Το ντεμπούτο άλμπουμ “Dig!” του ντουέτου, που έχουν συστήσει ο Διονύσης Πολυγένης (Dennis Pol - κιθάρα) και ο Κίμωνας Καρούτζος (Kimon Karoutzos - κοντραμπάσο) είναι το επιστέγασμα μιας καλοζυμωμένης συνεργασίας, που πέρασε μέσα από πολλή μελέτη, τριβή με πολύ αξιόλογους μουσικούς της τζαζ στην Ελλάδα και (κυρίως) το εξωτερικό, υψηλού επιπέδου σπουδές στο αντικείμενό τους και πάνω από όλα σεβασμό προς την ίδια την Τέχνη τους. Η διαδρομή αυτή φαντάζει να έχει διανυθεί σε μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά είναι πραγματικά εντυπωσιακό και ευχής έργο, το γεγονός ότι μιλάμε για δύο από τους σπουδαιότερους μουσικούς της νεότερης (!) γενιάς. 

 

 Όταν ο Διονύσης ξεκίνησε να παίζει ηλεκτρική κιθάρα, του άρεσαν οι ροκ μπάντες, όπως οι Red Hot Chilly Peppers και οι Nirvana. Τα ακούσματα αυτά τον επηρέασαν στο να ασχοληθεί με τη ροκ μέχρι και την Τρίτη Λυκείου, οπότε και γνώρισε έναν κομβικό -για τον ίδιο- άνθρωπο και δάσκαλο, τον Βασίλη Αρσενίδη και λίγο αργότερα τον Γιώτη Σαμαρά. Σε εκείνο το διάστημα και μέσα από τα μαθήματα με τους δύο σπουδαίους δασκάλους, είναι που αποφάσισε να γίνει μουσικός και να ακολουθήσει το δρόμο της τζαζ, οι πρώτες αναφορές του από τον συγκεκριμένο χώρο ήταν οι Tal Farlow, Charlie Christian, George Benson, ενώ ακολούθησαν και οι Wes Montgomery, Joe Pass, Jimmy Raney, Biréli Lagrène. Ακόμη αυτούς ακούει. Παράλληλα, στο Γκρόνιγκεν της Ολλάνδίας, όπου πήγε για σπουδές, γνώρισε (και τζάμαρε μαζί με) πολλούς σπουδαίους μουσικούς που πήγαιναν εκεί για masterclass από τη Νέα Υόρκη, όπως οι Mike Ledonne, Paul Bollenback, Wycliffe Gordon, Don Braden, Joe Lock, Alina Engibaryan.  

“Πραγματικά, με έχουν επηρεάσει οι προαναφερόμενοι κιθαρίστες, αλλά εμπνεύστηκα και από πνευστούς, όπως οι Charlie Parker, Miles Davis, Clifford Brown. Σημείο αναφοράς για εμένα είναι και η γνωριμία μου με τον Κίμωνα. Είναι ένας φοβερός μουσικός, που δεν γίνεται να μην σε επηρεάσει”, αναφέρει στο musicpaper ο Διονύσης Πολυγένης…

 

Ποια ήταν, όμως, η αντίστοιχη πορεία για τον Κίμωνα Καρούτζο; 

