Το «Μικρό Ψάρι» του ΓιάννηΟικονομίδη αποτελεί την εξελικτική πορεία ενός πολύ σημαντικού σκηνοθέτη, που είχε από τα πρώτα –κιόλας- δείγματα δουλειάς του, αποφασίσει να ασχοληθεί με τα πραγματικά ζητήματα μιας κοινωνίας υπό κατάρρευση. Της ελληνικής. Το έπραξε με μία γραφή «σκληρή», αλλά άκρως ρεαλιστική. Στη νέα του δουλειά (η οποία έχει εδώ και καιρό κερδίσει τα εύσημα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο) επανέρχεται και για πρώτη φορά χρησιμοποιεί σε μία ταινία του και τη μουσική ως εκφραστικό μέσο. Γι’ αυτό το σκοπό εμπιστεύτηκε την «συγγενή» οπτική του ΜπάμπηΠαπαδόπουλου, ο οποίος επέλεξε μία λιτή, αλλά δεικτική ενορχήστρωση για να συνοδεύσει μουσικά το σενάριο του Οικονομίδη…
Κερδίστε 15 συλλεκτικά βινύλια 10" εδώ
Πως προέκυψε η πρόταση για τη μουσική της ταινίας «Μικρό Ψάρι» του Γιάννη Οικονομίδη;
Γνώριζα τον Γιάννη Οικονομίδη σαν προσωπικότητα και κυρίως τη δουλειά του. Είχα δει ταινίες του, έτσι κι αλλιώς. Ένα απόγευμα, πριν από μερικά χρόνια, βρισκόμουν σε έναν κινηματογράφο και τυχαία ήταν εκεί και ο ίδιος. Γνωριστήκαμε και αργότερα συναντηθήκαμε ξανά. Ήταν η περίοδος που σκεφτόταν να κάνει το «Μικρό Ψάρι». Μου ανέλυσε τις σκέψεις του και μου ζήτησε να συνεργαστούμε, για να γράψω τη μουσική για την ταινία. Χάρηκα πάρα πολύ, διότι επαναλαμβάνω, εκτιμούσα τη δουλειά του. Ωστόσο, ειδικά όταν μου έδωσε μία περιληπτική εικόνα του σεναρίου, με ενθουσίασε. Για μεγάλο διάστημα, βρισκόμασταν, συζητούσαμε διάφορες ιδέες και όταν είχα την πρώτη εκδοχή του σεναρίου ξεκίνησα να δουλεύω πάνω σε μουσικά θέματα.
Οπότε, δουλέψατε μόνος σας ή υπήρξε στενή συνεργασία μεταξύ σας;
Συνεχώς συζητούσαμε για το πώς και ο ίδιος φανταζόταν τη μουσική. Νομίζω πως σε μία τέτοια συνεργασία δεν μπορεί κανείς να δουλεύει από μόνος του. Στην περίπτωσή μας συνέβη ακριβώς αυτό και γι’ αυτό μερικά πράγματα αλλάζανε ή προέκυπταν καινούργια θέματα. Είχαμε μία συνεχή επαφή με τον Γιάννη Οικονομίδη. Δεν παρουσίασα απλώς κάτι έτοιμο. Με ενδιέφερε η γνώμη του. Στο τελικό στάδιο της επεξεργασίας, τελικά, τη μουσική την ολοκλήρωσα μέσα σε μία - δυο μέρες, αλλά πριν φτάσουμε εκεί μεσολάβησε μία διαρκής συνεργασία, ενώ παράλληλα έβλεπα και την ταινία. Ο Γιάννης μου έδειξε μεγάλη εμπιστοσύνη στο κομμάτι της σύνθεσης της μουσικής. Οι παρεμβάσεις και οι παρατηρήσεις του ήταν σε δημιουργικό επίπεδο. Το βασικό θέμα το είχα βρει από αρχή, όμως σκέφτηκα αρκετά μέχρι να καταλήξω ότι θα δουλέψω μόνο με ακουστική κιθάρα. Τα πάντα θέλουν κόπο, αλλά η μεταξύ μας συνεργασία με τον Γιάννη Οικονομίδη ήταν τόσο καλή και ευχάριστη που δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα.
