Οποιαδήποτε αναφορά στην κοινή δημιουργική πορεία του Μάνου Χατζιδάκι με τον Νίκο Γκάτσο, θα σκόνταφτε μοιραία στην παγίδα της επανάληψης και δε θα πρόσθετε τίποτα στα όσα έχουν ήδη γραφτεί. Η συνάντησή τους καθόρισε το ελληνικό τραγούδι και άφησε πίσω της κύκλους τραγουδιών ανεπανάληπτης πληρότητας, παράλληλα με τα δεκάδες τραγούδια από το θέατρο με τις μεταφράσεις του Νίκου Γκάτσου. Από την πρώτη τους ευτυχή συνάντηση στο Θέατρο Τέχνης με αφορμή το Λεωφορείον ο Πόθος του Τεννεσσή Ουίλλιαμς το 1948, μέχρι τους Μύθους μιας γυναίκας και τους Αντικατοπτρισμούς, δημιούργησαν από κοινού ένα ολόκληρο σύμπαν λόγου και μουσικής που παντρεύτηκε μοναδικά, και που προσδιόρισε το λαϊκό τραγούδι σε καινούργια ποιητικά πλαίσια στιγματίζοντας για πάντα τον σύγχρονο ελληνικό Πολιτισμό.

 

Το 1976, λίγα χρόνια μετά την επιστροφή του Μάνου Χατζιδάκι από την Αμερική, κυκλοφόρησε από την Columbia ο δίσκος Αθανασία με ερμηνευτές τον Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη. Μέσα στον συγκεκριμένο κύκλο τραγουδιών και ανάμεσα σε τραγούδια – σταθμούς, όπως ο Τσάμικος, Παράξενη Πρωτομαγιά, Ένα σπίρτο στο τραπέζι, Αθανασία και Μεθυσμένο καράβι, συναντάμε κι ένα τρίλεπτο αριστούργημα με τίτλο Οι μέρες είναι πονηρές, ερμηνευμένο από τον Μανώλη Μητσιά. Ένα υπέροχο χασάπικο από εκείνα που μόνο ο Χατζιδάκις ήξερε να φτιάχνει, και μια ομάδα εξαιρετικών μουσικών να πλαισιώνουν τον Μητσιά σε μία από τις κορυφαίες του ερμηνείες.

 

Γυναίκα σκύψε το κεφάλι

γιατί έρχεται Σαρακοστή

και θα σταυρώσουνε και πάλι

τον άγγελο και το ληστή.

 

Λένε πως πήγανε την Τρίτη

και πήρανε το Γιακουμή

μέσ’ απ’ το ίδιο του το σπίτι

την ώρα πού ‘τρωγε ψωμί.

 

Κλείσ’ το παράθυρο γυναίκα

κοντεύει δώδεκα και δέκα

σου το ‘χω πει τόσες φορές

οι μέρες είναι πονηρές.

 

Γυναίκα χάθηκαν οι φίλοι

έγινε φίδι ο αδερφός

κόψε την καύτρα στο καντήλι

να ‘χουμε απόψε λίγο φως.

 

Πες μου τον όρκο του προπάππου

κι αν δε γυρίσω μια βραδιά

να με θυμάσαι κάπου κάπου

και να προσέχεις τα παιδιά.

 

Έχοντας πλήρως αφομοιωμένα όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το γνήσια λαϊκό και δημοτικό τραγούδι, τον ρυθμό, την ισορροπία, την έκπληξη, τη λιτότητα και την ποίηση, ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος στήνουν ο καθένας από τον δικό του ρόλο και με τα δικά του εργαλεία ένα μοναδικό σκηνικό. Από τη μία μεριά η ορχήστρα, αποτελούμενη από σολίστες πρώτης γραμμής (μεταξύ άλλων: τον Θανάση Πολυκανδριώτη στο μπουζούκι, τον Γεράσιμο Μηλιαρέση και τον Δημήτρη Φάμπα στις κιθάρες, τον Ανδρέα Ροδουσάκη στο κοντραμπάσο και την Αλίκη Κρίθαρη στην άρπα), ηχεί τελετουργικά, σχεδόν πένθιμα, στον οικείο ρυθμό των 2/4 και μια μελωδία απρόβλεπτη απ’ τη εισαγωγή της ακόμα, μέχρι το επαναλαμβανόμενο σιγανό κλείσιμο του φινάλε. Ο Χατζιδάκις τυλίγει τα λόγια του Νίκου Γκάτσου με τη λιτότητα που επιβάλουν οι ίδιες οι φράσεις και ο ρυθμός των στίχων. Και ο Μητσιάς χαμηλόφωνα, εξίσου τελετουργικά, επωμίζεται το βάρος των στίχων: από το «γυναίκα σκύψε το κεφάλι» του πρώτου στίχου, τη συγκλονιστική σκηνή που πήρανε τον Γιακουμή «μέσα απ’ το ίδιο του το σπίτι» την – ιερή – «ώρα που έτρωγε ψωμί», μέχρι εκείνο το «να με θυμάσαι κάπου κάπου, και να προσέχεις τα παιδιά».

