Το Metal Machine Music, πέμπτο σόλο άλμπουμ του Lou Reed, κυκλοφόρησε το 1975 σαν διπλό άλμπουμ βινυλίου και θεωρήθηκε τότε σαν κόλπο ώστε ο μουσικός να απαλλαχθεί από το συμβόλαιό του με την δισκογραφική RCA. Το άλμπουμ δεν περιέχει τραγούδια ούτε αναγνωρίσιμες φόρμες συνθέσεων αλλά μια ώρα ελεγχόμενου feedback μετά κιθαριστικών παρεμβάσεων μιξαρισμένα όλα αυτά σε διάφορες ταχύτητες. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης ισχυριζόταν πως ήταν ο ύστατος δίσκος του χέβι μέταλ σαν είδους! Φυσικά η τότε μουσική βιομηχανία αλλά και οι μουσικόφιλοι υποτίμησαν έως και αδιαφόρησαν για το ΜΜΜ. Με το πέρασμα του χρόνου το Μetal Machine Music καθιερώθηκε σαν ένας από τους προπομπούς του noise ροκ, του industrial και του σύγχρονου ήχου! Είναι αυτό το έργο που τo εννεαμελές πειραματικό συγκρότημα των Ευρωπαίων zeitkratzer - ιδρυμένο το 1997- υπό την διεύθυνση του Reinhold Friedl, μετέγραψε σε μία μουσική σύνθεση που εκτελείται από τρία πνευστά, τρία έγχορδα, πιάνο, κιθάρα και κρουστά και της οποίας οι επιρροές από John Cage και La Monte Young είναι προφανείς! Η έντεχνη εκδοχή του ΜΜΜ είναι εντυπωσιακή αποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο πως ο Lou Reed δεν δημιούργησε κάτι στον αέρα. Απλώς εξέφρασε όπως αυτός καταλάβαινε το πώς είχε βιώσει την τότε σύγχρονη μουσική.


Με αυτήν ευκαιρία και μιας και πιστεύουμε πως το Μetal Machine Music των zeitkratzer είναι από καλύτερους δίσκους για 2014 μιλήσαμε με τον Reinhold Friedl, καλλιτεχνικό διευθυντή και πιανίστα του γκρουπ. Ενός μουσικού σχήματος που κινείται με άνεση από τον αυτοσχεδιασμό στην πειραματική ποπ και το ροκ , στο άμπιεντ, στο φολκ και γενικώς παντού!


Πες μας την ιστορία πίσω από το περίφημο Metal Machine Music - ανάμεσα στους zeitkratzer και τον Lou Reed εννοώ.
Ήθελα πάντοτε να κάνω το MMM για τους zeitkratzer – όχι μόνο σαν απόδειξη ότι υπάρχει μεγάλη και σοβαρή μουσική σε κάθε σχεδόν μουσικό πεδίο και στο Ροκ εν Ρολ επίσης– αλλά και σαν μια τεράστια αισθησιακή μουσική εμπειρία. Ήρθε τότε η ευκαιρία, κάποιος με ρώτησε αν ήθελα να κάνω κάτι με τον Brian Eno- πάντα πίστευα ότι η μουσική του είναι λίγο βαρετή. Αλλά στη συζήτηση βγήκε πως ήταν και σε επαφή με τον Lou Reed. Έτσι χάρη σε αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο, ονόματι Rolf Engel – η γερμανική λέξη για τον άγγελο- όλα ήταν δυνατά. Κι έτσι το φτιάξαμε.

Πως ανακαλύψατε πως το ΜΜΜ ήταν δυνατό να μεταφραστεί σε νότες;
Κάνοντάς το. Αλλά η αλήθεια είναι ότι είχαμε δουλέψει με τον Merzbow και παλιότερα και με τον Zbigniew Karkowski, που ήταν ήδη από καιρό φίλος μου εκείνη την εποχή, κι έτσι ήξερα ότι μπορούμε να το κάνουμε.

Όλοι πιστέψαμε όταν πρωτοακούσαμε- μερικές δεκαετίες πριν- το Metal Machine Music – πως ο Reed το έγραψε για να ολοκληρώσει απλά το συμβόλαιο του με την RCA.
ΝΑΙ;! Έδωσε μάλιστα την πρώτη συνέντευξη σχετικά με τη μουσική πλευρά του MMM ακριβώς πριν από την πρεμιέρα της δικής μας εκδοχής, που την παρουσιάσαμε μαζί του στο Βερολίνο: κι εκεί μίλησε ακριβώς για τη μουσική πλευρά. Δεν πιστεύω την ιστορία με την RCA, παρόλο που είναι ωραία.