Το σενάριο και οι ανάλυση των χαρακτήρων έπαιξαν το δικό τους σημαντικό ρόλο…
Σαφώς και έπαιξε καθοριστικό ρόλο το σενάριο. Μάλιστα, μέχρι το «Μικρό Ψάρι», ο Γιάννης Οικονομίδης δεν είχε ξαναβάλει μουσική σε άλλη ταινία του. Ήταν και γι’ αυτόν μία πρόκληση. Επιπλέον, τα θέματα που επιλέγει αφορούν σε έναν ρεαλιστικό, «σκληρό» κινηματογράφο. Από την άλλη μεριά, προσπάθησα να μπω και μέσα στο ρόλο του ήρωα, όπως και να δώσω σημασία στους υπόλοιπους χαρακτήρες, παράλληλα με όλη την ατμόσφαιρα της ταινίας. Επειδή, όμως το σενάριο βασίζεται πολύ πάνω στον κεντρικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και επιμείναμε στο συγκεκριμένο στοιχείο. Η ενορχήστρωση είναι λιτή, γιατί και ο κυρίαρχος ήρωας στην ταινία είναι ένας πολύ μοναχικός τύπος που ζει στον κόσμο του, έχει τις δικές του αρχές (όπως ισχύει και για όλους τελικά), τις δικές του ηθικές αξίες, το δικό του κώδικα με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα πράγματα και το πως συμμετέχει σε αυτά. Νομίζω ότι του ταίριαζε όλο αυτό. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν περιγραφικό, ενώ έτσι η μουσική υποστηρίζει την ταινία, συμμετέχει σε αυτή.
Με άλλα λόγια, επιλέξατε μια σκηνοθετική οπτική για τη μουσική της ταινίας...
Η μουσική ακολουθεί την ιστορία της ταινίας. Δεν τη φτιάχνει. Δεν μπορεί να διηγηθεί μια άλλη ιστορία. Η μουσική παίζει το ρόλο της στήριξης και της επένδυσης. Συμβαδίζει με την ιστορία της ταινίας.
Γενικότερα, παρακολουθείτε κινηματογράφο;
Φροντίζω να βλέπω, ναι. Προτιμώ λιγότερο το Χόλυγουντ εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, κάποιες πραγματικά μεγάλες ταινίες. Μου αρέσει ο σύγχρονος και «ανεξάρτητος» κινηματογράφος. Από την αμερικάνικη παραγωγή μου αρέσουν οι ταινίες των Αδερφών Κοέν, του Ταραντίνο και του Τζάρμους. Ταινίες, που επηρέασαν και τη γενιά μας. Από τον ευρωπαϊκό, μου αρέσουν κυρίως οι Άγγλοι σκηνοθέτες.
Μετά την αυλαία για τις «Τρύπες» προσθέσατε πολλά περισσότερα στοιχεία στο παίξιμό σας. Αυτό συνέβη σαν μια ωρίμανση ή μια τύπου απελευθέρωση;
Νομίζω πως είναι και τα δυο. Παίζουν σημαντικό ρόλο οι συνθήκες που δημιουργούνται κάθε φορά, αφού όταν συνεργάζεσαι επί πολλά χρόνια με ορισμένους ανθρώπους, διαμορφώνονται και οι ανάλογες συνθήκες. Γνωρίζεσαι πολύ καλύτερα με τον συνεργάτη σου και κινείσαι σίγουρα πιο άνετα. Αντίθετα, όταν δουλεύεις με καινούργιους συνεργάτες αλλάζουν και τα δεδομένα, προκύπτουν καινούργια πράγματα. Για εμένα υπάρχει πάντα μια βάση, που αφορά στην πορεία μου και τη σχέση μου με τη μουσική όλα αυτά τα χρόνια, ένα προσωπικό παίδεμα και μια προσωπική πάλη στο να ανακαλύψω και να μάθω πράγματα, ταυτόχρονα με την καθημερινότητα και την ωρίμανση σαν άνθρωπος, αλλά φροντίζω πάντα να αντιμετωπίζω με τη φρεσκάδα της πρώτης φοράς οτιδήποτε κι αν κάνω. Αυτό με βοηθάει στο να ανακαλύπτω καινούργια πράγματα και να εξελίσσομαι.
