Ένα «Παράθυρο» ολάνοιχτο προς την παραδοσιακή μουσική προτείνει στη νέα του δουλειά ο Μάκης Σεβίλογλου. Η επιρροή αυτή είχε διαφανεί με μία πιο προσεχτική ακρόαση του ήδη υπάρχοντος δισκογραφημένου υλικού του, ωστόσο εδώ ο τραγουδοποιός από τα Γρεβενά προχωρά ξεκάθαρα σε μία κατάθεση ψυχής, σαν βαθιά, προσωπική ανάγκη για να εκφραστεί με τα απλά κι αληθινά σε μία εποχή πολυσύνθετης δυσκολίας. Είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση και μάλιστα –καθώς φαίνεται- ειλικρινής ως προς τις προθέσεις της. Αυτές ακριβώς μας εξηγεί στη συνέντευξή του στο ΜusicPaper.gr.

 

Ποια ήταν η αφορμή και ποια η αιτία για να ηχογραφήσετε υλικό από την παραδοσιακή μουσική και δη της Ηπείρου και των Γρεβενών;

Κυρίως το ότι δεν ήθελα να ηχογραφήσω δικές μου συνθέσεις. Ήταν μια κίνηση από καρδιάς, χωρίς μεγάλη σκέψη, ένα τάμα που έμελλε να πραγματοποιηθεί σ’ αυτή τη χρονική στιγμή, που ήθελα να πετάξω από πάνω μου όλη αυτή τη σύγχρονη υποκρισία, που ζούμε μέσα σ’ αυτό το χωνευτήρι της παγκοσμιοποίησης και της ισοπέδωσης των πολιτισμών, να δείξω τη δύναμη του απλού, του καθημερινού. Ήθελα να φωνάξω δύο απλές αλήθειες, όπως όταν λέμε, ένα κι ένα κάνουν δύο. Είχα ανάγκη να κάνω κάτι πιο άμεσο, πιο αληθινό και ντόμπρο, που να έχει μέσα το «στην υγειά μας» κι αν θες με τον τρόπο αυτό να τιμήσω τη ρίζα μου και την καταγωγή μου, που είναι από τα Γρεβενά, γειτονιά της Ηπείρου, μπλεγμένες στο ίδιο γεωγραφικό τοπίο της επιβλητικής Πίνδου.

 

Είναι και αν ναι, με ποιον τρόπο επίκαιρη η παραδοσιακή μουσική στη σημερινή συγκυρία;

Θεωρώ πως είναι επίκαιρο, κάθε τι αληθινό κι ανεπιτήδευτο, γιατί η αλήθεια τείνει να εκλείψει κι από τα στόματά μας αλλά κι από τις συμπεριφορές μας. Τα τραγούδια αυτά είναι «σταλαγμίτες», που μέσα στο πέρασμα του χρόνου, απέβαλαν όλα τα περιττά στολίδια τους και κράτησαν μόνο την ατόφια ομορφιά τους. Είναι σαν να λέμε, «τι χρειάζεται ένας άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος και χαρούμενος;» τα απολύτως απαραίτητα, που είναι ίσως πιο πολλά, από τα πολλά. Είναι σύμβολα απλότητας κι αλήθειας, πράγματα που στη σύγχρονη καθημερινή ζωή, παραμερίστηκαν, για να φουσκώνουν οι οπαδοί του lifestyle σαν παγώνια, δείχνοντας τα αυτοκίνητά τους, τα λεφτά τους, την κενότητά τους και το απόλυτο τίποτα. Ο σοφός λαός όμως λέει «ο άδειος τενεκές είναι που κάνει φασαρία» κι αν μη τι άλλο, εδώ που βρισκόμαστε στη σημερινή συγκυρία, το οφείλουμε στους τενεκέδες!!!

 

Μπορείτε να αναφερθείτε σε συγκεκριμένες μνήμες από ανθρώπους ή γεγονότα που σας συνδέουν με την παραδοσιακή μουσική;

Στο βιβλίο που συνοδεύεται από τον δίσκο ακτίνας, αναφέρομαι σε πολλές τέτοιες μνήμες, όχι απαραίτητα συγκεκριμένες, αλλά ένα σύνολο από μνήμες, που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα και τα ακούσματα όχι μόνο τα δικά μου, που έχω σχέση με αυτή τη γεωγραφία, αλλά και όλων όσων έχουν αναφορές στην επαρχία. Επίσης αν κάποιος διαβάσει τα κείμενα του βιβλίου, θα πάρει τις απαντήσεις που ενδεχομένως ζητά. Αν δεν έχεις αντίρρηση θα ήθελα να σου διαβάσω μια παράγραφο.

