Τον Οκτώβριο του 2009 είχα επισκεπτεί τον Νίκο Δημητράτο στο σπίτι του στον Βύρωνα για μια συνέντευξη για το περιοδικό "Όασις". Θυμάμαι το βαθύ του βλέμμα την ώρα της συνομιλίας, όσο βαθιά ήταν και η φωνή του. Μια βυζαντινή φύσει και θέσει φωνή που αναμετρήθηκε με τις λαϊκές μελωδίες των τραγουδιών του Ξαρχάκου, του Λάγιου, του Ανδριόπουλου και άλλων συνθετών. Και μόνο άλλωστε για τον αναστεναγμό του στο «Μάνα μου Ελλάς», από το θρυλικό πια «Ρεμπέτικο», θα μπορούσε να κατέχει μια περίοπτη θέση στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Η αμείλικτη όμως αριθμητική των δίσκων λέει οτι η δισκογραφία του τελικά υπήρξε κατά πολύ λιγότερη των δυνατοτήτων του.

Στη συνέντευξη που αναδημοσιεύεται, δίνει τις απαντήσεις από τη θέση του νικητή και όχι του νικημένου. Γιατί, όταν είχε επανεμφανιστεί σε μαζικό κοινό, λίγα χρόνια πιο πριν, στην εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου, «Στην υγειά μας», τα μηχανάκια της AGB  είχαν χτύπησει κόκκινο.  Πολλοί τότε κυρίως νεότεροι τηλεθεατές εντυπωσιασμένοι  από τις φωνητικές του ικανότητες, αναζήτησαν τα ίχνη του και ανακάλυψαν έκπληκτοι έναν θησαυρό: τις ερμηνείες του στο  «Ρεμπέτικο» (όπου είχε και βασικό ρόλο) στο «Νυν και Αεί», στο «Μεγάλο μας Τσίρκο», στον «Ήλιο τον Ηλιάτορα» καθώς και τη θεατρική, κινηματογραφική και τηλεοπτική του παρουσία (Παραμύθι χωρίς Όνομα, Άντε γεια, Μη φοβάσαι τη φωτιά, Τζιβαέρι κ.ά).

 

Ο Νίκος Δημητράτος με τις αναρίθμητες συναυλίες, αλλά με τη μετρημένη προσωπική δισκογραφία μπορεί να μοιάζει σαν ένα χαμένο δισκογραφικό και «καριερίστικο» στοίχημα, ωστόσο ο ίδιος ήταν απόλυτα ήρεμος και ευτυχισμένος. Κι ας είχαν αρχίσει ήδη από τότε τα σοβαρά προβλήματα υγείας, χτυπώντας «άνανδρα» το μεγάλο του «όπλο», την αντρίκια φωνή του, χωρίς όμως να καταφέρουν να τη λυγίσουν.  Για αυτό και ξημερώματα  της 26ης Δεκέμβρίου του 2013, έφυγε σε σε ηλικία 71 ετών από άλλην αιτία: οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο.  Ασυμβίβαστος ως το τέλος. Μου το είχε δηλώσει άλλωστε και o ίδιος: «Ξέρεις γιατί όταν τραγουδάω κρατώ ένα φύλλο κλαρί; Για να νιώθω πως είμαι γήινος. Έχω κάνει 72 επαγγέλματα. Δεν μπορώ να συμβιβάζομαι».  

 
 
Ξεκινήσατε από πολύ μικρή ηλικία να ασχολείστε με τη βυζαντινή μουσική. Αισθάνεστε την επιρροή της  στην τραγουδιστική σας εκφορά;
Σε μεγάλο βαθμό. Το 1948, σε ηλικία έξι χρόνων, με έστειλε η μητέρα μου στη Μητρόπολη Αθηνών να γίνω παπαδάκι. Στους τρεις μήνες περίπου αντιλαμβάνομαι ότι και άλλοι εκτός της χορωδίας ψέλνουν μέσα στο ιερό κι έτσι ανοίγω κι εγώ το στόμα μου και επαναλαμβάνω ό,τι ακούω. Η φωνή μου άρεσε στον διευθυντή της χορωδίας,  Μιχάλη Χατζή και από τότε, και για 34 ολόκληρα χρόνια ήρθα σε επαφή με τη βυζαντινή μουσική, σπουδάζοντάς την και ψέλνοντας στην εκκλησία.
 
