Είναι η μοναδική κοπέλα που, μαζί με όχι πάρα πολλούς άντρες ομοτέχνους της, οδηγεί μια συνειδητή προσπάθεια για ανανέωση επί της ουσίας, όχι μόνον ενορχηστρωτικά και ηχητικά αλλά ως προς την συνολική αισθητική, ακόμα και το ήθος θα μπορούσα να πω, του σημερινού σοβαρού ελληνικού τραγουδιού. Η ερμηνεύτρια που με την τόσο προσωπική σκηνική παρουσία της έκανε για άλλη μια φορά τις εμφανίσεις της κατά τη χειμερινή σεζόν όχι απλά από τις πιο επιτυχημένες αλλά και από τις πλέον πολυσυζητημένες στην Αθήνα έρχεται τώρα, στην καρδιά του καλοκαιριού, στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής, την Παρασκευή 5 Ιουλίου για να μας τραγουδήσει κάτω από τα δέντρα και παρέα με τα πουλιά!

 

Καταρχήν είναι πολύ διαφορετικό για εσένα αν ο χώρος μιας συναυλίας είναι ανοιχτός ή κλειστός;
Είναι άλλη η αντήχηση του σώματός μου, άλλη η απεύθυνση, άλλος ο αέρας. Είναι άλλη η διάθεση του κόσμου αλλά και τα οπτικά ερεθίσματα. Βλέπεις παιδιά, ακούς σκυλιά να γαβγίζουν, υπάρχει μια αισιοδοξία. Τον χειμώνα αναδύεται περισσότερο η μυσταγωγία.

 

Ποια επίδραση έχει λοιπόν στο πως τραγουδάς αλλά ίσως και στο πως παίζεις το να μην έχεις γύρω σου τοίχους αλλά ένα φυσικό περιβάλλον, να μη βλέπεις μια οροφή αλλά έναν φωτισμένο ή μη ουρανό και να νιώθεις το φύσημα ή έστω μόνο την πνοή του ανέμου;
Μου είναι πιο οικεία η ζεστασιά ενός κλειστού χώρου, όταν μπορώ να βλέπω τους ανθρώπους στα μάτια όμως δεν σου κρύβω πως η ελευθερία που ένιωσα όσες στιγμές βρέθηκα να παίζω σε ανοιχτούς χώρους δεν περιγράφεται. Μπορεί η διάδραση, στη δική μου τουλάχιστον περίπτωση, να είναι φαινομενικά πιο ασθενής όμως με αυτόν τον τρόπο η μουσική φαντάζει πιο δυνατή από ποτέ, κυριολεκτικά και μεταφορικά! Είναι σαν να παρατηρείς από ψηλά ό,τι διαδραματίζεται εκείνη τη στιγμή.

 

Τι είναι αλήθεια «αυτό που βλέπουν τα πουλιά» και γιατί δεν το βλέπουμε ή δεν μπορούμε να το δούμε εμείς οι άνθρωποι;

Ο τίτλος της παράστασης και του ομότιτλου τραγουδιού που θα κυκλοφορήσει σύντομα ανήκει σε μια σε μια φίλη μου αρχιτέκτονα. Προσπαθούσε να μου εξηγήσει τι είναι η κάτοψη και μου είπε «μην κουράζεσαι, είναι αυτό που βλέπουν τα πουλιά». Μετά σκέφτηκα πως κάθε φορά που παίρνω τον εαυτό μου πολύ στα σοβαρά είναι σα να βγαίνω από το σώμα μου και παρατηρώ τον μικρόκοσμό μου από ψηλά και ξαφνικά όλα φαντάζουν πιο απλά στο χωροχρόνο. Τα πουλιά είναι οι τέλειοι παρατηρητές της στιγμής, με πλήρη εικόνα αλλά κρατώντας τις αποστάσεις και σε κατάσταση απόλυτης ελευθερίας.

 

Να υποθέσω ότι οτιδήποτε και αν είναι αυτό που βλέπουν τα πουλιά είναι και η αιτία η οποία τα κάνει να κελαηδούν, δηλαδή ουσιαστικά να μιλούν τραγουδώντας;

Ενδιαφέρουσα παρατήρηση... Δεν ξέρω, εγώ σιωπηλά τα είχα στο νου μου!