«Πάσχα! η μεγαλύτερη κι ωραιότερη γιορτή. Όχι γιατί με το στανιό καλοντυμένος, θα απέπνεα απ’ την κορφή ως τα νύχια το ενδυματολογικό γούστο της μάνας μου, αλλά για τη χαρά της επόμενης που θα γύριζα το αρνί και θα ήταν όλο το σόι μαζεμένο κι ενωμένο. Φρόντιζα όμως στην Ανάσταση να στάξω με τη λαμπάδα μου, σε όσο το δυνατόν περισσότερα σημεία τα «καλά μου», ώστε να μη χρειαστεί να τα ξαναφορέσω.

Όσο ζούσε ο παππούς, στο πρόσωπό του συσπειρωνόταν όλη η φαμίλια. Όλοι εκεί, έρχονταν από μακριά να γιορτάσουν, να γλεντήσουν, να ενωθούν ξανά με τα δεσμά του αίματος, να τιμήσουν την καταγωγή τους. Φωνές, καλαμπούρια, πιοτό, πολύ πιοτό, πολύ φαΐ, πολύ τραγούδι και πειράγματα. Ένα 10ήμερο τουλάχιστον, όλοι ενωμένοι, κάτω από μια στέγη, έστω και με το στανιό πολλές φορές, κανείς δεν πάει κόντρα στο έθιμο. Οι νύφες όλες αναγκασμένες σε ολιγοήμερη συμβίωση με τα πεθερικά και τα κουνιάδια κι οι γιοι να απορροφούν τους κραδασμούς προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Αποδέχονται την ολιγοήμερη συμβίωση σαν παράδοση που δεν πρέπει να σπάσει ή από φόβο στη ματιά του πατέρα, που αυτές τις μέρες πρέπει να πάρει χαρά. Και λειτουργούσε αυτό, είναι η αλήθεια, τουλάχιστον για μας τους μικρότερους, που βαφτιζόμασταν στην παράδοση και το τραγούδι ανεπαίσθητα και αγαπιόμασταν και δενόμασταν μεταξύ μας. Από του Λαζάρου ξεκίναγαν τα τραγούδια. Τα λεύτερα κορίτσια περιδιάβαιναν τους μαχαλάδες και μπρος στο σπίτι του παπά στέκονταν και τραγούδαγαν:

Στου παπά τα παραθύρια / όλο ίτσια και λουλούδια / κι τριαντάφυλλα στρωμένα / Τράβηξε ψηλός αέρας / Τίναξε τα άνθη όλα».

 

Ποιοι μουσικοί, από τους παλιούς, λαϊκούς οργανοπαίχτες είναι αυτοί που για εσάς εκπροσωπούν τον ήχο της παράδοσης;

Αν με τη λέξη παράδοση εννοούμε καθετί που παραδίδεται προφορικά από γενιά σε γενιά, τότε είναι πολλοί. Άλλοι γνωστοί κι άλλοι άγνωστοι ή ελάχιστα γνωστοί, περιορισμένοι στο γεωγραφικό τους χώρο και τις απαιτήσεις του τοπικού ρεπερτορίου, που αν λάβει κανείς κατά νου τις συγκοινωνιακές δυσκολίες της εποχής, σε μια απόσταση μόλις 10 χιλιομέτρων ή και λιγότερο, τα μουσικά ακούσματα μπορούσαν να είναι εντελώς διαφορετικά. Γνώμη μου είναι πως όλοι αυτοί οι μουσικοί, που όργωναν ανάλογα με τη φήμη του ο καθένας, άλλος μεγαλύτερες κι άλλος μικρότερες περιοχές, συνήθως ήταν φαμίλιες ολόκληρες που είχαν κύρια ενασχόλησή τους τη μουσική, κάποιοι όμως από αυτούς διακρίθηκαν για την παιχτική τους ή τραγουδιστική τους δεινότητα. Οι Χαλκιάδες, με πιο γνωστούς τον Τάσο και τον Πετρολούκα, οι Καψάληδες με πιο γνωστό τον Γρηγόρη, οι Χαληγιανναίοι και οι λιγότερο γνωστοί της ιδιαίτερής μου πατρίδας, των Γρεβενών, οι Γκιουλέκηδες με πιο γνωστό τον Νίκο ή Σιούλη, οι Τσιοτικαίοι, με πιο γνωστούς τον Ζήση και τον Κώστα, οι Κασσιαραίοι, οι Φασουλαίοι. Όλοι τους διαφύλαξαν την κληρονομιά αυτή πάνω στο γλέντι, εκεί που στ’ αλήθεια μετριέται το μεράκι. Κάποιοι αδικήθηκαν γιατί δεν άφησαν πίσω τους ηχητικά ντοκουμέντα, μη έχοντας πρόσβαση στη δισκογραφία, ή γιατί δεν είχαν την τύχη να τους προωθήσει κάποιος «ειδήμων», περιορισμένοι στα στενά σύνορα της περιοχής τους. Είμαι όμως σίγουρος πως μέσα στα τραγούδια του κάθε τόπου, υπάρχουν αποτυπωμένα στοιχεία από το παίξιμο του κάθε μουσικού που τα κέντησε.