Με το καθαρόαιμο τραγούδι πότε ήρθατε σε επαφή;
Γύρω στα είκοσι άρχισα να τραγουδάω σε μπουάτ στην Πλάκα. Στη μπουάτ Κατακόμβη με είδε ένας σκηνοθέτης, ο Τάσος Πετρής -ήταν ο πρώτος που διαπίστωσε ότι εκτός από καλή φωνή έχω και κάποιο ταλέντο στη θεατρική ερμηνεία- οπότε με συμβούλεψε να πάω σε θεατρική σχολή. Τελειώνοντας το στρατό έδωσα εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης, ήμασταν 58 άτομα και πήραν μόνο δύο. Φοίτησα δύο χρόνια, στο δεύτερο μάλιστα πήρα και άριστα. Έμαθαν όμως  οι υπεύθυνοι του θεάτρου ότι τα βράδια τραγουδούσα σε μπουάτ και ταβέρνες για βιοποριστικούς λόγους -είχα άρρωστη τότε τη μητέρα μου στο νοσοκομείο, πατέρα δεν είχα- και ο Λαζάνης μου ζήτησε να σταματήσω ή να φύγω. Έτσι έφυγα και πήγα στη σχολή του Γρηγόρη Βαφειά .
 
Κορυφαίες ασφαλώς στιγμές στην θεατρική σας καριέρα, οι παραστάσεις «Παραμύθι χωρίς όνομα» και  «Μεγάλο μας Τσίρκο». Ποιες στιγμές θυμάστε έντονα από αυτές;
Είναι πολλές οι μνήμες. Χαρακτηριστικό και στις δύο, λόγω δικτατορίας, η έντονη συμμετοχή του κόσμου και η συγκίνησή του. Θα σου πω και μία πλάκα που έγινε όταν παίζαμε με τη Νέα Πορεία στη Βουκουρεστίου το «Παραμύθι χωρίς Όνομα»,  μία μεγάλη παράσταση με 13 ηθοποιούς . Όταν  βγαίναμε το βράδι από το θέατρο βλέπαμε να μας περιμένουν απέναντι ισάριθμοι αστυνομικοί. Ένα βράδυ σκεφτήκαμε να τους κάνουμε μια πλάκα. Να φύγουμε προς διαφορετικές κατευθύνσεις ο καθένας και αργότερα να συγκεντρωθούμε όλοι μαζί σε ένα σημείο. Έτσι κι έγινε. Μαζευτήκαμε στα Εξάρχεια δεκατρείς ηθοποιοί και απέναντι δεκατρείς αστυνομικοί…
 
Από το «Μεγάλο μας Τσίρκο» τι θυμάστε έντονα;
Θυμάμαι όταν πρωτοπήγα στο σπίτι της Καρέζη και του Καζάκου, ύστερα από πρόταση του Κώστα Τσιάνου, ο οποίος μου είχε πει ότι έψαχναν τραγουδιστή και ηθοποιό καθώς στη δεύτερη παράσταση είχε φύγει ο Νίκος Ξυλούρης. Εκεί λοιπόν, ενώπιον όλων και φυσικά του Ξαρχάκου τραγούδησα με την κιθάρα μου το  «Προσκύνημα» κι έτσι πήρα το ρόλο.
 
