).

 

Μέρος Β’: «Ο Μεγαλέξανδρος», «Οι Μεγαλέξανδροι», «Η Αδερφή του Μεγαλέξανδρου», «Να ‘μουν ο Μεγαλέξανδρος», «Να ‘μουν η αδερφή του Μεγαλέξανδρου», «Μακεδονία ξακουστή», «Στη Μακεδονία του παλιού καιρού» (με τον Κώστα Μακεδόνα), «Η ζωή εν τάφω», «Έραναν τον τάφο», «Άκρα του τάφου σιωπή», «Τούτος ο τάφος», «Η δουλειά κάνει τους άντρες» (αφιερωμένο στους εργάτες της ανασκαφής), «Στην Αγορά του Αλ Χαλίλι» (ένα σουξεδάκι δικό μου θα βρω τρόπο να το χώσω) και κλείνουμε το ωραίο μας πρόγραμμα με τον Εθνικό μας Ύμνο!

 

Το κινηματογραφώ, βγαίνει dvd «Alkinoo in the Grave», σε στυλ «Yianni at the Acropolis» και, δεν πα’ να το θάψουν οι κριτικοί, η ενταφιασμένη διεθνής μου καριέρα ανασταίνεται! Πλάκα-πλάκα, τώρα που το σκέφτομαι... ΛΕΣ; Θα μπει το Music Paper χορηγός επικοινωνίας;