 

Στο «Παράθυρο ανοιχτό» δεν επιχειρείτε απλώς μία δική σας προσέγγιση σε παραδοσιακά τραγούδια, αλλά έχετε δίπλα σας πολύ σημαντικούς μουσικούς…

Μέλημά μου ήταν να μη γίνει απλά μία επανεκτέλεση αυτών των τραγουδιών, αλλά μια δουλειά όπου θα αποτυπώνονταν η άποψη όχι μόνο η δική μου αλλά και των μουσικών που θα παίζανε. Η αλήθεια είναι πως αυτό το τηρώ σε όλες τις ως τώρα μουσικές μου εργασίες, διαλέγω μουσικούς κυρίως με βάση το γούστο και την άποψή τους κι όχι την παιχτική τους δεινότητα. Συνήθως, βέβαια, συμβαίνει τα τρία παραπάνω να συνυπάρχουν και τότε το αποτέλεσμα είναι πάνω από το επιθυμητό, όπως συνέβη εδώ. Στο «Παράθυρο Ανοιχτό», το αποτέλεσμα ξεπέρασε τις προσδοκίες μου. Ηχογραφήσαμε ζωντανά όπως τον παλιό καλό καιρό. Τα συμπληρωματικά tracks είναι ελάχιστα. Καταπληκτικοί μουσικοί όπως ο Δημήτρης Λάππας, ο Αποστόλης Βαγγελάκης, ο Ζήσης Κασσιάρας, που είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται πώς θα πρέπει να υπηρετηθεί το κάθε τραγούδι έδωσαν το ισχυρό στίγμα τους. Θέλω να ευχαριστήσω όλους απ’ την καρδιά μου κι αυτούς που έδωσαν τα συμπληρωματικά tracks, τον Νίκο Σιδηροκαστρίτη, τον Βαγγέλη Κοντόπουλο, τον Κώστα Μερετάκη, τον Δημήτρη Κίτσιο, τον Θάνο Σταυρίδη, τον Aurel Qrjo.

 

Πως μπορεί κανείς να στραφεί στις μέρες μας στην παραδοσιακή μουσική και να αποφύγει επικίνδυνα μονοπάτια π.χ. εθνικοπατριωτικής απόχρωσης, που αλλοιώνουν την ταυτότητα της λαϊκής δημιουργίας; Σε μια εποχή, ωστόσο, ευρείας αποεθνοποίησης παγκοσμίως…