“Η πρώτη ανάμνηση σχετική με τη μουσική είναι ο Van Morrison. Ακόμη και σήμερα τον ακούω. Θυμάμαι, επίσης τη στιγμή που ένας φίλος του πάτερα μου έφερε ένα cd των Iron Butterfly, το In-A-Gadda-Da-Vida. Ήμουν μόλις 5 ή 6 χρονών, αλλά ο ήχος τους μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωσγη. Από εκεί και μετά ξεκίνησα να ακούω μουσική και στο τέλος του δημοτικού πλέον πήγαινα στο Μοναστηράκι για βινύλια. Εκείνη την περίοδο ήταν που ξεκίνησα κλασική κιθάρα. Παρόλα αυτά, το μπάσο, ηλεκτρικό και ακουστικό, το είχα από την αρχή στο μυαλό μου. Έτσι, ξεκίνησα το ηλεκτρικό μπάσο στα 11 και πιάνο στα 13 μου, ώστε να δώσω εξετάσεις στο Μουσικό Γυμνάσιο της Παλλήνης. Όταν έγινα δεκτός, ξεκίνησα και το κοντραμπάσο. Παράλληλα, άκουγα πολλά μπλουζ και cd από το περιοδικό “Jazz και Jazz”. Το Μουσικό Γυμνάσιο ήταν πραγματικά μια μεγάλη ευκαιρία, γιατί υπήρχε πολύ ωραία ατμόσφαιρα, όλα τα παιδιά έπαιζαν μουσική, ενώ είχαμε Ορχήστρα και Τζαζ Σύνολο. Είχα όλο και περισσότερο ενθουσιασμό, ήμουν σίγουρος για το τί ήθελα να κάνω. Ακολούθησε η Μουσικολογία Αθήνας, έκανα κλασικό κοντραμπάσο με τον Τάσο Κάζαγλη στο Αττικό Ωδείο και ξεκίνησα να παίζω. Τότε ήταν που ξεκινήσαμε να παίζουμε και με τον Διονύση, τον οποίο και συνάντησα πάλι όταν πέρασα στο Κονσερβατόριο του Άμστερνταμ. Αργότερα, ήρθε και η Νέα Υόρκη για το Μάστερ στο Manhattan School of Music. Όσο περνάει ο καιρός συνηδειτοποιώ το πόσο διαφορετικά είδη μουσικής με έχουν επηρεάσει. Για παράδειγμα, οι μπλουζ καλλιτέχνες που άκουγα μικρός, ο Memphis Slim, ο Robert Johnson, ο Johnny Winter και ροκ συγκρτοήματα όπως οι Doors. Από κοντραμπασίστες αυτοί που μου έκαναν αρχικά εντύπωση ήταν οι Ray Brown, Niels Pedersen, Ron Carter, Sam Jones, αλλά και εκτελεστές άλλων οργάνων όπως ο Hampton Hawes (πιάνο) ή η μουσική του Μπαχ…”

 

 

Πολλοί μιλούν με εγκωμιαστικά λόγια για την ελληνική τζαζ σκηνή. Ποια είναι η άποψή σας, έχοντας ως μέτρο σύγκρισης και την ανάλογη εμπειρία του εξωτερικού;

Δ.Π.: “Πιστεύω πως στην Ελλάδα έχουμε πάρα πολύ καλούς μουσικούς. Το επίπεδο είναι αρκετά υψηλό, όπως και στην Ολλανδία, για παράδειγμα. Οι διαφορές έγκειται στο ότι εκεί σου δίνονται περισσότερες ευκαιρίες για να παίξεις σε ένα μεγάλο φεστιβάλ ή σε μία σημαντική μουσική σκηνή. Στην Ελλάδα δεν βλέπω να γίνεται αυτό. Δεν γνωρίζω εάν και πως μπορεί να δοθεί περισσότερη προβολή στους τζαζ μουσικούς. Είναι δυστυχώς πολλοί οι μουσικοί που λόγω αυτής της κατάστασης αναγκάζονται να φύγουν στο εξωτερικό”

Κ.Κ.:”Προσωπικά, βλέπω ότι έχουν γίνει βήματα και στην Ελλάδα και υπάρχει κοινό. Θα ήθελα να αναφερθώ ειδικά στον Γιώργο Τρανταλίδη και σε ορισμένους άλλους μουσικούς από τη γενιά του, που έχουν τη γεναιοδωρία να τους ενδιαφέρει το μέλλον των νέων μουσικών. Ξεχωρίζω τον Γιώργο Τρανταλίδη και τον Γιώργο Κοντραφούρη. Υπάρχουν κι άλλοι από εκείνη τη γενιά που είναι φοβεροί μουσικοί, αλλά δεν μοιράζονται. Αυτό που ξεχωρίζει αυτούς τους δύο είναι ότι νοιάζονται και ενδιαφέρονται για τη νέα γενιά. Επίσης, το Ιόνιο Πανεπιστήμιο έχει βοηθήσει, όπως και η γενιά που έφυγε τη δεκατεία του ’90 και γύρισε από την Αμερική. Νομίζω πως υπάρχει καινούργιο κοινό νέων ανθρώπων που ακούν τζαζ. Δεν υπάρχει ωστόσο, αυτό που γινόταν παλιά στο “Παράφωνο”, για παράδειγμα, όπου υπήρχαν παραστάσεις σχεδόν καθημερινά. Αυτό είναι πολύ βασικό για έναν τζαζ μουσικό, γιατί έτσι εξελίσσεται ο ήχος ενός γκρουπ. Βλέπεις περιπτώσεις όπως του Ahmad Jamal όπου έπαιζε με το σχήμα του επί έξι μήνες και καταλαβαίνεις γιατί τέτοια σχήματα δημιουργούν αυτόν τον εξαιρετικό ήχο” 