Σταύρος Ξαρχάκος, λοιπόν, και μια κοινή πορεία 17 χρόνων. Μιλήστε μου γι’ αυτή τη σχέση που δεν απέφερε όμως πολλούς καρπούς, μιλώ σε δισκογραφικό επίπεδο.
Με τον Ξαρχάκο έχουμε γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο για συναυλίες και φυσικά έχουμε οργώσει όλη την Ελλάδα. Δημιουργικά είχαμε μια πολύ καλή σχέση, όμως αυτή χάλασε γιατί είχε έναν δικό του τρόπο σκέψης, τον οποίο μετά από κάποια χρόνια δεν μπορούσα να αποδεχτώ κι έτσι σταμάτησα τη συνεργασία μας. Τον εκτιμώ βέβαια απεριόριστα και σ’ όλη μου τη ζωή θα τον ευχαριστώ για τα σκαλοπάτια που μου έδωσε να γίνω γνωστός σαν τραγουδιστής. Σε αυτό το σημείο θέλω να πω μια μικρή ιστορία σχετικά με το «Ρεμπέτικο» και το τραγούδι «Μάνα μου Ελλάς» που κατά γενική ομολογία είναι μια από τις καλύτερες δουλειές των τελευταίων δεκαετιών. Γράφαμε στο Περιβόλι τα’ Ουρανού, δεκατρία άτομα ορχήστρα και τραγουδιστές μ’ ένα μικρόφωνο. Στην πρόβα, ξεκινάει την εισαγωγή με το σαντούρι του ο τεράστιος Αριστείδης Μόσχος και ακολουθεί με το βιολί του ο υπέροχος  Στάθης Κουκουλάρης, ο οποίος ήταν τυφλός. Ακούγοντας εγώ τον ήχο του βιολιού προσπάθησα μετά στην εγγραφή  με τη φωνή μου να αποδώσω τον καημό και το θρήνο που έβγαζε το βραχνό αυτό παίξιμο της χορδής του. Όλοι βάλαμε την ψυχή μας και το μεράκι μας σ’ αυτό το δίσκο κι έγινε τόσο μεγάλη επιτυχία. 
 
Επιμένω όμως, γιατί η επιτυχία του «Ρεμπέτικου» δεν έφερε και άλλες δισκογραφικές συμπράξεις με τον Ξαρχάκο;
Ίσως φοβήθηκε πως αν μ’ έκανε φίρμα θα έφευγα από κοντά του, δεν ξέρω. 
 
Λίγο νωρίτερα είχατε συνεργαστεί και μ’ έναν άλλο σπουδαίο και αδικοχαμένο συνθέτη μας, τον Δημήτρη Λάγιο. Τι θυμάστε από τον «Ήλιο τον Ηλιάτορα»;
Ο Δημήτρης ήταν τεράστιος συνθέτης και εξαιρετικός άνθρωπος. Απόδειξη ότι ήταν ένας από τους λίγους που ο Ελύτης έδωσε την άδεια να μελοποιήσει το έργο του. Επρόκειτο να κάνουμε και άλλες δουλειές αλλά δυστυχώς άρχισαν οι περιπέτειες με την υγεία του και δεν προλάβαμε.
 
Με άλλους συνθέτες και στιχουργούς γιατί δεν συνεργαστήκατε περισσότερο, τη δεκαετία του ’80;
Σε συναυλίες συνεργάστηκα με όλους σχεδόν τους συνθέτες, Κουγιουμτζή, Καλδάρα, Μούτση, Χατζηνάσιο, Ανδρεόπουλο κλπ. Όλοι μου πρότειναν να κάνουμε δίσκο αλλά όταν ετοίμαζαν τα τραγούδια, είτε με προτροπή της εταιρείας τους ή από μόνοι τους προτιμούσαν να τα δώσουν σε φίρμες για να έχουν σίγουρη επιτυχία.
 
