Η βαλίτσα πάει πολύ μακριά. Πίσω στο 1968. Ήμουν 16 χρονών, ασύλληπτα δυστυχισμένος και ήθελα να σκοτώσω τον πατέρα μου ή έστω , το χουντικό λυκειάρχη ή τον εαυτό μου. Ώσπου εντελώς ξαφνικά, ένα βράδυ, Χριστούγεννα του '68, έτυχε να ακούσω στο σπίτι ενός φίλου το “Blowing in the wind”. Είχε φέρει το δίσκο ο αδελφός του, δέκα χρόνια μεγαλύτερος, ναυτικός που μόλις είχε γυρίσει από την Αmerica.
Mε το που είδα το πρόσωπο του Dylan στο εξώφυλλο του δίσκου, σκέφτηκα αμέσως, να δεις... που κι αυτός, σίγουρα θέλει να σκοτώσει τον πατέρα του... Μου φάνηκε πιο απελπισμένος και ακόμα πιο θυμωμένος από μένα. Αυτή η φάτσα σα δαρμένο σκυλί, η αλλόκοτη φωνή του, η φυσαρμόνικα, η κιθάρα και τα τέσσερα ακόρντα του '' blowing in the wind'', με βρήκαν όλα μαζί κατ' ευθείαν στην καρδιά. Όταν δε, μετά την δεύτερη και τρίτη ακρόαση συγκεντρώθηκα στους στίχους, κάηκε το μυαλό μου.
Πρέπει να βρω μια κιθάρα , είπα στον εαυτό μου. Επειγόντως. Είχα πάθει αμόκ. Αν ήξερε η χούντα τι έλεγε ο Ντύλαν στο ''Blowing in the wind'' ή στο ''Masters of war'', θα ήταν κι αυτός παράνομος και απαγορευμένος, όπως ο Θεοδωράκης. Όμως, ευτυχώς, η λογοκρισία δεν ασχολείτο καθόλου με το αγγλόφωνο τραγούδι.
Εν πάσει περιπτώσει, έψαξα, βρήκα μια παλιά σπασμένη κιθάρα, την επιδιόρθωσα μόνος μου, έφτιαξα με χοντρό σύρμα ένα stand (υποδοχή για τη φυσαρμόνικα) και ξεκίνησα.
Μέσα σε δύο μήνες, έμαθα τα ακκόρντα του τραγουδιού. Ευτυχώς έπαιζα από μικρός πολύ καλή φυσαρμόνικα. Οι στίχοι υπήρχαν μέσα στο φάκελο του βινυλίου, οπότε, μετά από 2-3 μήνες σκληρής μελέτης, έπαιζα κιθάρα, φυσαρμόνικα και τραγουδούσα το ''Blowing in the wind''.
Το σημαντικότερο όμως, δεν είναι ότι κάποια στιγμή κατάφερα κι έπαιξα ένα τραγούδι. Το σημαντικότερο είναι, ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία, συναντήθηκα και συνεννοήθηκα μια και καλή με τον εαυτό μου. Ήξερα πια πολύ καλά τι καπνό φουμάρω και ποιο δρόμο θέλω να περπατήσω και τον περπάτησα τόσα χρόνια, χωρίς να αμφιβάλω ούτε στιγμή.
Ύστερα ήρθε η ενηλικίωση, οι σπουδές, οι περιπλανήσεις, τα τραγούδια, τα ''Ζεστά Ποτά'' και τα υπόλοιπα είναι γνωστά.
Όμως η φάση με το Ντύλαν, δεν είχε τελειώσει ακόμα, διότι τα 'φερε από' δώ η ζωή, τα' φερε από 'κεί, ώσπου 25 χρόνια μετά, έγινε κάτι που δεν το είχα ποτέ φανταστεί.
Βρέθηκα ξαφνικά να παίζω support (22 και 23 Ιουνίου του 1993) ανοίγοντας τις 2 συναυλίες του, στο Λυκαβηττό.
Τώρα... το πώς και γιατί έγινε αυτό, είναι μια άλλη ιστορία. Όποιος θέλει, ας διαβάσει το βιβλίο του Βύρωνα Κριτζά (Bob Dylan, 100 Τραγούδια), όπου τα λέω αναλυτικά.
Με βάση όλα αυτά λοιπόν, τι λες; Δεν άξιζε κάποια στιγμή να κάνω ένα μισάωρο αφιέρωμα στον γκουρού μου; Εξάλλου λίγους μήνες πριν, πήρε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Ντούκου θα περάσει; Ας πούμε άρα, ότι το Νόμπελ, είναι η αφορμή. Η βαθιά αιτία όμως είναι, ότι ο Ντύλαν μου χάρισε την τραγουδοποιία και η τραγουδοποιία, τη δύναμη να ζήσω και να αντέξω την πραγματικότητα.
Του το χρωστάω για πάντα.
Για να παρουσιάσω λοιπόν αυτό το αφιέρωμα σωστά και όπως του αξίζει, κάλεσα στην παράσταση ένα σπουδαίο ντουέτο, τους ''Back Pages''. Eίναι ο Γιάννης Τσέρος και η Σοφία Τσέρου-Τσέρτου, δύο αδέλφια, Έλληνες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αυστραλία και που εκτός των άλλων, κατά κάποιο τρόπο ''ειδικεύονται΄΄ στον B. Dylan. Θα τους δείτε και θα τους ακούσετε στις παραστάσεις στη Σφίγγα.
Μέχρι τότε...
Φιλιά σε όλους
Πάνος Κατσιμίχας
O Πάνος Κατσιμίχας με το αφιέρωμα στον Bob Dylan για 4 Σάββατα (20 -27 Ιανουαρίου και 3-10 Φεβρουαρίου του 2018 στη μουσική σκηνή Σφίγγα.