Δ.Π.: ”Πιστεύω ότι η ανταπόκριση που βλέπουμε στα social media είναι λίγο εικονική. Διότι, αυτοί που πραγματικά θα αποφασίσουν να βγουν έξω για να ακούσουν τη μουσική “ζωντανά” και θα πληρώσουν εισιτήριο ή θα πάρουν ένα άλμπουμ είναι πολύ λίγοι… Παρά το ντόρο που βλέπουμε στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν μου φαίνεται πως αυτό είναι καλύτερο σε σχέση με παλιά όπου ο κόσμος ήταν πιο ενεργός” 

 

 

Έχει, όμως, η τζαζ να δώσει απαντήσεις και περιεχόμενο για ένα νέο άνθρωπο, στη σημερινή εποχή;

Δ.Π.: “Η τζαζ είναι μια μουσική που μπορεί να το κάνει αυτό. Ναι. Απλώς, το αυτί σου πρέπει να είναι λίγο πιο εκπαιδευμένο, ενώ η μουσική που παρουσιάζουν τα Μέσα Επικοινωνίας είναι μια μουσική “πλαστική”, από άποψη ήχου, που πολλές φορές δεν παίζεται από φυσικά όργανα. Αυτή η μουσική παίζεται παντού και έχει χαθεί η πληροφορία, η αρμονία, η μελωδία, ενώ δεν θα ήθελα καν να σχολιάσω το περιεχόμενο των στίχων… Παλιότερα, η ροκ ήταν η αντίστοιχη ποπ, αλλά υπήρχε περιεχόμενο, ενώ είχε και το στοιχείο του μπλουζ. Ο ακροατής της σημερινής εποχής θα πρέπει από μόνος του να ψαχτεί και να ακούσει μια πιο ποιοτική μουσική” 

 

Πριν από λίγες μόλις εβδομάδες κυκλοφόρησε ο δίσκος σας, “Dig!”…

Δ.Π.: Ήταν μια πρόκληση για εμάς. Παίζοντας όλο και περισσότερο μαζί κι επειδή υπάρχει μια τέλεια χημεία μεταξύ μας, νιώσαμε σαν να είχαμε μία γεμάτη μπάντα. Μια Big band. Καταλάβαμε πολύ γρήγορα ότι υπάρχει groove κι ότι δεν λείπει ο ντράμερ σε αυτό που κάνουμε. Υπήρχε συνεχής διαδραστικότητα και ποτέ δεν νιώσαμε βαρετά παίζοντας μόνο οι δυο μας”.

Κ.Κ.: “Είχαμε φτιάξει ένα ντουέτο με τον Διονύση ήδη από όταν είμασταν στη Νέα Υόρκη. Με κάλεσε και την πρώτη φορά που παίξαμε σε ένα gig, μου έκανε εντύπωση το πόσο καλά έπαιζε ο ίδιος, αλλά και το πόσο ολοκληρωμένο ακουγόταν αυτό που παίζαμε μαζί. Αυτό συμβαίνει γιατί και οι δύο παίζουμε μέσα στο λεξιλόγιο της παράδοσης της τζαζ. Το έχουμε μελετήσει και πιστεύουμε σε αυτή την γλώσσα. Καταλαβαίνουμε στα αυτιά μας την αισθητική αυτή της μουσικής. Ο καθένας έχει το δικό του ήχο, αλλά έχουμε και τον γενικό ήχο. Όλοι αυτοί οι παράγοντες μας οδήγησαν στο να προχωρήσουμε στην ηχογράφηση και τις ενορχηστρώσεις, οι οποίες είναι βασισμένες στην κρίση μας για τη μουσική. Χωρίς τον εγωισμό για το ποιος θα βγει μπροστά” 

 

 

Στο άλμπουμ “Dig!” υπάρχουν 10 κομμάτια, που παίζουν ως ντουέτο, αλλά και δυο σολιστικά. Οι επιλογές έγιναν από κοινού, πάνω στα αγαπημένα τους τζαζ στάνταρτς, υπάρχουν δύο δικές τους συνθέσεις, το “One for Less” του Κίμωνα Καρούτζου και το μπάσα νόβα “Lena” του Διονύση Πολυγένη, ο οποίος έχει παίξει κι ένα ναπολιτάνικο παραδοσιακό κομάτι το “O Sole Mio”, ενώ αντίστοιχα και ο Κίμωνας Καρούτζος έπαιξε σόλο το folk spiritual “Sometimes I feel like a motherless child”.