Τι μερίδιο ευθύνης δίνετε εσείς στον εαυτό σας για την έλλειψη αυτή των συνεργασιών;
Δεν πίεζα ή δεν παρακαλούσα κανέναν για να με προωθήσει. Όταν μετά από ατέλειωτες πρόβες ή συζητήσεις έδιναν αλλού τα τραγούδια χωρίς καν να μου τηλεφωνήσουν, να μου πουν ένα ψέμα τουλάχιστον, τι να κάνω; Θα πρέπει να τονίσω και πάλι ότι δεν έχω παρακαλέσει συνθέτη για τραγούδια. Όχι από εγωισμό αλλά γιατί τους σέβομαι κι αν μου πουν όχι, δεν θα  εξηγήσω αν στενοχωριέμαι ή όχι, θα πω  «ευχαριστώ πολύ και χαίρεται». 
 
Οι εταιρείες γιατί δεν ποντάρισαν πάνω σας ως δυνατό χαρτί;
Γιατί δεν δεχόμουν να υπογράψω συμβόλαια με όρους εξευτελιστικούς και ήθελα να έχω λόγο στην επιλογή των τραγουδιών. Το να βγάζω δίσκους για να είμαι απλώς στην επικαιρότητα ποτέ δεν μ’ ενδιέφερε. Έπρεπε να μ’ αγγίξει μια δουλειά για να την ερμηνεύσω.
 
Για να ολοκληρώσω τη σκέψη, τι απαντάτε συνοπτικά στο ερώτημα που διαιωνίζεται: γιατί δεν έκανε τη μεγάλη καριέρα ο Δημητράτος ενώ είχε όλες τις δυνατότητες;
Θα ‘λεγα ότι δεν ήμουν καλός μάνατζερ του εαυτού μου.
 
Αδικημένος  πάντως κατά τη γνώμη μου είναι και ο δίσκος «Χωρίς Παρέα» του συνθέτη Θοδωρή Ξυδιά, που συμμετείχατε το 2003.
Συμφωνώ, ήταν μια πολύ καλή δουλειά. Ο Θοδωρής είναι ένας ευαίσθητος άνθρωπος και καλός συνθέτης αλλά όπως κι εγώ δεν μπορεί να προωθήσει τη δουλειά του με παρακάλια και τηλεφωνήματα. Στον δίσκο ξεχωρίζω ειδικά ένα τραγούδι το «Απόψε φύγαν όλοι τους» το οποίο με συγκινεί πάντα. Όπως και το «Προσκύνημα», όταν το τραγουδώ ζωντανά λέω τους στίχους που στο δίσκο λέει η Καρέζη, «Έλα να αγκαλιαστούμε, ν’ ανοίξουν πόρτες, ν’ ανοίξουν παράθυρα και οι γενναίοι να πετρώσουν εκεί, έλα, έλα…». Τα τραγουδώ κι ανατριχιάζω.
 
Η πιο πρόσφατη δισκογραφική σας εμφάνιση είναι στο δίσκο του συνθέτη Χρήστου Λεοντή, «Έρωτας Αρχάγγελος» σε εξαιρετικούς στίχους του Δημήτρη Λέντζου. Πώς θα χαρακτηρίζατε αυτή τη δουλειά;
Πολύ καλή δουλειά, με άγγιξε από την πρώτη στιγμή που την άκουσα. Υπέροχη η μουσική του Λεοντή, όπως και οι στίχοι. Ο στιχουργός λαϊκός αλλά με φιλοσοφία καταφέρνει και πετυχαίνει το στόχο του κατευθείαν. Γνωριζόμαστε από παλιά με τον Χρήστο και χαίρομαι που έστω και μετά από πολλά χρόνια συνεργαστήκαμε τόσο δημιουργικά.
 