 

Το κριτήριο με το οποίο επέλεξες τα τραγούδια έχει καθόλου να κάνει με το ότι η συναυλία θα πραγματοποιηθεί στον Κήπο του Μεγάρου ή λίγο – πολύ τα ίδια θα έλεγες οπουδήποτε και αν εμφανιζόσουν, αυτή τουλάχιστον την περίοδο;

Θα τα έλεγα ούτως ή άλλως. Όσο περνούν τα χρόνια ελαχιστοποιούνται οι εξωγενείς παράγοντες που επηρεάζουν το πρόγραμμά μου και σταθεροποιείται η βάση του με επίκεντρο την δική μου ανάγκη έκφρασης. Αυτή η ομογένεια όμως έχει σμιλευθεί από την επικοινωνία μου με τον κόσμο και την δισκογραφία μου που μεγαλώνει χρόνο με τον χρόνο. Δοκιμάστηκαν δηλαδή τα περισσότερα τραγούδια, χτίσαμε με τον κόσμο μια σχέση αλληλοσεβασμού και πλέον έχουμε βρει την ισορροπία να ακούμε καινούριες ιστορίες και να θυμόμαστε τις παλιές.

 

Στο δελτίο Τύπου αναφέρεται ότι θα ερμηνεύσεις και μη ελληνικά τραγούδια, όπως των Portishead και Angus and Julia Stone, κάτι που  στις μέχρι τώρα εμφανίσεις σου έκανες ελάχιστα. Αισθάνεσαι πιο ώριμη ή ίσως και πιο «ασφαλής» και το κάνεις τώρα ή η συγκυρία και ο χώρος της συγκεκριμένης συναυλίας λειτούργησαν ως κίνητρο;

Πάντα το έκανα, συγκεκριμένα στο πρώτο μέρος του προγράμματος. Είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου. Η σύνθεση και η αισθητική του τωρινού συνόλου μας, των HomeBound, ενίσχυσε λίγο παραπάνω αυτή μου την πλευρά. Μου αρέσει να ξεκινώ με ένα πολυπολιτισμικό τρόπο και να κρατώ για το τέλος το πιο ελληνικό/παραδοσιακό στοιχείο μου. Δεν είναι κάποιο τρικ δομής προγράμματος, έτσι ρέει η προσωπική μου ολοκλήρωση.

 

Παρατηρώ εδώ και καιρό και στη συγκεκριμένη περίπτωση ίσως ακόμα περισσότερο ότι τα σχήματα που σε συνοδεύουν έχουν όχι απλά ως επίκεντρο αλλά στην πλειοψηφία τους αποτελούνται από έγχορδα όλων των ειδών, ακουστικά, ηλεκτρικά, τοξωτά και νυκτά. Ο ήχος της παλλόμενης χορδής έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία για εσένα;

Προφανώς μου είναι πιο οικείος λόγω του ότι κάθε μου δοκιμή σύνθεσης ή διασκευής ξεκινά από την κιθάρα μου. Επίσης ο βασικός μου συνεργάτης και συνενορχηστρωτής μου, ο Σταύρος Ρουμελιώτης, είναι ηλεκτρικός κιθαρίστας και ενορχηστρωτής εγχόρδων. Έχουμε όμως και keyboards και λούπες, παλαιότερα και νέι, δεν μπορώ να πω δηλαδή ότι έχω εμμονή σε αυτόν τον ήχο αλλά σίγουρα προσδίδει τις συχνότητες που μου αρέσουν.