Μία από τις λιγότερο γνωστές δραστηριότητές σας είναι η διδασκαλία στο ΤΕΙ Παραδοσιακής Μουσικής στην Άρτα. Πιστεύετε ότι έχει ανοίξει ένας νέος κύκλος, με μία νέα γενιά μουσικών, στην ελληνική ακουστική μουσική;
Στην παραδοσιακή μουσική υπάρχει μια έκρηξη τα τελευταία χρόνια, σίγουρα. Όπως, όμως, υπάρχουν και νέοι άνθρωποι που ασχολούνται με τα ηλεκτρικά όργανα. Προσωπικά με ενδιαφέρει ο ακουστικός ήχος, λίγο παραπάνω. Πάντως, ναι, πολλοί μουσικοί έκαναν προσπάθειες για ενδιαφέροντα «παντρέματα» και αυτό μέτρησε στο να έρθουν νέοι ακροατές ή μουσικοί πιο κοντά σε αυτά τα μουσικά είδη ή να σπάσουν οι φραγμοί του «εμείς είμαστε εδώ, εσείς είσαστε εκεί και κανείς δεν μπαίνει στα χωράφια του άλλου». Είναι αρκετά χρόνια που συμβαίνει αυτό. Δικός μου στόχος δεν είναι απλώς να κάνω ένα πάντρεμα διαφορετικών ήχων και μουσικών στοιχείων, αλλά το μουσικό αποτέλεσμα να έχει εκείνα τα στοιχεία που χρειάζεται, ώστε να ακούγεται φυσικά. Όχι, δηλαδή απλώς ένα πείραμα , αλλά με ενδιαφέρει να βγαίνουν τα πράγματα με φυσικότητα. Πριν από λίγο καιρό έκανα έναν δίσκο με διασκευές, αλλά πλέον δεν θα ήθελα να κάνω ακριβώς το ίδιο. Ετοιμάζω, όμως, ένα πρότζεκτ με τους μουσικούς που δουλέψαμε σε αυτή τη δουλειά και έτσι λόγω της σύνθεσης της ορχήστρας, το χρώμα περνάει. Θα υπάρχουν μπουζούκι, μπάσο, βιολιά. Οι δυο μουσικοί, με τους οποίους ηχογραφήσαμε τη «Σπηλιά του Δράκου», οι Διονύσης Μακρής (κοντραμπάσο), Δημήτρης Βλαχοδήμος (μπουζούκι), όπως και οι Φώτης Σιώτας (βιολί), Μιχάλης Βρέττας (βιολί),που είχαν ηχογραφήσει στον προηγούμενο δίσκο ένα κομμάτι για έγχορδα, το «Au Revoir».
Το ηχόχρωμα με το οποίο καταπιαστήκατε στο cd, «Από τη σπηλιά του δράκου» προέρχεται από το ρεμπέτικο. Πιστεύετε στην επικαιρότητα του είδους;
Το ρεμπέτικο είναι πια κλασική μουσική, εκεί βρίσκονται οι ρίζες της λαϊκής μουσικής στην Ελλάδα, αυτής που ακούμε σήμερα, δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Στην αναβίωση του ‘80 ήταν η πρώτη φορά που ήρθαμε κι εμείς σε επαφή. Είναι ένα κλασικό πια είδος έχει δώσει τη βάση σε πολλά άλλα είδη μουσικής. Πάντα υπάρχουν οι άνθρωποι που ασχολούνται, μας αφορά όλους, μιλάει σε όλους και έχει καλλιεργήσει πάρα πολλές γενιές μουσικών και ακροατών. Ένας άνθρωπος που θέλει να γνωρίσει μουσική αυτού του τόπου δεν μπορεί να αγνοήσει ρεμπέτικο.
Επιστρέφοντας στο «Μικρό Ψάρι» και κάνοντας ένα συνειρμό σχετικό με την υπόθεση της ταινίας, πιστεύετε πως η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει πλέον τις «μαύρες πλευρές» της ή ακόμη υπεκφεύγει;
Νομίζω ότι όλα αυτά τα χρόνια σίγουρα τις απέφευγε ή τις αντιμετώπιζε με ένα χιούμορ, απλώς. Τώρα που σοβάρεψαν τα πράγματα λίγο περισσότερο και πάλι δεν νομίζω ότι έχει γίνει συνείδηση, στην πλειοψηφία του κόσμου τουλάχιστον, το τι μας οδήγησε ως εδώ και όλη αυτή η απαξίωση του ανθρώπου που φαίνεται στην καθημερινότητα μας. Σε σχέση με το πώς αντιμετωπίζει ο ένας τον άλλο. Στο επίπεδο του κινηματογράφου, τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι, κάνουν μία τέτοιου είδους προσέγγιση, αλλά δεν νομίζω ότι φτάνει μόνο αυτό. Ο Γιάννης Οικονομίδης το έκανε πολύ πριν από την κρίση. Όπως υπήρχε και μια μικρή μερίδα ανθρώπων που το επεσήμανε και ήταν πάντα μια μειοψηφία που διατηρούσε την ψυχραιμία της. Δυστυχώς πιστεύω ότι παραμένει μία μειοψηφία που υποδεικνύει το που υπάρχει το πρόβλημα. Γιατί δεν νομίζω ότι θα λυνόταν το πρόβλημα εάν μας σβήνανε το χρέος, αλλά συνεχίζαμε να κουβαλάμε τα ίδια μυαλά.
* Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος θα εμφανιστεί στη σκηνή του KOOKOO στις 10 Απριλίου με το «Ακούστικ σετ».