Όσες φορές η τέχνη στρατεύτηκε για να εξυπηρετήσει σκοτεινούς, πολιτικούς σκοπούς, προέκυψαν τέρατα. Εδώ είναι Βαλκάνια κι ο κάθε πολιτισμός εισχωρεί βαθιά στον άλλο και τρέφεται. Υπάρχουν μελωδίες που τις απαντάμε σε γειτονικές χώρες με μόνη διαφορά στη γλώσσα των στίχων. Τα σύνορα με τη στενή σημερινή σημασία που τους έχει δοθεί, δεν υπήρχαν παλιότερα. Οι άνθρωποι ταξίδευαν σαφώς λιγότερο απ’ ότι σήμερα, αλλά χωρίς διαβατήρια και έφερναν πίσω στον τόπο τους ό,τι θεωρούσαν προοδευτικότερο και ανώτερο από αυτό που οι ίδιοι διέθεταν. Δεν έμπαιναν στη λογική του εθνικού και πατριωτικού. Αυτά γίνανε όταν στρατεύτηκαν αρρωστημένοι εγκέφαλοι, ώστε να δημιουργηθούν στερεότυπα για τους λαούς στο μέλλον. Φαντάζομαι πως οι οπλαρχηγοί του ‘21 κάτι τραγούδαγαν πριν από τη μάχη με τους πολεμιστές τους, αυτό όμως δεν ήταν ο εθνικός μας ύμνος, ο οποίος πολύ αργότερα συντέθηκε, στη λογική της δημιουργίας των εθνικών κρατών, πράγμα που συνέβη σε όλο τον κόσμο. Για μένα δεν υπάρχουν εθνικές μουσικές, είναι μουσικές που συνδέονται με τη γεωγραφία και τους λαούς, που κατά καιρούς συμβίωσαν αρμονικά, έχοντας τις ίδιες αγωνίες και συνήθειες. Ζωναράδικα, για παράδειγμα, χορεύουμε κι εμείς, αλλά και οι Βούλγαροι. Δεν νομίζω, λοιπόν, πως κινδυνεύουμε από τις παραδοσιακές μουσικές, τουναντίον, η μουσική κι εμείς μαζί, κινδυνεύουμε από όσους κατά καιρούς προσπάθησαν να μας βιάσουν και να μας κάνουν γενίτσαρους.

 

Γιατί διαλέξατε να παρουσιάσετε το «Παράθυρο ανοιχτό» σε μία μορφή που να περιέχει και βιβλίο;

Η αλήθεια είναι πως μου έλειψε πολύ εκείνη η εποχή των βινυλίων, με τα υπέροχα εξώφυλλα, τα ωραία ένθετα. Το cd είναι ένα είδος, που εξ’ αιτίας της εύκολης αναπαραγωγής του, έχει ευτελιστεί τόσο πολύ η αξία του, άσχετα από το περιεχόμενό του, που πολλές φορές μπορεί να είναι εξαιρετικά αξιόλογο. Ήθελα αυτό που θα προκύψει να είναι κάτι όμορφο, όπως κι οι μνήμες των παιδικών μου χρόνων, κάτι που θα άξιζε το αντίτιμο των 13 ευρώ, μόνο από την όψη του. Επίσης ήθελα να μοιραστώ ή να υπενθυμίσω βιώματα σε πολλούς, που είχαν μια παρόμοια παιδική ηλικία. Το αποτέλεσμα με δικαίωσε, τουλάχιστον σε προσωπικό επίπεδο.

 

Το σημαίνει για εσάς η παραδοσιακή μας μουσική; Πως επικοινωνεί με το υπόλοιπο υλικό από τους προηγούμενους δίσκους σας;

Η παραδοσιακή μουσική δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά λαϊκά τραγούδια μιας άλλης εποχής. Τραγούδια που μιλούν για τον έρωτα, την ξενιτιά, τον πόνο, τη χαρά και χρησιμοποιούν εκείνη τη γλώσσα, που μιλούσε εκείνος ο κόσμος. Εμένα δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ τον καταχρηστικό όρο, «έντεχνο τραγούδι». Διαχωρίζω πάντα τα τραγούδια σε αληθινά και ψεύτικα. Όσα αντέχουν στο χρόνο είναι τα αληθινά, αφού με κάποιο τρόπο καταφέρνουν και φτάνουν, παρακάμπτοντας το κλειστό ραδιοφωνικό κύκλωμα, στ’ αυτιά του κόσμου για να τ’ ακούσει! Σ’ ότι αφορά τώρα, τις δεξαμενές, απ’ όπου έχω δανειστεί στοιχεία για τις δικές μου συνθέσεις, λαμβάνοντας πάντα υπ’ όψιν, πως ζω στο σήμερα, σίγουρα έχω επηρεαστεί από το «παραδοσιακό» τραγούδι, όμως πολύ συχνά κι από άλλου είδους μουσικές, συχνά πιο δυτικότροπες. Δεν ξέρω ποια θα είναι η μορφή που θα πάρει το λαϊκό τραγούδι του μέλλοντος, αυτό που ξέρω είναι πως, το κύριο πράγμα που θα’ θελα να το χαρακτηρίζει, είναι ο άμεσος, αληθινός και απλός, στίχος που μπορεί να είναι κατανοητός απ’ όλους.