 

Επειδή όμως ξέρω και πόσο αγαπάς τα κρουστά το ότι αυτή τη φορά, με εξαίρεση το νταούλι που θα παίξεις σε κάποιες στιγμές η ίδια, απουσιάζουν να υποθέσω ότι οφείλεται στο γνωστό ζήτημα της γειτνίασης του Μεγάρου με κατοικίες η οποία επιβάλλει οι εντάσεις των συναυλιών στον Κήπο του να είναι σχετικά χαμηλές;

Ισχύει μεν αυτό για το πρόβλημα που λες αλλά δεν έχει να κάνει με τη δομή της μπάντας μας σε αυτή τη συναυλία. Ούτως ή άλλως έτσι θα παίζαμε. Είναι ένα σχήμα διαφορετικό από αυτό που εμφανίστηκα πριν δύο μήνες στο «Σταυρός Του Νότου» και η απλότητα αυτή με εκφράζει. Όσο πιο μικρό είναι ένα σχήμα τόσο περισσότερο θέλει κάθε μουσικός να εξαντλήσει τις ικανότητες του, γεννιούνται ιδέες. Η Σοφία Ευκλείδου στο βιολοντσέλο και ο Σταύρος Ρουμελιώτης στις κιθάρες χρησιμοποιούν λουπαδόρους, ο Ντίνος Μάνος παίζει ρυθμό και μελωδίες με το κοντραμπάσο, εγώ έχω μπότα στο πόδι, κιθάρα και νταούλι. Όσοι με βλέπουν ξυπόλυτη αρχικά νομίζουν πως είναι στιλιστική άποψη. Όχι, απλά παίζω μπότα!

 

Σε παλαιότερη συνέντευξη μας μου είχες πει ότι καταρχήν σε διαμόρφωσε η παραδοσιακή μουσική μας στην παιδική και στην αρχή της εφηβικής σου ηλικίας και στη συνέχεια αναμφίβολα ήσουν πνευματικό παιδί της πρώτης και καλύτερης γενεάς της σχολής των τραγουδοποιών – ερμηνευτών. Τι ήταν λοιπόν αυτό που βρήκες στα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη από τα οποία δεν είχες βιώματα και σε έκανε να ασχοληθείς μαζί τους αφιερώνοντας τους μάλιστα έναν ολόκληρο δίσκο, ποιο ήταν το στοιχείο τους, μουσικά κυρίως και εκτός βέβαια των στίχων, που σου «μίλησε»;

Υπάρχει ένας εσωτερικός παλμός στα τραγούδια του που με δονεί χωρίς να ξέρω σε ποιο βίωμά μου αναφέρεται. Το έργο του έχει παραθυράκια που αφορούν ανθρώπους της ηλικίας μου, το δύσκολο σημείο για εμένα ήταν να απογυμνωθεί από τα χαρακτηριστικά του που δεν μπορούν να συμβαδίσουν αισθητικά με το σήμερα, με σεβασμό όμως στην αρχική αίσθηση του. Δεν θα προχωρούσα στην υλοποίηση αυτού του δίσκου αν δεν έβρισκα λόγο να το κάνω. Εντάσσω κάποια από αυτά τα τραγούδια στο πρόγραμμά μου όχι επειδή φέρουν την υπογραφή του Θεοδωράκη αλλά γιατί πραγματικά ταιριάζουν αισθητικά με την συνολική ροή του. 

 

Εκτός από τις γνωστές και καθιερωμένες πια καλοκαιρινές συναυλίες έχεις κάποια συγκεκριμένα σχέδια για την επόμενη χειμερινή σεζόν; Υπάρχουν ιδέες ή ίσως και ολοκληρωμένα τραγούδια για τον επόμενο δίσκο;

Θα κυκλοφορήσουν σταδιακά τα καινούρια τραγούδια τα οποία ήδη παρουσιάζουμε στις συναυλίες. Μετά θα κάνουμε συναυλίες για να παρουσιάσουμε τα τραγούδια. Και μετά καινούρια τραγούδια για να κάνουμε άλλες συναυλίες.

 

Και τελειώνοντας, αν είχες την δυνατότητα να μιλήσεις προσωπικά σε καθέναν που θα έρθει σε αυτή την συναυλία στον Κήπο του Μεγάρου τι θα του έλεγες να περιμένει και τι άλλο θα ήθελες ίσως να τους πεις;

Να μην περιμένει τίποτα. Να επιστρέψει στο «τώρα», να κάνουμε έναν διάλογο, καθώς θα βλέπουμε τον ουρανό να σκοτεινιάζει. Να ακούσουμε στο κέντρο της πόλης τι «ψιθυρίζει» ο καθένας που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από εμάς...