Θα ‘θελα τώρα να αξιολογήσετε ορισμένες φωνές. Ξεκινώ από τις αγαπημένες σας.
Ενδεικτικά θα σου πω γιατί ξεχωρίζω πολλούς. Από τους παλιούς αγαπώ πολύ την τεράστια Σωτηρία Μπέλλου γιατί ήταν μοναδική και τον Στελλάκη Περπινιάδη. Είχε γνώση του πώς θα εκφραστεί το συναίσθημα στο τραγούδι. Από τους σύγχρονους μεγάλος τραγουδιστής είναι ο Πασχάλης Τερζής . Θα μπορούσε να πει πάρα πολύ καλά τραγούδια αν δεν κυνηγούσε το μεροκάματο. Αγαπώ, επίσης, τις φωνές της Χαρούλας Αλεξίου και της Αρλέτας. Από τους πιο καινούργιους, εκτιμώ σαν δημιουργούς και ερμηνευτές τους Κατσιμιχαίους και τον Χρήστο Θηβαίο. Επίσης τον Σωκράτη Μάλαμα και σαν φωνή και σαν συναίσθημα. Έχει βρει τον δικό του τρόπο να φέρει το λαικό στην καρδιά μας. 
 
Θα θέλατε να σας γράψει τραγούδια;
Μακάρι να ‘ρθει, Παναγία μου!
 
Στο δίλημμα Καζαντζίδης ή Μπιθικώτσης τι επιλέγετε;
Μπιθικώτσης. Λόγω φωνής αλλά και ρεπερτορίου. Είχε μέσα στη φωνή του τη φιλοσοφία που κουβαλούσε και σαν άνθρωπος. Ήταν ξερός, είχε όμως μέσα του ένα μαχαίρι που σε τσίγγλιζε κατευθείαν στην καρδιά. Ο Καζαντζίδης είχε μια τεράστια φωνή που κατά την άποψή μου όμως την εγκλώβισε, λόγω ρεπερτορίου, σ΄ έναν ίδιο δρόμο ερμηνείας όλων των τραγουδιών του. 
 
Γιώργος Νταλάρας;
Εργάτης, αφοσιωμένος στο τραγούδι και για μένα λαϊκή φωνή κυρίως. Με τον Νταλάρα ξεκινήσαμε μαζί, κοντά στον Μητσάκη. Θυμάμαι, μετά τη δουλειά πηγαίναμε με ταξί στο Λυκαβηττό και βάζαμε κασέτες να  ακούσουμε. Αυτός έβαζε Καζαντζίδη κι εγώ Μπιθικώτση.
 
Ελένη Βιτάλη;
Πάνω απ’ όλες τις λαϊκές και δημοτικές μας τραγουδίστριες.
 
Κλείνω ζητώντας δυο λόγια για τον Σπύρο Παπαδόπουλο,  τον άνθρωπο που μέσω της Σαββατιάτικης εκπομπής του, θα λέγαμε σας ξαναέβγαλε στο προσκήνιο. 
Θα απαντήσω περιγράφοντας την πρώτη μας επαφή που τα λέει όλα και περιγράφει το τι άνθρωπος είναι: Με κάλεσαν να τραγουδήσω σε μια εκπομπή που θα παρουσίαζαν μια καινούργια τους δουλειά ο Χρήστος Τσιαμούλης και η Λιζέτα Νικολάου και ήταν και άλλοι γνωστοί δημοτικοί τραγουδιστές. Όταν με είδε στο γύρισμα ο Σπύρος, ήρθε κοντά μου και μου λέει μ’ ένα χαμόγελο που μου μετέδωσε  ζεστασιά «Γειά σου Δημητράτο. Σε ευχαριστώ  πάρα πολύ. Θέλω να σου κάνω μια πρόταση». «Τι πρόταση» τον ρωτώ. «Ένα αφιέρωμα». «Μα δεν με ξέρετε καλά πρέπει να σας μιλήσω για μένα». «Σε ξέρω πολύ καλά και θα μιλήσω εγώ για σένα», μου είπε  «και θα επιλέξεις εσύ το ρεπερτόριο που θέλεις να τραγουδήσεις». Ο Σπύρος, λοιπόν, έχει μια μεγάλη τιμιότητα και ήθος. Είναι συνειδητός καλλιτέχνης και ηθοποιός.