 

Η ένταση των στίχων του Γκάτσου και ο τρόπος που στήνει τούτο το σκηνικό, καθορίζει ολόκληρο το τραγούδι από την αρχή μέχρι το τέλος του. Οι αναφορές στη Σαρακοστή, στη σταύρωση, στη θυσία και στην εγκαρτέρηση, καθώς και ο ίδιος ο τίτλος του τραγουδιού, παραπέμπουν ευθέως στην ανάπτυξη ενός θρησκευτικού κειμένου. Μπορεί να φαίνεται επιπόλαιο να επιχειρήσει κανείς να βρει την πηγή έμπνευσης των στίχων του τραγουδιού, θα τολμήσουμε όμως μία προσέγγιση, επισημαίνοντας εξ αρχής ότι πρόκειται μονάχα για εικασία και δε βασίζεται σε καμία γραπτή ή προφορική πηγή προερχόμενη από τον ίδιο τον ποιητή.

 

 

Πιθανόν όμως να μην αποτελεί σύμπτωση ότι, τη φράση «οι μέρες είναι πονηρές» τη συναντάμε αυτούσια στην επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Εφεσίους, και μάλιστα στο κεφάλαιο εκείνο στο οποίο αναλύει τους κανόνες που διέπουν ένα γάμο και τη σχέση του ανδρόγυνου. Πρόκειται για το 5ο κεφάλαιο της Επιστολής που σίγουρα όλοι μας έχουμε ακούσει πολλές φορές κατά την τέλεση των γάμων, και η οποία καταλήγει με το δημοφιλές «ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα». Στις παραγράφους 15 και 16 της Επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς Εφεσίους λοιπόν, αναφέρεται: «15. Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ' ὡς σοφοί, 16. ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι». Ίσως λοιπόν εκεί να βρίσκεται η κρυμμένη πηγή απ’ όπου ανάβλυσε η έμπνευση του Νίκου Γκάτσου, για να παραδώσει πρώτα στον Μάνο Χατζιδάκι και έπειτα σε εμάς τα λόγια ενός από τα κρυμμένα διαμάντια της κοινής τους δημιουργίας.

 

 

Όταν όμως έχουμε να κάνουμε με τέτοιας δύναμης στίχους, τέτοιας πληρότητας ερμηνείες και τέτοιας αισθητικής τραγούδια, έχει μάλλον μικρή σημασία να μπορέσουμε να ανακαλύψουμε τις πηγές που ώθησαν την έμπνευση των δημιουργών τους. Καμία σημασία δεν έχει να αποδείξουμε αν ο Γκάτσος πάτησε στα χνάρια του συγκεκριμένου εκκλησιαστικού κειμένου για να γράψει αυτό το ποίημα αμέσως μετά τη δικτατορία, που θα μπορούσε να φωτογραφίζει μέσα απ’ μια σειρά αλληγορίες τις μέρες εκείνες της επταετίας ή της Γερμανικής Κατοχής και του Εμφυλίου, ή ακόμα και όλες τις σκοτεινές μέρες όπου «χάθηκαν οι φίλοι» κι «έγινε φίδι ο αδερφός». Κρατάμε πολύτιμη παρακαταθήκη τα τραγούδια, κι ας μην καταφέρουμε ποτέ να αγγίξουμε τους συνειρμούς και τις πηγές έμπνευσης των δημιουργών τους. Αρκεί που υπάρχουν να συντροφεύουν τους δικούς μας συνειρμούς. Ιδίως σήμερα που διανύουμε «μέρες πονηρές», τα έχουμε ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

 


Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο blog Το Άρωμα του Τραγουδιού