Πιστεύεις πως το MMM είναι σύγχρονη μουσική συγκρινόμενο με τις μουσικές του John Cage και του Karlheinz Stockhausen;
Δεν το πιστεύω μόνο, σίγουρα είναι! Ίσως περισσότερο κοντά στον Ξενάκη, γι ‘αυτό και κυκλοφορήσαμε το ΜΜΜ για πρώτη φορά μαζί με μια δική μου σύνθεση με τίτλο Xenakis[a]live Αυτή τη σύνθεσή μου μπορεί κανείς να την ακούσει σαν παράφραση του μεγάλου ηλεκτροακουστικού έργου του Ξενάκη Περσέπολις. Ο Ξενάκης και ο Lou Reed έχουν - σε σχέση με το MMM – πολλά κοινά: τον καθαρή δύναμη του ήχου, την εκφραστική πυκνότητα, την αρθρωτή αρχιτεκτονική του ήχου, τη μεγάλη αισθησιακή μουσική εμπειρία…

Πες μας τη μέθοδο που χρησιμοποιήσατε έτσι ώστε ο ήχος του ΜΜΜ να γραφτεί σε παρτιτούρες και να ερμηνεύθεί. Για το μίξιν και το μάστεριν του Rashad Becker.
Στόχος μου ήταν να κάνω μια νέα εκδοχή, σε σύγκριση με εκείνη που βγάλαμε με τον Lou. Εκεί στο Σαν Φρανσίσκο είχαμε δουλέψει μόνο αναλογικά μηχανήματα, και με ένα σοφιστικέ σύστημα με τον Ralf Meinz, που είναι ένας ιδιοφυής μίξερ, και ακολουθεί πάντα τη βρετανική σχολή, που σημαίνει: μιξάρεις όσο πιο πολύπλοκα γίνεται, κάθε όργανο με τα δικά του εφέ κλπ. Επίσης, ο Bob Ludwig στο μάστεριν εστίασε, όχι στο ροκ εν ρολ τρόπο δημιουργίας, Η ιδέα ήταν να ξεχάσουμε όλα αυτά και να μιξάρουμε κατά την φιλοσοφία του Rashad– με ένα πολύ καθαρό, διαυγή τρόπο. Το ονομάζω «μουσική δωματίου»- έτσι εδώ για παράδειγμα μπορείς να ακούσεις τους ήχους που δημιουργούνται από μεταλλικά αντικείμενα πάνω στις χορδές του πιάνου, και δεν ενώνονται τέλεια με όλους τους άλλους ήχους. Αυτός ήταν ο στόχος, και νομίζω ότι πλησιάσαμε αρκετά κοντά σ’ αυτό το δυναμικό, αλλά διαυγή, ας πούμε «αναλυτικό» συνδυασμό ήχων.


Ποιοι ήταν οι μουσικοί στόχοι του Reed’s όταν έκανε το MMM?
Δυστυχώς είναι πολύ αργά για να τον ρωτήσουμε. Αλλά το πρόβλημα όχι μόνο με κάθε μουσικό αλλά και με κάθε άνθρωπο, είναι πάντα ότι κανείς δεν ξέρει πολλά για τους ίδιους τους δικούς του αληθινούς στόχους. Καλύτερα να ρωτάμε τους ψυχοθεραπευτές.

Δώσε μας μια σύντομη βιογραφία των zeitkratzer.
Oι zeitkratzer ξεκίνησαν το 1997 με νέες ιδέες και έγινε ένα πρότυπο για ένα σύνολο προσεγγίσεων της νέας μουσικής, και μια μέθοδος για να μη συγχέουμε τη κατηγοριοποίηση της μουσικής…. των μουσικών ειδών με την ποιότητα στη μουσική. Κι ακολουθούμε ακόμα αυτές τις ιδέες και τη μαγεία των αληθινών ήχων.

Πες μας για τις συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες- Alva Noto, Merzbow, Throbbing Gristle, Terje Rypdal, James Tenney and Terre, Thaemlitz- για να ονομάσουμε μερικούς.
Ήταν πολύ ευχάριστη, με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους…